Site icon Αρχείο anagnostis.org

13 Δεκεμβρίου 1943: Η σφαγή των Καλαβρύτων

Η σφαγή των Καλαβρύτων

Ήταν 13 Δεκεμβρίου 1943 και το ρολόι στο κέντρο του χωριού, έδειχνε δυο και τριαντατέσσερα λεπτά, όταν στον λόφο Καπή πάνω από τα Καλάβρυτα ήχησε το πρώτο από τα τρία μυδραλιοβόλα. Όταν πια σταμάτησαν να ακούγονται, σχεδόν όλος ο ανδρικός πληθυσμός της πόλης είχε εκτελεσθεί.

“Μας έσφαζαν σαν τα κοκόρια” είπε κάποιος που επέζησε…

Η Σφαγή των Καλαβρύτων (ή και Ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων) αναφέρεται στην εξολόθρευση του ανδρικού πληθυσμού και την ολική καταστροφή της πόλης των Καλαβρύτων στην Ελλάδα, από στρατιώτες της γερμανικής 117ης Μεραρχίας Καταδρομών, κατά τη διάρκεια της Κατοχής και Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου.

Αποτελεί  μία από τις πιο βαριές περιπτώσεις πολεμικού εγκλήματος στην Ελλάδα καθώς επίσης και ένα από τα μεγαλύτερα εγκλήματα της Ναζιστικής Γερμανίας, κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. 

Κανένας από τους υπευθύνους των εγκλημάτων αυτών δεν λογοδότησε στη δικαιοσύνη ενώ μέχρι και σήμερα ακόμα δεν έχει καταβληθεί καμιά απολύτως αποζημίωση από το κράτος της Γερμανίας.

Η πράξη αυτή αποτέλεσε μαζικά αντίποινα στην εκτέλεση 77 Γερμανών αιχμαλώτων από αντάρτες και οποίοι είχαν συλληφθεί μετά την ήττα των Γερμανών από τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ στη Μάχη της Κερπινής κατά την 20η Οκτωβρίου του 1943· πριν από την έναρξη της αποτρόπαιας «Επιχείρησης Καλάβρυτα» που επακολούθησε ξεκινώντας την 4η του Δεκέμβρη και στόχευε στην τρομοκρατία των ντόπιων με εκτελέσεις αμάχων και λεηλασίες, πυρπόληση οικιών και ολική εκκαθάριση του ορεινού όγκου του Χελμού από αντιστασιακές ομάδες και αντάρτες. 

Οι σφαγές και όλα αυτά τα φρικαλέα εγκλήματα ξεκίνησαν από την Πάτρα, την περιοχή της Αιγιάλειας και το Αίγιο και βασικά παράκτια περιοχή της Αχαΐας στη βόρεια Πελοπόννησο, όταν τα στρατεύματα της Βέρμαχτ στην πορεία τους έκαψαν πολλά χωριά, δολοφόνησαν τους πολίτες και άμαχους, και λεηλάτησαν, στο δρόμο τους που τελικό προορισμό είχαν τα Καλάβρυτα όπου και εισήλθαν την 9η του Δεκέμβρη.

Στις 9 Δεκεμβρίου,  οι Γερμανοί με τεθωρακισμένα άρματα μπαίνουν στα Καλάβρυτα. Τρόμος, αγωνία και πανικός επικρατούν στις ψυχές των Καλαβρυτινών. Οι κατακτητές συγκεντρώνουν τους άντρες στην πλατεία και τους διαβεβαιώνουν πως δε θα τους πειράξουν. Απαγορεύουν στους κατοίκους την έξοδο από την πόλη, στήνουν μπλόκα, λεηλατούν σπίτια και μαγαζιά, επιτάσσουν οικίες και δημόσια κτήρια.

Αρχικά καίνε τα σπίτια των ανταρτών και στη συνέχεια προχωρούν στην εκταφή των τριών τραυματισμένων Γερμανών από τη μάχη της Κερπινής. Αφού έκαναν νεκροψία, πήραν τους νεκρούς. Το γεγονός της επιβεβαίωσης του θανάτου των αιχμαλώτων,  εξαγρίωσε τους Γερμανούς.

Ξημερώματα της 13ης Δεκεμβρίου, ημέρα Δευτέρα, χτυπούν οι καμπάνες και ζητείται από τους κατοίκους να συγκεντρωθούν στο Δημοτικό Σχολείο, έχοντας μαζί τους τρόφιμα για μια ημέρα και μία κουβέρτα. Εκεί, διαχωρίζονται  τα γυναικόπαιδα και οι ηλικιωμένοι από τους άντρες και τα αγόρια άνω των 14 ετών.

Οι Γερμανοί στη συνέχεια πυρπολούν το χωριό. Παράλληλα, ο οδοντωτός σιδηρόδρομος φεύγει με χρήματα και χρυσό από την Εθνική Τράπεζα. Οι φλόγες και οι καπνοί περικυκλώνουν το σχολείο, ενώ ο στόχος είναι να καούν ζωντανοί όσοι είναι μέσα σ’ αυτό. Η ατμόσφαιρα είναι αποπνικτική λόγω των καπνών. Επικρατεί τρόμος και ακούγονται φωνές, κλάματα, προσευχές… Τελικά, οι εγκλωβισμένοι, αρχικά πηδώντας από τα παράθυρα,  κατορθώνουν να ανοίξουν την πόρτα και έτσι σώζονται. Αντικρίζουν τον κατακόκκινο ουρανό , που κρύβει τον ήλιο, ενώ φλόγες ξεπηδούν από παντού, σπίτια καίγονται, ζώα τρέχουν πανικόβλητα και τα σκυλιά αλυχτούν.

Τους άντρες και τα αγόρια τους μεταφέρουν σε ένα λόφο, έξω από τα Καλάβρυτα, τη «ράχη του Καπή», αμφιθεατρικό, όπου γύρω γύρω στήνουν πυροβόλα. Το μεσημέρι της ίδιας ημέρας, με τη ρίψη φωτοβολίδων, δόθηκε το σύνθημα της εκτέλεσης και άρχισαν να πυροβολούν. Μόνο 13 γλίτωσαν το θάνατο. Στις 14:30 μ.μ. οι ριπές σταμάτησαν και οι Γερμανοί έφυγαν τραγουδώντας, ευχαριστημένοι για το κατόρθωμά τους.

Οι γυναίκες, τα παιδιά και οι ηλικιωμένοι δε γνώριζαν τι συνέβη στον  αντρικό πληθυσμό. Νόμιζαν πως τους μετέφεραν με το τρένο και άρχισαν να τους αναζητούν στο σιδηροδρομικό σταθμό.

Ξαφνικά, μια γυναίκα μεταφέρει το φοβερό μαντάτο της εκτέλεσης. Οι γυναίκες ανηφορίζουν προς το λόφο και εκεί βρίσκουν τα νεκρά σώματα των αγαπημένων τους. Το θέαμα ήταν αποκρουστικό: άψυχα σώματα  πεσμένα το ένα πάνω στο άλλο, άλλα διαμελισμένα, άλλα με πρόσωπα παραμορφωμένα,  παντού αίμα που είχε ποτίσει το χώμα και έφτανε μέχρι το γόνατο,  κάνοντας ακατόρθωτο  το περπάτημα γι’ αυτές που αναζητούσαν τους δικούς τους. Μόνο οι κραυγές των γυναικών συντάραζαν το τοπίο του θανάτου.

Στη συνέχεια, αφού τους εντόπιζαν και τους αναγνώριζαν, τους μετέφεραν με τη βοήθεια των παιδιών ή άλλων γυναικών, σέρνοντάς τους  πάνω σε κουβέρτες, όπως χαρακτηριστικά απεικονίζεται και στο γλυπτό που σήμερα κοσμεί τον κήπο του Μουσείου Καλαβρυτινού Ολοκαυτώματος και τους πήγαιναν στο νεκροταφείο για να τους θάψουν. Ακούγονταν μόνο αγκομαχητά από την κούραση, κλάματα , θρήνοι και μοιρολόγια. Κάποιους τους έθαψαν στο λόφο για να μη γίνουν βορά των σκυλιών.

Στις 14 Δεκεμβρίου οι Γερμανοί συνεχίζουν το καταστροφικό έργο τους: πυρπολούν τη Βυσωκά, το Σκεπαστό, τα Μαζέικα αλλά και το μοναστήρι της Αγίας Λαύρας.

Κανείς από τους υπευθύνους του Ολοκαυτώματος των Καλαβρύτων δεν λογοδότησε στη Δικαιοσύνη. Ο στρατηγός Λε Ζουίρ πέθανε αιχμάλωτος των Σοβιετικών το 1954, ο Εμπερσμπέργκερ σκοτώθηκε στο Ανατολικό Μέτωπο και ο Ακαμπχούμπερ πέθανε στην Αυστρία το 1972, σε ηλικία 67 ετών. Μόνο ο κατοχικός στρατιωτικός διοικητής της Ελλάδας, στρατηγός Χέλμουτ Φέλμι (1885-1965), καταδικάσθηκε το 1948 σε κάθειρξη 15 ετών από το Δικαστήριο της Νυρεμβέργης για όλα τα εγκλήματα πολέμου του Γ’ Ράιχ στην Ελλάδα, αλλά μετά από τρία χρόνια αφέθηκε ελεύθερος. 

Στις 18 Απριλίου του 2000, ο τότε Πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, Γιοχάνες Ράου (1931-2006), επισκέφτηκε τα Καλάβρυτα και εξέφρασε τη βαθιά θλίψη του για την τραγωδία. Εντούτοις, δεν ανέλαβε την ευθύνη εξ ονόματος του γερμανικού κράτους και δεν αναφέρθηκε στο ζήτημα των αποζημιώσεων.

Exit mobile version