Ήταν χειμώνας του 1959 όταν η Ελλάδα συγκλονίζεται από ένα αποτρόπαιο έγκλημα που έγινε στο Λεωνίδιο Αρκαδίας. Θύμα ήταν η Μεταξία Γκουβούση, 21 χρονών, και δράστες η πεθερά της, Σταυρούλα Γκουβούση, 62 χρονών, και ο γιος της Μήτρος Γκουβούσης, 22 χρονών, σύζυγος της άτυχης Μεταξίας.
Στις 7 Ιανουαρίου η Σταυρούλα Γκουβούση έδεσε με σχοινί την έγκυο νύφη της και με τη βοήθεια του γιου της την πέταξε ζωντανή στην στέρνα του σπιτιού της και την έπνιξε. Αργότερα έκλαιγαν και έψαχναν δήθεν με αγωνία να την βρουν, αντίδραση που θυμίζει εκείνη στο έγκλημα της Κοιλάδας. Καταδικάστηκαν σε θάνατο και εκτελέστηκαν. Η Σταυρούλα Γκουβούση είναι η πρώτη γυναίκα που καταδικάστηκε σε θάνατο και εκτελέστηκε, όσο ίσχυε η θανατική ποινή στην Ελλάδα, και μία από τις τέσσερις που εκτελέστηκαν στην Ελλάδα μετά το τέλος του Εμφυλίου Πολέμου.
Το ζευγάρι
Η Σταυρούλα Γκουβούση ήταν γεννημένη το 1897 και όλα της τα χρόνια τα πέρασε στο Λεωνίδιο. Νεαρή ακόμη χήρεψε και αναγκάστηκε να αναθρέψει μόνη της τα δυο της παιδιά. Ο ένας της γιος δούλευε στην Αθήνα. Ο δεύτερος γιος της, ο Μήτρος, παντρεμένος με τη Μεταξία, ζούσε με τη γυναίκα του και το παιδί τους σε δικό τους σπίτι, στο ίδιο χωριό με τη μάνα του. Μετά τη στυγερή δολοφονία της Μεταξίας μέσα στο σπίτι της πεθεράς, ξημερώνοντας η ημέρα των Φώτων του ’59, η ιστορία που αποκαλύφθηκε είναι συγκλονιστική.
Ο Μήτρος και η Μεταξία είχαν παντρευτεί με συνοικέσιο το 1954, όταν η Μεταξία ήταν 16 χρονών και ο Μήτρος 17. Είχαν αποκτήσει δύο κοριτσάκια, την Σταυρούλα, η οποία πέθανε όταν ήταν 40 ημερών, και τη Μαρία, που την ημέρα του εγκλήματος ήταν 14 μηνών. Ο Μήτρος δεν είχε δουλέψει ποτέ στη ζωή του, μέχρι να παντρευτεί τον συντηρούσε η μάνα του και μετά το γάμο η γυναίκα του, η οποία εργαζόταν σε εργαστήριο ζαχαροπλαστικής, στο Λεωνίδιο. Τρεις μήνες μετά το γάμο η σχέση του ζευγαριού πέρασε μια κρίση, επειδή ο Μήτρος δεν είχε καμία ασχολία εκτός από το καφενείο και το ποτό, ενώ όποτε έπιανε στο χέρι του λεφτά, χαρτόπαιζε.
Η Μεταξία τον εγκατέλειψε και πήγε να ζήσει μόνη της, αλλά ο Μήτρος την έπεισε να γυρίσει και να ξανασμίξουν. Δεν ξέρει κανείς αν αγαπούσε τη γυναίκα του ή την είχε ανάγκη επειδή ζούσε με τα λεφτά της, σημασία έχει ότι δεν ήθελε να διαλύσουν το γάμο τους, παρόλες τις προτροπές της μητέρας του να χωρίσουν. Η Σταυρούλα δεν χώνεψε ποτέ την Μεταξία. Από την αρχή του γάμου τους άρχισε να διαδίδει φήμες ότι η νύφη της, τόσο πριν το γάμο όσο και μετά, είχε πολλούς φίλους κι εραστές. Μάλιστα, έφτασε στο σημείο να λέει ότι το παιδί που περίμενε η νύφη της -την εποχή που σκότωσε τη Μεταξία, ήταν πέντε μηνών έγκυος- δεν ήταν του γιου της, αλλά κάποιου εραστή. Έπεισε έτσι το γιο της να πάνε στο Άργος να κάνουν άμβλωση, αλλά στο δρόμο το ζευγάρι άλλαξε γνώμη.
Αφού δεν τα κατάφερε με την άμβλωση, το άρρωστο μυαλό της αποφάσισε να σκοτώσει τη νύφη της, πριν προλάβει να γεννήσει το παιδί.
Το ζευγάρι στην αρχή του γάμου τους έμενε στο σπίτι της πεθεράς, αλλά στη συνέχεια με τα λεφτά από την προίκα της Μεταξίας και τη δουλειά της, κατάφερε να φτιάξει το δικό του σπίτι. Μετακόμισαν εκεί όταν γεννήθηκε η κόρη τους και η Μεταξία ευελπιστούσε ότι τα πράγματα θα έφτιαχναν, αφού δεν θα είχαν πάνω από το κεφάλι τους την πεθερά της.
Η φόνισσα πεθερά
Η Σταυρούλα ήταν «κακούργα, αδίστακτη, άπονη και εκδικητική γυναίκα που δεν την σταματούσε τίποτα», έτσι χαρακτηρίστηκε από τον ανακριτή και τη Χωροφυλακή όταν αποκαλύφθηκε το έγκλημά της, και η παρεμβάσεις στη ζωή του ζευγαριού δεν σταμάτησαν ούτε και όταν έφυγαν από το σπίτι της. Όταν της ανακοίνωσαν ότι η Μεταξία είναι πάλι έγκυος, άρχισε να διαδίδει παντού ότι το παιδί ήταν κάποιου γείτονα. Με την επιμονή της μάνας του και τα σχόλια που άρχισαν να έρχονται από το χωριό, ο Μήτρος πείστηκε ότι το παιδί δεν ήταν δικό του, και ζήτησε από τη γυναίκα του να σταματήσουν την εγκυμοσύνη. Πήγαν σε έναν γνωστό τους γιατρό στο Άργος, αλλά τελικά δεν προχώρησαν στην πράξη, είτε επειδή άλλαξαν γνώμη, είτε επειδή ο γιατρός δεν ανέλαβε να κάνει την επέμβαση λόγω προχωρημένης εγκυμοσύνης. Επιστρέφοντας στο Λεωνίδιο, πέρασαν να πάρουν το κοριτσάκι τους από το σπίτι της πεθεράς, το οποίο κρατούσε όσο αυτοί έλειπαν. Η Σταυρούλα έβαλε να φτιάξει φαγητό, ενώ η Μεταξία, που ήταν ζαλισμένη από το ταξίδι ξάπλωσε στο κρεβάτι. Ο Μήτρος ενημέρωσε τη μάνα του ότι δεν είχαν προχωρήσει στην άμβλωση και τότε εκείνη έγινε έξαλλη. Άρπαξε ένα σχοινί μήκους δεκαπέντε μέτρων, πέρασε θηλιά γύρω από τους ώμους της νύφης της και της έδεσε καλά τα χέρια για να μην μπορεί να αντιδράσει.
Άρχισε να τη βρίζει και να ουρλιάζει ότι το παιδί δεν ήταν του Μήτρου αλλά του γείτονα (φώναζε και το όνομά του), να την κατηγορεί ότι κατέστρεψε τη ζωή του γιου της. Την άρπαξε από τα μαλλιά, την έριξε πάνω σε ένα ξύλινο κρεβάτι και άρχισε να την χτυπάει με μανία με τη σανίδα που είχαν για το σιδέρωμα των ρούχων. Ο Μήτρος παρακολουθούσε χωρίς να αντιδράει καθόλου. Σύμφωνα με την κατάθεσή του στη χωροφυλακή, πίστευε ότι η μάνα του απλά ήθελε να την φοβερίσει!
«Η Μεταξία πίστευε ότι αυτά τα έκανε η μάνα μου για αστεία! Εγώ απλά παρακολουθούσα! Κι εγώ πίστευα ότι ήθελε να τη φοβερίσει!». Αφού την χτύπησε αλύπητα στο κεφάλι, στη φουσκωμένη κοιλιά και στα στήθη, η Μεταξία έχασε τις αισθήσεις της. Τότε η Σταυρούλα είπε στο γιο της να την βοηθήσει να την σύρουν έξω από το σπίτι. Τη μετέφεραν στην άκρη της αυλής και την πέταξαν μέσα στη στέρνα, που ήταν γεμάτη με νερό.
Ήθελαν να το κάνουν να φανεί σαν αυτοκτονία
Ο Μήτρος περιγράφει αργότερα με απάθεια στη Χωροφυλακή: «Αφού την πετάξαμε δεμένη μέσα στη στέρνα, η μάνα μου μού είπε να γράψω ένα σημείωμα που να λέει ότι η Μεταξία αυτοκτόνησε, επειδή δεν της έδινε τα λεφτά που της χρωστούσε η εργοδότριά της.
Το έγραψα και μου είπε και το τοποθέτησα στο σκέπασμα της στέρνας μαζί με τα χάπια που είχε στην τσέπη η γυναίκα μου για τη ναυτία. Στο σημείωμα ακόμα μου είπε ακόμη να γράψω και το έγραψα να μην πειράξουν τον Μήτρο, γιατί δεν φταίει. Επίσης, η μάνα μου έβαλε στην άκρη της στέρνας τα ρούχα της Μεταξίας και τα παπούτσια, ώστε να νομισθεί ότι έπεσε μόνη της στο νερό. το πρωί τον Φώτων πλησίασε η μάνα μου στη στέρνα κι όταν είδε τα ρούχα, άρχισε να κλαίει κι έλεγε ότι η νύφη της αυτοκτόνησε. Πρώτα είχε πάει κι άναψε δυο κεριά για την ημέρα των Φώτων».
Το σημείωμα που είχε γράψει ο Μήτρος και το οποίο βρέθηκε δεμένο με δίχτυ στο σιδερένιο σκέπασμα της στέρνας, έγραφε: «Φτωχτόνησε η Μεταξία Γεωργίου Αδρία γιατί δεν της έδινε τα λεφτά που της χρωστούσε η Θάλεια η κυρά της. Τον άντρα τον Μήτρο της, μην τον πειράξετε, γιατί δεν την κάνει τίποτα».
Γυρίζοντας στο σπίτι η Σταυρούλα από την εκκλησία πήγε στη στέρνα και άρχισε να φωνάζει και να βγάζει άναρθρες κραυγές. Ακούγοντας τις φωνές της, οι γείτονες έτρεξαν τρομοκρατημένοι στο σπίτι της να δουν τι συμβαίνει. Η Σταυρούλα έδειχνε την στέρνα και έλεγε «Μέσα είναι, αυτοκτόνησε, αυτοκτόνησε, δεν της έδινε τα λεφτά της…», κλαίγοντας και μοιρολογώντας για το κακό που την είχε βρει.
Τα στοιχεία που τους πρόδωσαν
Όταν έφτασε η Χωροφυλακή και έβγαλε από τη στέρνα την άτυχη γυναίκα, ο γιατρός που την εξέτασε διαπίστωσε ότι ήταν ακόμα ζωντανή όταν την έριξαν μέσα στο νερό.
Τα κροκοδείλια δάκρυα της Σταυρούλας δεν έπεισαν ούτε τους χωριανούς της ούτε τη Χωροφυλακή, κι επειδή όλοι ήξεραν τις σχέσεις που είχε με τη νύφη της και τον κακό χαρακτήρα της, μάνα και γιος θεωρήθηκαν από τη αρχή ύποπτοι και συνελήφθησαν.
Παρόλο που και οι δύο αρνούνταν κατηγορηματικά ότι είχαν σχέση με τον θάνατο της Μεταξίας και μιλούσαν για αυτοκτονία, το γράμμα που είχε γράψει ο Μήτρος ήταν ένα από τα στοιχεία που τους πρόδωσαν. Η Μεταξία δεν είχε πάει καθόλου στο σχολείο, ούτε είχε ιδέα από γραφή και ανάγνωση.
Επίσης, το σκοινί που είχε παραμείνει δεμένο γύρω από τη γυναίκα, καθώς και οι διάσπαρτες μελανιές που εμφάνιζε στο σώμα της, ήταν ενδείξεις ότι η «αυτοκτονία» της Μεταξίας ίσως να ήταν εγκληματική ενέργεια. Ο Μήτρος και η Σταυρούλα άρχισαν να πέφτουν και σε άλλες αντιφάσεις και με την πίεση της αστυνομίας «έσπασαν» και ομολόγησαν το έγκλημά τους. Πρώτα ο Μήτρος και μετά η μάνα του.
Η δίκη
Το πρωτοφανές έγκλημα για τα χρονικά της περιοχής αναστάτωσε τους κατοίκους της Αρκαδίας και όλης της Ελλάδας. Οι εφημερίδες της εποχής κάλυψαν λεπτομερώς το γεγονός και όλη τη διαδικασία της δίκης, με πρωτοσέλιδα και συνεχείς ανταποκρίσεις.
Στο κακουργιοδικείο Κυπαρισσίας που εκδικάστηκε η υπόθεση, πέντε μήνες μετά τη διάπραξη της ανθρωποκτονίας, ακούστηκαν τρομερά πράγματα από τους μάρτυρες που εξετάστηκαν, τους γείτονες της πεθεράς και την ιδιοκτήτρια του ζαχαροπλαστείου που εργαζόταν η Μεταξία.
Οι απολογίες των κατηγορουμένων -οι οποίες στα πρακτικά είναι καταγεγραμμένες σε άπταιστη καθαρεύουσα- είναι γεμάτες αντιφάσεις και διαφορετικές από όσα είχε πει ο καθένας στην ανάκριση. Μάνα και γιος προσπάθησαν να μπερδέψουν δικαστές και ενόρκους και αφηγούνται τα περιστατικά όπως τους συμφέρει, για να ελαφρύνει ο καθένας τη θέση του. Αλλάζουν εντελώς τις απολογίες που είχαν δώσει στη Χωροφυλακή και ισχυρίζονται ότι αναγκάστηκαν να τις υποστηρίξουν επειδή είχαν υποστεί ξυλοδαρμό και φοβήθηκαν για τη ζωή τους.
Εις θάνατον
Το δικαστήριο αποφάσισε ότι και οι δύο κατηγορούμενοι είναι ένοχοι για ανθρωποκτονία από πρόθεση που διαπράχθηκε κατά τρόπο απεχθή και τους επιβλήθηκε η ποινή του θανάτου, καθώς επίσης και διαρκής στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων τους. Η φόνισσα ακούγοντας την ποινή άρχισε να φωνάζει, να βρίζει και να καταριέται τη Μεταξία.
Και οι δύο οδηγήθηκαν στη φυλακή, ο Μήτρος στις φυλακές της Κέρκυρας και η Σταυρούλα στις φυλακές Αβέρωφ. Σύμφωνα με τα τότε ισχύοντα, οι καταδικασθέντες σε θάνατο είχαν το δικαίωμα να υποβάλλουν αίτηση χάριτος στο Συμβούλιο Χαρίτων, πράγμα που συνέστησε ο δικηγόρος τους. Η φόνισσα δεν ήθελε με κανέναν τρόπο να υποβάλλει την αίτηση, κι έτσι ο εισαγγελέας κατέθεσε το αίτημα να μετατραπεί η θανατική καταδίκη σε ισόβια, αυτεπαγγέλτως. Η αίτηση απορρίφτηκε παμψηφεί από το Συμβούλιο Επικρατείας, οπότε ο Εισαγγελέας Εφετών Αθηνών διέταξε την εκτέλεσή τους.
Στις 27 Αυγούστου του 1960, η Σταυρούλα Γκουβούστη εκτελέστηκε στον Υμηττό, μετανιωμένη για τη στυγερή δολοφονία της νύφης της, ενώ στις 2 Σεπτεμβρίου στην περιοχή Αλυκές της Κέρκυρας εκτελέστηκε και ο Μήτρος, σύζυγος της Μεταξίας. Σύμφωνα με το ρεπορτάζ της εφημερίδας «Ελευθερία», ο Μήτρος στην εξομολόγηση του πριν από την εκτέλεση του, είπε στο ιερέα ότι «ούτος δεν έπταιε δια τον στραγγαλισμόν της συζύγου του, αλλά ότι τον επήρε στον λαιμό της η μάνα του, της οποίας ήτο ερωμένος…».