Ιστορίες του Χαμπή της Ανδριανούς: Στο Λονδίνο, τα γλυκά της παραμονής
H απέναντι όχθη του Βασίλη Καπετάνιου
Ιούλιος του 1960 Σάββατο βράδυ αργά, γυρίζει ο Χαμπής στο πατρικό του σπίτι. Το απόγευμα για άλλη μια φορά είχε λογομαχήσει έντονα με τον πατέρα του. Ή μάλλον εξάντλησε την υπομονή του να ακούει τις φωνές του Λαμπρή, γιατί κόλλησε το τρακτέρ στις λάσπες. Πήρε την φορητή ξύλινη σκάλα την ακούμπησε στο πλάι του τοίχου, από την μεριά που ήταν το παράθυρο της αδελφή του και άρχισε να ανεβαίνει. Στο μισάνοιχτο παράθυρο της ψιθύρισε:
-Όπως είπαμε για αύριο, δεν πάμε χωράφι, είναι Κυριακή.
Ο σκληρός δουλευτής και αυταρχικός πατέρας ο Λαμπρής στην δουλειά δεν ξεχώριζε αγόρια και κορίτσια. Όλα τα παιδιά κάτω από τον καυτό ήλιο στην πατατοφυτεία. Αλλά με τον Χαμπή βρήκε τον αντάρτη που δεν περίμενε.
Ο δεκαεπτάχρονος επαναστάτης είχε αποφασίσει να εναντιωθεί στον πατέρα μέχρις εσχάτων. Για να του κόψει κάθε δυνατότητα πρόσβασης τράβηξε απάνω την ξύλινη σκάλα. Στην κάτω άκρη της ταράτσας που την έπιανε αργά ο ήλιος είχε φτιάξει την παράγκα του. Έπεσε να κοιμηθεί και πριν προλάβει να ρίξει μια ματιά στον έναστρο ουρανό, ο Μορφέας τον ταξίδευε σε άγνωστους τόπους, όνειρα γεμάτα χρώματα, υγρασία και μυρωδιές. Ξύπνησε απότομα όταν ένα φτυάρι έπεσε πάνω στην παράγκα του. Ακολούθησε μια σειρά εργαλείων που έπεφταν σαν βόμβες στο καταφύγιο του, ενώ συνοδεύονταν από τις φωνές του πατέρα του.
-Κατέβα κάτω ρε, που θα μου κάνεις εμένα τον επαναστάτη μέσα στο σπίτι μου. Κατέβα κάτω ρε, να πάμε για δουλειά.
Η επανάσταση πέτυχε, η δουλειά της Κυριακής σταμάτησε αλλά μεγάλωσε και η απόσταση ανάμεσα στον πατέρα και τον γιό. Κατέβηκε από την ταράτσα της ελευθερίας του όταν είδε το τρακτέρ του πατέρα του να γίνεται μια μικρή κουκίδα θυμωμένου καπνού μέσα στις πατατοφυτείες.
-Μάνα να σου πω κάτι, κουράστηκα.
-Καταλαβαίνω γιέ μου αλλά τι να κάνουμε, έτσι είναι ο πατέρας σου, ιδιότροπος.
-Δεν αντέχω άλλο, ή θα πάρω κανένα μαχαίρι και θα τον κατακόψω ή θα πάω να κρεμαστώ.
-Α, τι κακό με βρήκε ( φώναξε η Ανδριανή και ξέσπασε σε κλάματα).
-Μάνα έχω κάτι στο μυαλό μου.
-Πε μου γιέ μου, πε μου γιέ μου αλλά μη μου λες για σκοτωμούς.
-Πες του άλλου να μου πιερώσει * κανένα εισιτήριο να πάω στην Αγγλία.
Την άλλη μέρα τον φωνάζει ο Λαμπρής να μιλήσουνε. Από τον τόνο της φωνής του κατάλαβε ο Χαμπής ότι είχε λειτουργήσει η πυροσβεστική μεσολάβηση της μάνας του.
-Μα θες να πας στην Αγγλία; Τι θα κάνεις εκεί;
-Θα σου το γράψω όταν φτάσω !!!!
Τα μάτια του Λαμπρή άστραψαν. Του άρεσε που ο γιός του ήταν ετοιμόλογος αλλά όχι να στρέφεται εναντίον του, έδωσε τόπο στην οργή. Σε δυο μέρες του κανόνισε το εισιτήριο και ξεκινήσανε να πάνε στην Σκάλα*. Το ταξίδι θα γινόταν με τον πλοίο «Ενώτρια». Πήγαν στις λανζτιές* και έδωσαν τις δυο βαλίτσες του Χαμπή. Το πλοίο εκείνα τα χρόνια δεν μπορούσε να δέσει στο λιμάνι . Ετοιμάστηκε και ο ίδιος να επιβιβαστεί σε μια λαντζιά* που μετέφερε επιβάτες. Ένοιωσε το χέρι του πατέρα του να τον τραβά πίσω.
-Τελικά θες να φύγεις;
-Ε μια φορά τα λέμε αυτά. ( Ο Χαμπής πρόσεξε φευγαλέα τα βουρκωμένα μάτια του πατέρα του, δεν τον είχε δει ποτέ να βουρκώνει και δυσκολεύτηκε να ερμηνεύσει την εικόνα. )
-Είσαι σίγουρος ότι θέλεις να φύγεις. Αν το μετάνιωσες, να χάσω και τα εισιτήρια και ότι θέλεις να γίνεται.
-Άργησες να το καταλάβεις!!!
Η απάντηση στιλέτο του Χαμπή εξαγρίωσε τον Λαμπρή. Ο βραχύσωμος πατέρας του όταν θύμωνε νόμιζες ότι είχε να κάνεις με ένα θηρίο. Τα μάτια του σμίγανε τα χώριζε μια γραμμή καρφί, η μύτη έπαιρνε ένα κυρτό σχήμα και το σαγόνι του σκλήραινε σαν το αμόνι του σιδερά. Η μεταμόρφωση του γινόταν αστραπιαία και αιφνιδιαστικά σαν γύπας που ορμά στο θήραμα του.
-Όπου και να πας δέκα πέντε μέρες θα κάνεις και θα γυρίσεις πίσω. Και θα σου πω εγώ τι θα γίνει μετά.
-Γεια σου και όταν γυρίσω να με ειδοποιήσεις!!!
Ο Χαμπής μπήκε στην λαντζιά* Δεν γύρισε να τον κοιτάξει πίσω. Κοιτούσε την σημαία του πλοίου που τον περίμενε στο βάθος του λιμανιού. Έτσι όπως ήταν συναισθηματικά φορτισμένος του φάνηκε για μια στιγμή ότι στην σημαία έγραφε ελευθερία η θάνατος. Στην τσέπη του έσφιξε τις τριάντα οχτώ λίρες που του είχε δώσει ο πατέρας του. Έξι λίρες για να περάσει δυο εβδομάδες και υπόλοιπο τριάντα δυο ακριβώς όσα χρειάζονταν για το εισιτήριο της επιστροφής. Το ταξίδι, το πρώτο του ήταν μια εμπειρία έκπληξη για αυτόν. Το πλοίο έπιασε Βενετία, μετά με τρένο μέχρι το Καλαί της Γαλλίας και από εκεί με ένα πλοιάριο για το Ντόβερ της Αγγλίας. Μόνο το ταξίδι με το πλοιάριο δεν του άρεσε. Μετέφερε κατσέλες* Ούτε κάθισμα ούτε καμπίνα για τους ανθρώπους, του πήρε ώρα να ξεπεράσει την βρώμα από τις ακαθαρσίες όταν έφτασε στο Ντόβερ. Με το τρένο έφτασε στην γη της Επαγγελίας όπως νόμιζε το Λονδίνο. Στην Βικτώρια Στέισιον τον περίμενε ένας συγχωριανός του, φίλος του πατέρα του. Στο σπίτι της αδελφής του συγχωριανού η πρώτη του κατοικία. Αμέσως κατάλαβε ότι το όνειρο της ελευθερίας στην Αγγλία ήταν λίγο σκοτεινό. Του βρήκαν δουλειά στο γκαράζ για τα μαύρα ταξί του Λονδίνου. Τρεις και μισή λίρες ήταν ο μισθός του. Δυόμιση έδινε ενοίκιο για το σπίτι και μια λίρα το λεωφορείο για να πηγαίνει και να έρχεται από την δουλειά. Ευτυχώς είχε εκείνες τις έξι λίρες του πατέρα του. Το όνειρο της ελευθερίας θάμπωσε από την πρώτη μέρα. Για υπνοδωμάτιο θα είχε την κουζίνα. Όχι ακριβώς την κουζίνα αλλά το τραπέζι της κουζίνας. Μόλις τέλειωναν το φαγητό τους το τραπέζι γινόταν κρεβάτι και υπνοδωμάτιο.
-Χαμπή που έπεσες; (Μονολόγησε το πρώτο βράδυ) Στο πλοιάριο με τις κατσέλες* από το Καλαί ήταν καλύτερα.
Κοιμόταν ένα ξερό ύπνο, τα όνειρα του κουρασμένα και θαμπά. Όνειρα χωρίς μυρωδιές και χρώματα. Στο τέλος της πρώτης εβδομάδας άρχισε να νοσταλγεί την παράγκα του πάνω στην ταράτσα του πατρικού του σπιτιού. Μέσα σε εκείνη την παράγκα της ελευθερίας δεν κοιμόταν αλλά ταξίδευε. Όταν ξυπνούσε έκλεινε ξανά τα μάτια του και έβλεπε όσα κομμάτια από τα όνειρα μπορούσε να θυμηθεί. Σε εκείνη την πολιτεία τα όνειρα του έχασαν την λάμψη την υγρασία και τις μυρωδιές τους.
Την πρώτη μέρα της δεύτερης εβδομάδας δεν πήγε πίσω με το πρώτο λεωφορείο. Είχε μια παράξενη ηλιοφάνεια εκείνη την ώρα το Λονδίνο και πήγε στο πάρκο που ήταν έξω από το γκαράζ. Έβγαλε τα παπούτσια του και περπάτησε πάνω στο υγρό γρασίδι. Θυμήθηκε την Κύπρο, την μάνα του, τις αδελφές του, τους φίλους του. Κάθισε σε ένα παγκάκι. Ξυπόλητος μέσα στην Λονδρέζικη υγρασία έκλεισε τα μάτια του και έστρεψε το πρόσωπο του στον ήλιο. Η φαντασία του απόκτησε ξανά φως και χρώμα. Ονειρευόταν ξύπνιος. Μέσα του ήξερε καλά ότι αλλιώς τα περίμενε αλλιώς τα βρήκε. Σκέφτηκε να γυρίσει πίσω. Ασυναίσθητα έβαλε το χέρι του στην μέσα τσέπη του παντελονιού, έπιασε τις τριάντα δύο λίρες, το εισιτήριο της επιστροφής. Άνοιξε απότομα τα μάτια του. Τώρα μπροστά στα ανοικτά μάτια του φάνταζε η εικόνα του πατέρα του , ανήμερο θεριό έτοιμο να τον κατασπαράξει και να του λέει:
-Όπου και να πας δέκα πέντε μέρες θα κάνεις και θα γυρίσεις πίσω. Και σου πω εγώ τι θα γίνει μετά.
Έβαλε τα παπούτσια του και γύρισε στο σπίτι, τον περίμενε το τραπέζι κρεβάτι. Η σπιτονοικοκυρά πρόσεξε την κακοκεφιά του.
-Χαμπή συμβαίνει τίποτα;
-Τίποτα θεία σιγά – σιγά μαθαίνω!!!
Το ίδιο έγινε και τις επόμενες τέσσερις μέρες. Ίσως και να γύριζε πίσω αλλά η εικόνα και τα λόγια του πατέρα του τον εμπόδιζαν. Τις τριάντα δύο λίρες δεν της πείραξε. Ήταν πάλι εκεί, Παρασκευή απόγευμα στο πάρκο.
-Χαμπή πρέπει να τελειώνεις με αυτές τις φαντασίες, πρέπει να το παλέψεις.
Είπε μέσα του. Έσφιξε στο χέρι του πάλι τα λεφτά για το εισιτήριο της επιστροφής. Έβγαλε πέντε λίρες και πήγε στο περίπτερο στην άκρη του πάρκου. Αγόρασε σοκολάτες, κούτες τσιγάρα ρόθμανς, και αναψυκτικά. Πέντε λίρες ακριβώς, τεράστιο ποσό και μάλιστα για ένα νεαρό, προκαλούσε υποψίες.
-Δικά μου είναι τα λεφτά ότι θέλω τα κάνω ( είπε στον περιπτερά, τον κοίταζε περίεργα αλλά τα μουτζουρωμένα χέρια του νεαρού φανέρωναν ότι είχε εργασία, εξ άλλου το γκαράζ ήταν απέναντι).
-Χαμπή γιορτάζουμε τίποτα; ( Τον ρώτησε έκπληκτη η σπιτονοικοκυρά).
-Με είκοσι εφτά λίρες δεν μπορώ να γυρίσω θα μείνω και θα το παλέψω.
Δεν κατάλαβε τι της είπε, πήρε μια σοκολάτα, ένα πακέτο τσιγάρα και βυθίστηκε στην πολυθρόνα της.
Την άλλη μέρα το απόγευμα ήταν ηλιόλουστο. Μετά την δουλειά ο Χαμπής ξανά στο παγκάκι ξυπόλητος να ονειρεύεται χωρίς να κοιμάται. Όταν άνοιξε τα μάτια του δεν είδε την εικόνα του πατέρα. Ένα μικρό σπουργίτι τσιμπολογούσε ψίχουλα από το μισοφαγωμένο κουλούρι του.
( μπορεί και να συνεχίζεται)
*πιερώσει = πληρώσει
Σκάλα= το λιμάνι της Λάρνακας
λαντζιά= το μικρό πλοίο που μετέφερε επιβάτες, αποσκευές, εμπορεύματα από το πλοίο προς το λιμάνι και αντίστροφα όταν το πλοίο δεν μπορούσε να δέσει.
Κατσέλα= αγελάδα
**Η ιστορία έχει κάποια φανταστικά στοιχεία αλλά στηρίχθηκε σε πραγματικά γεγονότα από την ζωή του Χαμπή της Ανδριανούς, πράγματι ξόδεψε πέντε λίρες στο λονδρέζικο περίπτερο για να μην έχει την δυνατότητα επιστροφής….