Την φτώχεια και τον φασισμό μόνο με τα γράμματα τον νικάς
H απέναντι όχθη του Βασίλη Καπετάνιου
Ο μπάρμπα Βασίλης ο Καρατασούλης με ρολόι το φεγγάρι στην τελευταία ουράνια βόλτα του ξεκίνησε από την Κρύα Βρύση με τα δυο μουλάρια του φορτωμένα κάρβουνα για το Άργος. Μετά από πολύωρη πεζοπορία έφτασε στην πόλη. Λίγο πριν ξημερώσει έφτασε κοντά στην οδό Γούναρη και παρέδωσε το εμπόρευμα του στον πελάτη του.
Κατεβαίνοντας προς το παζάρι άρχισε να φωτίζει η ημέρα και η πρωινή υγρασία έφερνε την μυρωδιά του χώματος από το παζάρι. Τότε, Σεπτέμβρης του 1950 δεν ήταν πλακοστρωμένο το παζάρι. Αντί να πάει όπως συνήθως στο χάνι της οδού Τσώκρη να αφήσει τα ζώα του, καβάλα στο ένα έφτασε έξω από το βιβλιοπωλείο του Γιώργη. Έδεσε τα μουλάρια του σε μια κολόνα της ΔΕΗ και μπήκε μέσα, πρώτος πελάτης του μαγαζιού μόλις είχε ανοίξει.
-Καλώς τον κυρ Βασίλη.
-Γειά σου Γιώργη, ( από την μέσα τσέπη του σακακιού τράβηξε ένα πάκο με χαρτιά, τραβάει και το δίνει στον βιβλιοπώλη) , αυτά θέλουν τα παιδιά για το σχολείο.
-Την άλλη εβδομάδα ανοίγουν τα σχολεία.
-Δεν ξέρω αν θα κατέβω την άλλη εβδομάδα στο παζάρι. Άσε που έχουμε και προβλήματα, δεν θα ανοίξει το σχολείο φέτος.
-Ε, τότε τι τα θέλεις τα πράγματα;
Ο βιβλιοπώλης τον κοίταξε με μια δύσθυμη απορία στα μάτια, πρώτος πελάτης την ημέρα του παζαριού και να μην κάνει σεφτέ, μεγάλη γρουσουζιά.
-Τι κάθομαι και του λέω πρωί – πρωί; (Είπε μέσα του ο μαγαζάτορας.)
-Την φτώχεια και τον φασισμό μόνο με τα γράμματα μπορείς να τον πολεμήσεις.
-Βασίλη πρόσεξε τι λες, οι χαφιέδες είναι περισσότεροι από τους τοίχους.
Ένας χρόνος μετά την λήξη του εμφυλίου, ήταν ακόμα νωπό το αίμα και άγρια τα πράγματα, μια κουβέντα και σε έβαζαν στην μπούκα του κανονιού.
-Και οι ρουφιάνοι αν ήξεραν γράμματα δεν θα γίνονταν ρουφιάνοι!
Με ένα χαμόγελο θαυμασμού για τον φτωχό αλλά σοφό χωρικό , ο οποίος θα φόραγε για ακόμα μια χρονιά τα μπαλωμένα του ρούχα για να πάνε τα παιδιά του σχολείο πήγε να ετοιμάσει τα σχολικά για την πρώτη τάξη που θα πήγαινε η μικρή Μαρία και την πέμπτη που θα πήγαινε ο Θάνος. Γύρισε με δυο τσάντες γεμάτες, τα βιβλία, τα αγόραζαν εκείνη την εποχή, τετράδια, μελάνι, πένες, πλάκα με σπόγγο και κοντύλι κιμωλίες. Ο Βασίλης άφησε τα άλογα και τα πρώτα ψώνια στο χάνι και μπήκε στο παζάρι. Πήγε στην μεριά που σύχναζε η κουμπάρα του η Γιώργαινα η Κορδόναινα όπως ήταν το παρατσούκλι της.
-Κουμπάρα έχω πρόβλημα, το σχολείο δεν θα ανοίξει φέτος, λέω να στείλω τα παιδιά στην Φρέγκαινα, σε σένα.
-Να τα στείλεις κουμπάρε ( του είπε χωρίς δεύτερη σκέψη). Τα παιδιά σου θα είναι και παιδιά μου, αλλά πώς θα έρχονται;
-Βουνό το βουνό Γιώργαινα.
Μια εβδομάδα μετά, τελευταίες ώρες της νύχτας ξημέρωνε Δευτέρα, η Ματίνα, η γυναίκα του Βασίλη ετοίμαζε τα χρειαζούμενα για τους «μετανάστες», σε ένα ταγάρι ένα καρβέλι ψωμί και σε ένα άλλο μια αλλαξιά ρούχα και τα σχολικά τους. Με αθόρυβες κινήσεις πήγε στο δωμάτιο που κοιμόνταν στρωματσάδα τα παιδιά της και ξύπνησε με απαλές κινήσεις την Μαρία και τον Θάνο. Ο άντρας της έλειπε στο καμίνι είχε έρθει, νέα παραγγελία για κάρβουνα. Τα μάτια υγρά αλλά αποφασισμένα, είχε δίκιο ο άντρας της έπρεπε να μάθουν γράμματα τα παιδιά. Μέσα της ήξερε ότι κατά βάθος ήταν πολύ ευαίσθητος, δεν άντεχε να τα δει να φεύγουν. Έφυγε αυτός από την προηγούμενη να ξενυχτίσει στο καμίνι. Από εκεί θα τα έβλεπε να κόβουν κάτω προς την ρεματιά, μετά να ανεβαίνουν το Μαυροβούνι και από εκεί να «πέσουν» στον προφήτη Ηλία για την Φρέγκαινα.
-Με τα δυο καρβέλια πρέπει να περάσετε την εβδομάδα σας. Θανούλη να προσέχεις το κορίτσι μας. Πάρτε και αυτό το ταγαράκι με τα ξεροκόμματα.
-Τι να τα κάνουμε αυτά μαμά; (Ρώτησε με έντονο τόνο φωνής η μικρή Μαρία.) Δεν τρώγονται ούτε μουσκεμένα, καλύτερα να πεινάσω.
-Όλα τα ξέρεις εσύ ακόμα δεν πήγες σχολείο και θέλεις να μου κάνεις και τον δάσκαλο. Άμα πεταχτεί στο δρόμο σας κανένα σκυλί αγριεμένο να του πετάξετε το ξεροκόμματο.
Τα δύο αδέλφια παίρνοντας τον δρόμο για την ρεματιά συνάντησαν και τα δυο ξαδέλφια τους τα Νικολοπουλάκια, τέσσερα παιδιά μέσα στην νύχτα έπρεπε να περπατήσουν μέσα στα βουνά για να φτάσουν στις 8:30 στο δημοτικό σχολείο της Φρέγκαινας. Ο Θάνος έριξε μια ματιά προς το καμίνι του πατέρα του, ο λίγος καπνός που έβγαινε του φάνηκε σαν ένας χαιρετισμός και καλό σημάδι. Φτάνοντας στην περιοχή Χελώνα , στα αμπέλια τους άκουσαν τις χαρούμενες φωνές του ξάδελφου τους .
-Παιδιά ένα μεγάλο τσαμπί.
Είχαν τρυγήσει οι χωρικοί αλλά ένα τσαμπί είχε ξεφύγει από τον τρύγο και ολόφρεσκο περίμενε τους πεζοπόρους μαθητές. Ο Κώστας είχε ήδη μπει στο αμπέλι και επέστρεφε θριαμβευτής με το τσαμπί του. Πάνω σε ένα ταγάρι «άδειασαν» όλες τις ρόγες, τις μοίρασαν στα τέσσερα και ξεκίνησαν την πορεία τους για το σχολείο τους. Έφτασαν εγκαίρως. Μάθημα έκαναν πρωί και απόγευμα μέχρι την Παρασκευή και το Σάββατο μέχρι το μεσημέρι. Για την μικρή Μαρία ανοίχτηκε ένας καινούργιος κόσμος. Είχε ένα φόβο για τους δασκάλους με αυτά που είχε ακούσει από άλλα παιδιά. Ήταν όμως πολύ τυχερή πρώτη δασκάλα της η κυρία Έλλη Παρασκευοπούλου – Ράπτη, την βοήθησε να ξεπεράσει τους φόβους της και να μπει στα μονοπάτια της μάθησης με κέφι και χαρά. Όλα πήγαιναν καλά μέχρι το Σάββατο το πρωί. Άνοιξαν οι ουρανοί και έτρεχαν ποτάμια. Πως θα γύριζαν στο χωριό τους; Τελευταίο μάθημα , θρησκευτικά και το ευαγγέλιο της Κυριακής.
-Θεούλη μου , κάνε το θάμα σου να σταματήσει η βροχή. ( Έλεγε μέσα της η μικρή Μαρία , σε λίγο η σκέψη τη έγινε πιο επιτακτική προς τον Θεό) Σταμάτα την βροχή σε παρακαλώ! Πρέπει να πάω στην μανούλα μου. (Τελικά ο Θεός φαίνεται ότι έχει συγκεκριμένη συχνότητα για να δέχεται αιτήματα και των παιδιών είναι η πιο κατάλληλη. Ξαφνικά σταμάτησε η βροχή και ένας λαμπερός ήλιος εμφανίστηκε. Ένα ζωηρό χαμόγελο φώτισε χαρά το πρόσωπο της μικρής Μαρίας καθώς καλωσόριζε τον ήλιο από το τζάμι του παραθυριού.)
-Μαρία προσέχεις τι λέω; (Ρώτησε η κυρία Έλλη.)
-Μάλιστα κυρία, αλλά να ο ήλιος …. Θα γυρίσουμε.
Η δασκάλα δεν είπε τίποτα, ήξερε τον πεζοπόρο αγώνα αυτών των παιδιών από την Κρύα Βρύση στην Φρέγκαινα για να μάθουν γράμματα.
-Μαρία όταν θέλουμε κάτι με ανοικτή καρδιά τότε είναι μαζί μας όλη η φύση. Είστε ελεύθεροι να φύγετε.
Στο γυρισμό τα τέσσερα παιδιά κατέβαιναν ανάποδα το Μαυροβούνι για την ρεματιά που θα τους έβγαζε στο χωριό. Αλλά ξαφνικά σταμάτησαν, από την ρεματιά ακούγονταν θόρυβοι, βρυχηθμοί άγριες κραυγές. Ότι ιστορία είχαν ακούσει για δράκους, νεράιδες και τέρατα περνούσε σε συνεχόμενες εικόνες στο μυαλό τους. Προχωρούσαν αργά και διστακτικά , ασυναίσθητα έπιασαν το ένα το χέρι του άλλου. Η μικρή Μαρία κοίταξε το ταγάρι με τα ξεροκόμματα, αν εμφανιζόταν κανένα τέρας ή καμιά νεράιδα θα του πέταγε ένα κομμάτι για να μην φάει την ίδια. Τελικά είχε δίκιο η μανούλα της ήταν χρήσιμα τούτα τα ξεροκόμματα. Ξέσπασαν σε δυνατές κραυγές χαράς όταν άκουσαν την δυνατή φωνή του μπάρμπα Γιώργη, του πατέρα των ξαδελφών τους.
-Ε παιδιά , ε παιδιά, με ακούτε;
-Ναι , ναι. (Φώναξαν όλα με μια φωνή).
-Ελάτε στο κάτω μέρος της ρεματιάς να σας περάσω, με την βροχή γέμισε το ποτάμι.
Μετά από λίγα μέτρα τα παιδιά είδαν το φουσκωμένο από τα πρωτοβρόχια ρέμα να κατεβαίνει από τα βουνά βρυχώντας θρύλους και παραμύθια. Ο μπάρμπα Γιώργης μπήκε μέσα στο ρέμα και τραβώντας ένα -ένα τα παιδιά τα πέρασε με λίγο βρέξιμο στα χώματα της Κρύας Βρύσης.
Μια υγρασία σαν δάκρυα είχε απλωθεί κάτω από τα μάτια της γιαγιάς Μαρίας, οι βολβοί των ματιών μέσα από τα βλέφαρα τρεμόπαιζαν, ο Μορφέας την είχε οδηγήσει στα μονοπάτια του ονείρου. Την είχε πάρει ο ύπνος πάνω στην πολυθρόνα της ανάγνωσης, ένα βιβλίο ανοιχτό στο στήθος της. Την ξύπνησαν απότομα τα εγγόνια της.
-Γιαγιά θέλω ένα γλυκάδι! (Είπε ο μικρός Χαράλαμπος).
-Είμαι και εγώ εδώ! (Συμπλήρωσε η συνονόματη εγγονή).
-Γιαγιά κλαίς ή διαβάζεις; ( Ρώτησε ο εγγονός της).
-Όχι ( είπε η γιαγιά και σκούπισε τα μάτια της),το αναγνωστικό που είχε η εφημερίδα σήμερα προσφορά ήταν το πρώτο με το οποίο μάθαμε γράμματα. Με πήρε για λίγο ο ύπνος και πήγα 65 χρόνια πίσω. (Πήγε στο ψυγείο της να πάρει τα γλυκάδια των εγγονιών της και συνέχισε να μιλά.) Εμείς κυριολεκτικά ματώσαμε για να μάθουμε πέντε γράμματα, το ίδιο και οι δάσκαλοι μας. Θα σας πως μια ιστορία. Μια φορά και ένα καιρό το 1950 δεν είχαμε σχολείο αλλά ο πατέρας μου ο Βασίλης ήθελε να μορφωθούμε. Την φτώχεια και τον φασισμό μόνο με τα γράμματα τον πολεμάς έλεγε.
-Να έρθω να ακούσω και εγώ ( φώναξε από μέσα ο παππούς). Εγώ μέχρι την Τετάρτη τάξη πρόλαβα να πάω!!
-Άντε καημένε!!! Έλα.
*Στην σημερινή ιστορία βοήθησε η προσφορά του «Βήματος» με τα αναγνωστικά, η γιαγιά Μαρία με αφορμή το πρώτο αναγνωστικό της θυμήθηκε πως ξεκίνησε τα σχολικά της χρόνια. Όσο για τον παππού μου το Βασίλη πάντα πίστευε ότι μέσα στα βιβλία θα βρεις την δύναμη να πολεμήσεις την φτώχεια του πνεύματος και το φασισμό των απολίτιστων, το οποίο πολλές φορές κρύβουμε μέσα μας. Μέχρι την δεκαετία του ενενήντα δεν μπορούσε να «χωνέψει» την εικόνα, Έλληνες συνεργάτες των Γερμανών από κοντινό χωριό να σπάνε τα βαρέλια με το κρασί στο κατώι του σπιτιού του.
-Μα τόσο φτωχό μυαλό είχαν παιδάκι μου, αντί να κάτσουμε να το πιούμε μαζί αδελφωμένοι, πότιζαν το χώμα μίσος αδελφοκτόνο. Χύθηκε το κρασί δεν πειράζει αλλά με πονάει ακόμα γιατί χύθηκε πολύ αίμα αδελφικό ….. να μην δουν τέτοια τα μάτια σας.