Ο μονόλογος μιας καταβρεχτήρας
Κάποτε με φώναζαν καταβρεχτήρα. Ήμουν ντυμένη στα κόκκινα και όλοι με θαύμαζαν.
Όποτε έβγαινα στο σεργιάνι, οι πάντες παραμέριζαν. Φοβόντουσαν λέει μη τους κάνω μούσκεμα. Σιγά, δεν ήταν αυτός ο σκοπός μου. Εγώ είχα φτιαχτεί για να τους υπηρετώ, να τους δροσίζω, να τους καθαρίζω τις σκόνες από τους δρόμους, κατάβρεχα το γήπεδο για να παίζουν ποδόσφαιρο οι ομάδες με πρώτο και καλύτερο τον Παναργειακό.
Κατάβρεχα την τότε χωμάτινη λαϊκή αγορά του Άργους, για το μεγάλο παζάρι της Τετάρτης και του Σαββάτου. με άλλα λόγια ήμουν πολυάσχολη. Άλλοτε γινόμουν υδροφόρα για τις ανάγκες των κατοίκων της πόλης του Άργους και όχι μόνο και άλλοτε γινόμουν πυροσβεστικό όχημα για να προστατέψω από τους ασυνειδήτους (υπήρχαν και τότε) τις γύρω πράσινες περιοχές αλλά και τις περιουσίες των κατοίκων της πόλης από τις καταστροφικές φωτιές.
Τι νομίζετε, έκανα τόσες δουλειές. Θυμάμαι τους δυο οδηγούς μου, τον κ. Τρίψα και τον κ. Σαραντίνο με το μουστάκι. καλοσυνάτοι άνθρωποι, με φρόντιζαν κάθε μέρα γιατί στην πλάτη μου κουβαλούσα 4 τόνους νερό και έπρεπε τα πόδια μου να είναι δυνατά και ξεκούραστα.
Θυμάμαι τα πιτσιρίκια και μερικούς πονηρούς μεγάλους που φώναζαν όταν πέρναγα στους δρόμους το σύνθημα. «Δε μπορείς – δε μπορείς» και εγώ χαμογελούσα, όμως κάποιες φορές τσαντιζόμουν και έλεγα στους οδηγούς μου. «Τι περιμένετε κάντε τους μούσκεμα», κι αυτοί άνοιγαν τις βάνες στις σωλήνες νερού που έκρυβα κάτω από τα μπροστινά μου φώτα και τους κατέβρεχαν.
Χα, χα, έπαιρνα την εκδίκηση μου. Τι νομίζετε, ήμουν δυνατή και μπορούσα.
Όμως τα χρόνια πέρασαν, ποιος με θυμάται; Τα πιτσιρίκια μεγάλωσαν και οι μεγάλοι γέρασαν. Γέρασα κι εγώ μαζί τους, αρχίζω και ξεχνάω, νομίζω ότι πρέπει να είμαι 60 ετών και βαλε. Αυτοί που με θυμούνται, θα είναι κι αυτοί τώρα μεγάλης ηλικίας. καλή τους ώρα όπου κι αν βρίσκονται.
Την μητέρα μου την έλεγαν Αγγλία και τον πάτερα μου Τζέμις (ο κινητήρας). Ήμουν μοναχοκόρη στο Άργος και μάλιστα δεξιοτίμονη.
Μετά από τόσα χρόνια μου λείπει το χάδι των παιδιών, ο θαυμασμός των ανθρώπων, το χαμόγελό τους, τα πειράγματά τους, η φροντίδα τους, με άλλα λόγια οι απλές ανθρώπινες στιγμές. Τι να κάνουμε έτσι είναι η ζωή. Δυστυχώς τα άλογα τα σκοτώνουν όταν γεράσουν. Συλλογίζομαι καμιά φορά μες την μοναξιά μου, άραγε δεν υπάρχει και για μένα ένας χώρος φιλοξενίας πιο φιλικός από εδώ που βρίσκομαι εγκαταλειμμένη για να ξεκουράζομαι; Να βλέπω και να θαυμάζω τους αγαπημένους μου αργείτες στις καθημερινές τους ασχολίες και να χαίρομαι;
Να φορέσω κι εγώ τα καλά μου ρούχα, να ξαναγράψω το αγαπημένο μου κόκκινο φουστάνι, να βάλω χρώμα στα μάτια μου( φωτό ), καινούρια παπούτσια και ένα σωρό στολίδια που μου λείπουν για να λάμπω από ομορφιά, ελπίζοντας ότι θα μου τα φέρουν για δώρο οι αγαπημένοι μου κάτοικοι του Άργους.
Λίγη κόκκινη μπογιά, ένα καθάρισμα για να φύγει η σκουριά από πάνω μου που με τρώει, τα μικρά μου φώτα να ξανανάψουν, οι καθρέπτες μου που με στόλιζαν, ένα σκαλοπάτι κι ένα κάθισμα καινούργιο για τον οδηγό μου.
Ξέρω ότι δεν θα ξαναγίνω νέα, όμως όταν δω τους τόσους φίλους που έχω να νοιάζονται για μένα, θα νιώθω την αναγνώριση της προσφοράς μου για τα τόσα χρόνια που πιστά υπηρέτησα την αγαπημένη μου πόλη.
Γιατί να ζω στην εγκατάλειψη, απομονωμένη στο κάτω μέρος της λαχαναγοράς του Άργους, πίσω από τον κρύο μαντρότοιχο, με συντρόφια τα αγριόχορτα; Θα μπορούσα κι εγώ να βρίσκομαι σε μια μικρή γωνιά στο κέντρο της αγαπημένης μου πόλης, να στέκομαι και να θυμίζω στους παλιούς όμορφες ιστορίες και να διδάσκω στους νέους ότι το παρελθόν είναι δάσκαλος του παρόντος και οδηγός του μέλλοντος.
Εδώ που στέκομαι τώρα ξεχασμένη μες την πικρή μοναξιά συλλογιέμαι ότι κάποτε ήμουν η αγαπημένη καταβρεχτήρα, τώρα είμαι ένα σάπιο κομμάτι της ιστορίας του Άργους που όλοι θέλουν να ξεφορτωθούν.
Για όσο καιρό θα βρίσκομαι ακόμη εδώ, πριν με πετάξουν στα παλιοσίδερα, θέλω να ευχαριστήσω όλους όσους περνούν από τον δρόμο έξω από τον κρύο μαντρότοιχο, με βλέπουν, με θυμούνται και με χαιρετούν, ας είναι καλά, όσο ζω θα τους θυμάμαι.-
Υ.Γ. Ξέχασα να σας πω ( τα χρόνια βλέπετε ) πως έχω ακουστά για κάποιους φίλους του παλιού καλού αυτοκινήτου. Όσοι μ αγαπάτε, πείτε τους αν θέλουν και μπορούν, ας ρίξουν μια ματιά στις πληγές μου. Δεν ζητάω πολλά, λίγη συμπόνια μόνο. Μη με ξεχάσετε σας παρακαλώ.-
Αλκιβιάδης