Ο βομβαρδισμός του Άργους από τους συμμάχους μας το 1943
Με τα μάτια ενός αυτόπτη
του Δημήτρη (Μίμη) Χαρτσιά
Σαν ελάχιστο φόρο τιμής, καταθέτω αυτές τις λίγες γραμμές, αφιέρωμα στα αδικοχαμένα γυμνασιόπαιδα του Γυμνασίου Άργους, που γυρεύοντας τη γνώση, στοιβαγμένα στις αποθήκες της οδού Περούκα, βρήκαν τραγικό θάνατο τη φθινοπωρινή εκείνη ημέρα της 14ης Οκτωβρίου του κατοχικού έτους 1943.
Την ημέρα εκείνη, το Άργος, έκλαψε και πάλι πικρά για τον άδικο χαμό τόσων αθώων συμπολιτών του, οδυνηρή αλλά και μάταιη προσφορά στη “συμμαχική” υπόθεση.
Τότε (μιλάμε για τον τρίτο χρόνο κατοχής της χώρας μας), καθώς η Γερμανική πολεμική ισχύς, έφθινε συνεχώς, η πίεση των συμμάχων σε όλα τα μέτωπα μεγάλωνε μέρα με τη μέρα όλο και περισσότερο.
Στην τακτική αυτή, πρωτεύοντα ρόλο έπαιζαν οι βομβαρδισμοί των διάφορων στόχων(στα μετόπισθεν), ζωτικής σημασίας για την έκβαση του πολέμου, υπέρ των συμμάχων.
Στους βομβαρδισμούς αυτούς, μερίδιο είχε και η Ελλάδα, ιδία, την εποχή εκείνη όπου συμμαχικά βομβαρδιστικά αεροπλάνα τις περισσότερες φορές τετρακινητήρια, πετούσαν πάνω από τον ελλαδικό χώρο βομβαρδίζοντας στρατηγικούς, κατά την απόλυτη κρίση τους, στόχους.
Επειδή πρώτος στρατηγικός στόχος, στην πορεία τους προς τα ενδότερα του ελλαδικού χώρου, ήταν το αεροδρόμιο του Κουτσοποδίου(Ξεριάς), η διέλευση τους πάνω από το Άργος και ελάχιστες μοίρες αριστερότερα φάνταζε υποχρεωτική, για να συνεχίσουν μετά την πορεία τους για Ελευσίνα, Τατόι, Πειραιά ή όπου αλλού υπήρχε σχεδιασμός, έστω και παραπλανητικός.
Έτσι φτάνουμε στην αποφράδα ημέρα της 18ης Οκτωβρίου.
Το πρωινό εκείνο, γύρω στις εννέα, από την οδό Ναυπλίου και με κατεύθυνση το κέντρο της πόλης, πέρασε μια γερμανική μονάδα αποτελούμενη από ευέλικτα αντιαεροπορικά ταχυβόλα. Γεγονός από μόνο του χωρίς σημασία, που οπωσδήποτε όμως ήταν σημάδι μιας καλλίτερα οργανωμένης “υποδοχής” του έτσι κι’ αλλιώς αναμενόμενου εχθρού. Τα γεγονότα που ακολούθησαν, επιβεβαιώνουν την προσπάθεια των Γερμανών για μια καλλίτερη από εδάφους άμυνα.
Γύρω στις 10 με 10και μισή, ακούστηκε ο βόμβος των συμμαχικών αεροπλάνων, που πλησίαζαν τον ουράνιο θόλο του Άργους. Οι Γερμανοί από κάτω έγκαιρα πληροφορημένοι και καλά οργανωμένοι, τα υποδέχονται με πυκνά αντιαεροπορικά πυρά που ασφαλώς αιφνιδίασαν τους πιλότους των συμμαχικών αεροσκαφών.
Μπροστά σ’ αυτό το αδιαπέραστο τείχος, που σχημάτιζαν τα αντιαεροπορικά βήματα, ο επικεφαλής της αποστολής χωρίς δεύτερη σκέψη, χωρίς ίχνος δισταγμού διατάσει τη ταυτόχρονη ρίψη βομβών εδάφους. Η αλήθεια είναι ότι δεν ήταν βόμβες καταστροφής, δεν γκρέμισαν, δεν κατέστρεψαν, δεν έκαψαν.
Όμως ήταν πολλές, ίσως πάνω από εκατό, και καθώς εκρήγνυντο με την πρώτη επαφή τους με το έδαφος, έδρασαν επιφανειακά θερίζοντας, μαζί με τους ελάχιστους Γερμανούς και τον κοσμάκι που σύσσωμος είχε βγει στους δρόμους και τις πλατείες για να χαρεί το θέαμα των συμμαχικών μεγαθήριων που γι’ αυτούς συμβόλιζαν τη λευτεριά που πλησίαζε γοργά.
Για μια στιγμή , η απόλυτη σιωπή, τα έκπληκτα μάτια, ο φόβος και μετά οι κραυγές αλλοφροσύνης, οι μανάδες που έντρομες αναζητούν τα παιδιά τους , οι τραυματίες στους δρόμους, οι νεκροί , η πανικόβλητη ομαδική έξοδος από την πόλη, η εναγώνια αναζήτηση των συγγενών, ο πανικός.
Χάος.
Νεκροί, ο νεαρός γιατρός Παύλος Βαρβάτης, στην αυλή του σπιτιού του χτυπημένος από τη βόμβα, καθώς έτρεχε να προφυλάξει τον ημίπληκτο πατέρα του.
Νεκρός έξω από το φαρμακείο του, ο φαρμακοποιός Σπύρος Μαραγκός. Νεκρός ο έμπορος Καλατζής μπροστά στο κατάστημα του στην οδό Ερμού και τραυματίες πολλοί, χτυπημένοι από τα δολοφονικά βλήματα.
Ο Κόσμος, καθοδηγούμενος από το αγελαίο αίσθημα αυτοσυντήρησης άρχισε να εγκαταλείπει ομαδικά την πόλη. Γέμισαν τα γύρω χωριά από τους Αργείους. Αυτοί θα γυρίσουν στη Πόλη τους μετά πάροδο αρκετών ημερών, ενώ στην έρημη Πόλη, έμειναν μόνο οι οικογένειες με νεκρούς και τραυματίες, που είχαν ανάγκη περίθαλψης. Όμως την ημέρα εκείνη το μεγάλο δράμα παίχτηκε στις αποθήκες της οδού Περούκα οπού στεγαζόταν προσωρινά το Γυμνάσιο Άργους.
Τότε, κατά τραγική και μοιραία σύμπτωση έδιναν εξετάσεις , επανεξεταστέοι μαθητές του Γυμνασίου Άργους. Φυσικό ήταν να αφήσουν τα γραπτά τους και να πεταχτούν στο δρόμο για να χαρούν κι’ αυτό το γεγονός εκείνο που τελικά έμελε να τους κόψει το νήμα της ζωής τους.
Εκεί κοντά τους έπεσε η μοιραία βόμβα, τραυματίζοντας θανάσιμα τρία παιδιά, τρία δεκαπεντάρικα στο άνθος της ηλικίας τους. Εκεί δίπλα στα μαθητικά τους θρανία, απόθεσαν τα όνειρα τους και πέταξαν στους ουρανούς.
Η Πόπη, η Γυφτοπούλου το στερνοπαίδι και καμάρι της Οικογένειας του ωρολογοποιού Γυφτόπουλου. Ο Νίκος, ο Τόλιας, παπαδοπαίδι από το Τολό, ανιψιός του μπαρμπάγιάννη , του Κωτσόπουλου, το γειτονόπουλο μου και φίλος μου ο Τάκης, ο Κράντος, γιός του απλού και άδολου Άργειου του κυρ Κώστα του Κράντου που τόσο το καμάρωνε ότι ο γιός του ήταν γυμνασιόπαιδο. Αυτό με λίγα λόγια είναι το ιστορικό της ημέρας εκείνης. Αλλά όσο βάρβαρος και χωρίς ουσιαστικό αποτέλεσμα υπήρξε από πλευράς “συμμάχων” ο βομβαρδισμός του Άργους, άλλο τόσο άσκοπη και περιττή, η απόφαση μερικών καθηγητών να εφαρμόσουν το θεσμό της επανεξέτασης, σε μια εποχή που τα πάντα υπολειτουργούσαν.
Δυστυχώς, οι συνθήκες της εποχής εκείνης δεν άφηναν περιθώρια γνώσης.
Ύστερα λοιπόν από 70 χρόνια από τα γεγονότα εκείνα, ευχαριστώ το θεό που μου έδωσε δυνατότητα να καταθέσω το γραπτό αυτό, σαν ελάχιστη προσφορά στην απαραίτητη για τη ζωή ιστορική μνήμη.