Μια μολυβιά που σβήνει;
Η απέναντι όχθη του Βασίλη Καπετάνιου
-Τάσο η κατάσταση είναι σοβαρή, αλλά μπορούμε να το παλέψουμε. Πρέπει άμεσα να ξεκινήσεις χημειοθεραπείες.
Ο Τάσος ευχαρίστησε τον γιατρό, κατέβασε ήρεμα το ακουστικό και έκλεισε το τηλέφωνο. Κατά βάθος ήξερε ότι αυτό θα άκουγε από τον γιατρό του. Άνοιξε το μαύρο ημερολόγιο του 15 Ιανουαρίου, Τετάρτη, μέσα σε ένα κύκλο ήταν γραμμένο το όνομα Πέτρος. Σήμερα ήταν το σταθερό μηνιαίο ραντεβού με τον παιδικό του φίλο στο ουζερί του Νίκου. Ενημέρωσε τους υφιστάμενους του ότι πρέπει να φύγει νωρίτερα σήμερα. Ήταν η έκπληξη της ημέρας για όλους τους εργαζόμενους στην Δημόσια Υπηρεσία. Εδώ και 25 χρόνια ο Τάσος έμπαινε πρώτος και έφευγε τελευταίος. Περπάτησε στην πόλη. Πέρασε από την πλατεία του Αγίου Πέτρου προς την στην Λαϊκή Αγορά. Τετάρτη σήμερα είχε παζάρι, δεκαετίες είχε να περάσει από εκεί. Χώθηκε μέσα στους πάγκους, κοιτούσε από δω, κοιτούσε από κει σαν μικρό παιδί που μπήκε σε μαγαζί παιγνιδιών και δεν ήξερε τι να αγοράσει. Θυμήθηκε όταν παιδί πήγαινε με την μάνα του στην αγορά να ψωνίσει. Στο μυαλό του ξύπνησε η μνήμη από το βρεγμένο χώμα του παζαριού και αυτός να οδηγεί περήφανος ανάμεσα σε πάγκους το συρμάτινο καρότσι. Έκπληκτος ο Νίκος είδε για πρώτη φορά τον Τάσο να μπαίνει στο μαγαζί του τόσο νωρίς. Είχε ακούσει ότι είχε κάτι προβλήματα υγείας και δεν τον περίμενε.
-Καλώς τον Τάσο τον γίγαντα ( είπε ο Νίκος).
-Γεια σου Νίκο, γεια σου Γιώργη( είπε στον μοναδικό πελάτη εκείνη την στιγμή στο καφενείο).
Ο Γιώργης δεν του απάντησε, δήθεν αφοσιωμένος στην ανάγνωση της εφημερίδας. Γνωρίζονταν από το σχολείο. Ήταν κλασική περίπτωση μονόχνοτου τεμπέλη της εύφορης κοιλάδας. Κληρονόμησε μια τεράστια περιουσία από τον πατέρα του και έχτισε μια ζωή σε σταθερά τετράγωνα μικροαστικής μεγαλοπρέπειας. Ένας τετράγωνος φελλός , επιπλέων στην βαλτωμένη λίμνη της ζωής του. Ένας καθώς πρέπει κύριος, του έκαναν και πρόταση να κατέβει στις προσεχείς δημοτικές εκλογές.
Ο Τάσος πήγε και κάθισε στο συνηθισμένο τραπέζι στην ίδια θέση. Ο Νίκος μπήκε στην κουζίνα να ετοιμάσει το πρώτο ουζάκι. Ο Τάσος έβγαλε το μαύρο ημερολόγιο να ελέγξει τις αυριανές του υποχρεώσεις. Ιδιαίτερα μεθοδικός και οργανωτικός ανέβηκε με την αξία του στην δημόσια ιεραρχία. Οικογένεια δεν είχε, η υπηρεσία ήταν το σπίτι του. Τρόμαζε στην ιδέα να συνταξιοδοτηθεί. Στο μυαλό του ο απεριόριστος ελεύθερος χρόνος γινόταν μια μελλοντική δίνη αφανισμού που θα τον ρουφούσε στην απραξία της αδράνειας. Από το μυαλό του περνούσε και η ιδέα να ζητήσει να προσφέρει εθελοντικά τις υπηρεσίες του. Ήταν έτοιμος να σημειώσει κάτι με το μολύβι του στο ημερολόγιο, όταν ακούστηκε από το ραδιόφωνο το τραγούδι με την φωνή του Μανώλη Αγγελόπουλου, «μια μολυβιά που σβήνει και δεν αφήνει ούτε ένα ίχνος πουθενά» . Το μολύβι έμεινε μετέωρο πάνω από το χαρτί, ούτε μια κουκίδα δεν άφησε στο χαρτί. Ο νους του στροβιλιζόταν στο παραπονεμένο ζεϊμπέκικο. Εικόνες της ζωής του πρόβαλαν μέσα στο κενό πηγάδι γύρω από το οποίο στροβιλιζόταν ο ζεϊμπέκικος χορός. Τρόμαξε για το κενό που έβλεπε στην φαντασία του. Αλλά πιο πολύ και για την εφιαλτική ηχώ, χημειοθεραπεία, χημειοθεραπεία. Με το δεξί χέρι αιωρούμενο μαγκωμένο πάνω στο μολύβι και το βλέμμα ταξιδεμένο στο σπειροειδή ταξίδι του χρόνου, τον βρήκε ο Νίκος, όταν του έφερε το ουζάκι του.
-Παρακαλώ προσδεθείτε, προσγειωνόμαστε στην γη των γεύσεων ( του είπε ο Νίκος και χτύπησε δυο φορές το μικρό ποτήρι του ούζου πάνω στο μαρμάρινο τραπέζι).
-Είναι η ζωή μια μολυβιά Νίκο;
-Δεν ξέρω τι να σου πω εγώ καφέδες και μεζέδες φτιάχνω.
-Είναι μια μολυβιά που σβήνει και δεν αφήνει ίχνος πια; Λέγε!
-Με τα φιλοσοφικά δεν τα πάω καλά. Μια φορά στην τηλεόραση άκουσα ένα καλό που είπε ο Καζαντζάκης, «η ζωή είναι ένα χωράφι και πρέπει να το κάψεις να μην βρει τίποτα ο χάρος». Εγώ το πήρα στο μυαλό μου ότι δεν πρέπει να αφήσουμε σπιθαμή από το χωράφι που μας δόθηκε. Να το κάψουμε όλο να φωτίσουμε το ταξίδι κάποιου άλλου.
-Και βέβαια στην ζωή αφήνεις ίχνος, τα παιδιά σου και την περιουσία σου. ( Είπε ο Γιώργης, διπλώνοντας στην μέση την εφημερίδα και κοιτώντας τους άλλους δύο. Ο Νίκος γύρισε και κοίταξε θυμωμένος τον Γιώργη, γιατί ήξερε πολύ καλά ότι ο Τάσος δεν είχε οικογένεια και είχε ακούσει και τις φήμες για τα προβλήματα υγείας του.)Τι με κοιτάς ρε Νίκο; Κάτω από την δικιά μου γραμμή είναι ο γιός μου, κάτω από τον γιό μου ο εγγονός μου. Έτσι είναι η δική μου η μολυβιά! (Αγαπημένο σπορ του Γιώργη να επιδεικνύει την μικροαστική σιγουριά πετώντας τα φαρμακερά βέλη του στους άλλους. Δεν είχε φίλους και πάντα καθόταν μόνος στο μονό τραπέζι του καφενείου. Για τον Τάσο είχε λίγο δηλητήριο ακόμα.) Κακώς δεν παντρεύτηκες Τάσο, θα το μετανιώσεις.
Ο Νίκος έφυγε θυμωμένος για την κουζίνα και γύρισε με ένα μάτσο κόλλες και πολλά φύλλα καρμπόν ανάμεσα τους.
-Έλα δω ρε Γιώργη πάτα μια μολυβιά. ( Ο Γιώργης αμήχανα τράβηξε μια γραμμή.)
Τι βλέπεις ρε από κάτω;
-Την συνέχεια της μολυβιάς μου (του απάντησε με σαρκαστικό ύφος).
-Τώρα τι βλέπεις (του είπε ο Νίκος αφού τον πήγε μετά 8 σελίδες και φύλλα καρμπόν)
-Τίποτα.
-Που είναι το ίχνος σου τώρα; (Ο Τάσος κοίταζε με θαυμασμό τον αγράμματο καφετζή.) Ρε ο κάθε άνθρωπος , κάθε παιδί είναι μια νέα μολυβιά. Να κοίτα, μια άλλη μολυβιά, δίπλα και πέρα από εσένα, ( και του φτιάχνει μολυβιές στο χαρτί). Όχι η ζωή δεν είναι καρμπόν για να είναι κάτω από εσένα! Και όσο για τις περιουσίες να ξέρεις ότι τα σάβανα δεν έχουν τσέπες!!!
Ο Γιώργης δεν πρόλαβε να απαντήσει γιατί μπήκε φουριόζος ο Πέτρος, ο παιδικός φίλος του Τάσου, χωρατατζής και πειραχτήρι.
-Δεν μου λες Νίκο μαθήματα ζωγραφικής κάνουμε ή μεζέδες φτιάχνουμε;
-Μάλλον ούζο με σεμινάριο υπαρξιακής φιλοσοφίας είναι σήμερα (είπε ο Τάσος).
-Δίνουμε φυλλάδια για «Τα παιδιά του Κόσμου» (Είπαν δυο νεαροί που μπήκαν μαζί με τον Πέτρο στο μαγαζί.)
-Θα αγοράσω δύο ( είπε ο Τάσος), Νίκο κέρασε τα παιδιά.
-Κύριε θα αγοράσετε ένα; (Ρωτάει ο ένας νεαρός τον Γιώργο.)
-Όχι θα διαβάσω ένα από αυτά του Τάσου!!!
Ο Τάσος εξήγησε στον φίλο του την κουβέντα που είχαν πριν με την «μολυβιά», του σιγοψιθύρισε και τα αναμενόμενα νέα για την υγεία του.
-Εγώ ένα πράγμα θα σου πω, ότι είσαι νικητής.
-Σε τι είμαι νικητής; (Ρώτησε ξαφνιασμένος ο Τάσος).
-Μέσα στα τόσα εκατομμύρια σπερματοζωάρια που έτρεχαν για να γονιμοποιήσουν το απελευθερωμένο ωάριο είσαι το ένα και μοναδικό που κέρδισε την ζωή. Το πιο γρήγορο και το πιο αποτελεσματικό. Τώρα θα μου πεις το πιο δραστήριο σπερματοζωάριο πως μπορεί να καταλήξει σε πλήρη αδρανοποίηση είναι ένα μυστήριο της φύσης ( με το αριστερό του μάτι έδειξε με νόημα τον αραχτό Γιώργο).
-Στην υγειά σας! ( Είπαν στον Τάσο οι νεαροί που μοίραζαν τα φυλλάδια.)
-Στην υγειά του νικητή ( είπε ο Πέτρος και τσούγκρισε το ποτήρι του με αυτό του φίλου του).
Για λίγα δευτερόλεπτα χαλάρωσαν, πίνοντας το ούζο τους και δοκιμάζοντας τα μεζέδια του Νίκου. Από το ραδιόφωνο ακούστηκε μια αφιέρωση με σαφέστατο νόημα.
-Το επόμενο τραγούδι, σε επανάληψη για την σημερινή εκπομπή, αφιερώνει ο Νίκος στους πελάτες του. Ιδιαίτερα αφιερωμένο στον Τάσο τον νικητή….
Από το ραδιόφωνο ακούστηκε ξανά «η μολυβιά» με την φωνή του Αγγελόπουλου.
-Σήκω ρε κουρσάρε νικητή… θα την περάσεις την φουρτούνα…. (Είπε ο Πέτρος στον φίλο του παροτρύνοντας τον να χορέψει.)
Οι νεαροί των φυλλαδίων άρχισαν να χτυπούν σε εννιά όγδοα τα παλαμάκια τους.
Τα μάτια του Τάσου χάθηκαν σε εικόνες του μυαλού του, ένα χωράφι να καίγεται, ο Νίκος να τραβά μια γραμμή σε χαρτιά και καρμπόν, η ηχώ ενός πηγαδιού να γίνεται ένας κόκκινος κύκλος. Ένοιωσε τα πόδια του τόσο δυνατά όσο ποτέ. Σηκώθηκε και χόρεψε με την ψυχή του. Κάθε στροφή και μια εικόνα, κάθε στροφή και ένα κομμάτι του παζλ. Ο Νίκος έκανε χώρο στα τραπέζια για να χορέψει ο Τάσος. Ο Γιώργος αποχώρησε διακριτικά και βγήκε έξω, όλα μπορούσε να τα ανεχτεί εκτός από την χαρά του άλλου!!!
Ο Τάσος την άλλη μέρα ξάφνιασε για δεύτερη φορά τους συναδέλφους του. Υπέβαλλε τα χαρτιά για σύνταξη. Το υπόλοιπο της ζωής του θα το πρόσφερε εθελοντής στα «Παιδιά του Κόσμου». Οι γιατροί του είπαν ότι πρόκειται για μια εξαιρετικά σπάνια περίπτωση αυτοθεραπείας. Εκείνος ήξερε ότι όταν χορεύοντας στροφή την στροφή έπαιρνε την απόφαση να προσφέρει το υπόλοιπο της ζωής του, τα κύτταρα του σήκωσαν μεγάλη άμυνα ενάντια στην αρρώστια. Τώρα πια δεν τον νοιάζει αν θα αφήσει ίχνη, δεν φοβάται αν θα σβήσει η μολυβιά του, δεν εξαντλεί το νου του σε ερωτήματα και αντικειμενικές αλήθειες. Ζει κάθε μέρα σα να είναι η τελευταία του. Είναι λεύτερος, όσο χωράφι ζωής του έμεινε θα το κάψει όλο, να ζεστάνει και να φωτίσει το δρόμο για όσους περισσότερους μπορεί….
*Στην σημερινή ιστορία βοήθησε η συνάντηση με τον συμμαθητή μου τον Βαγγέλη στην τράπεζα την περασμένη Παρασκευή. Στα χρονικά όρια μιας καλημέρας σχολιάζοντας «την μολυβιά» του Αγγελόπουλου και τον «αμετανόητο» του Παύλου Σιδηρόπουλου η φαντασία έκανε τα υπόλοιπα…..