ΡεπορτάζΑρχείο

Πως το Τολό κέρδισε έναν Γερμανό φιλέλληνα

«Σε ενημερώνω ότι εγώ κάθε χρόνο ταξιδεύω στην Ελλάδα». Αυτό δήλωσε εν είδει «προγραμματικής συμφωνίας» στη μέλλουσα γυναίκα του, λίγο πριν τους δέσουν τα δεσμά του γάμου, ο 40χρονος σήμερα Γερμανός, Ανδρέας Ντέφνερ. Το «μικρόβιο» της Ελλάδας το κόλλησε χωρίς καλά καλά να το καταλάβει. «Το καλοκαίρι του 1993, που αποφοίτησα από το σχολείο, αναζητούσα έναν προορισμό για τις πρώτες ενήλικες διακοπές μου», διηγείται σήμερα σε άπταιστα ελληνικά ο Ανδρέας, υψηλόβαθμο στέλεχος του γερμανικού υπουργείου Υγείας. «Τότε ένας καθηγητής μου υπέδειξε το Τoλό, όπου παραθέριζε ο ίδιος για χρόνια».

Το πρώτο ταξίδι του Ανδρέα με έναν συμμαθητή του είχε άρωμα «road movie». «Ηταν η πρώτη μας φορά που οδηγούσαμε μόνοι μας χιλιόμετρα, οι ελάχιστες πινακίδες ήταν μόνον στα ελληνικά και πηγαίναμε στο άγνωστο με οδηγό μόνον… ορισμένες χειρόγραφες οδηγίες του καθηγητή μας». Εως τότε ο νεαρός Ανδρέας είχε επισκεφτεί τη Μαγιόρκα, «που μου είχε φανεί υπερβολικά τουριστική» και τη Βρετάνη της Γαλλίας, «όπου κάναμε με τους γονείς μου οικογενειακώς διακοπές». «Το Τολό, όμως, ήταν μια εντελώς διαφορετική εμπειρία: μπορούσες να απομονωθείς και να ηρεμήσεις, αλλά μπορούσες να γνωρίσεις κόσμο και να κάνεις πάρτι» περιγράφει, «τότε λειτουργούσαν κιόλας τέσσερις ντισκοτέκ». «Επέστρεψα στη Γερμανία απόλυτα ενθουσιασμένος και κανόνισα το επόμενο ταξίδι μου φθινόπωρο, ώστε να αρχίσω να γνωρίζω την Ελλάδα και σε άλλες εποχές, ενώ προμηθεύτηκα τον πρώτο μου ταξιδιωτικό οδηγό, χάρη στον οποίο άρχισα να ψελλίζω τις πρώτες μου ελληνικές λέξεις». Ο φοιτητής τότε Ανδρέας κάνει το Τολό δεύτερη πατρίδα του, ενώ τον χειμώνα παρακολουθεί συστηματικά μαθήματα ελληνικής γλώσσας και ακούει ελληνική μουσική «για να διατηρήσω την αίσθηση από τα ελληνικά μου καλοκαίρια κάτω από τον συννεφιασμένο γερμανικό ουρανό». Σε μια προσπάθεια να συνδυάσει το τερπνόν μετά του ωφελίμου ο Ανδρέας αποφασίζει να κάνει πρακτική στο υπουργείο Υγείας το 2002, «έτσι είχα την ευκαιρία να ζήσω και στην Αθήνα».

 

Εως τότε ο Ανδρέας θέλοντας και μη έχει «στρατολογήσει» πολλούς φίλους και γνωστούς του, οι οποίοι άλλοτε κλείνουν αυθόρμητα εισιτήρια για Ελλάδα παρασυρόμενοι από το πάθος του, άλλοτε ζητούν ταξιδιωτικές οδηγίες από τον πεπειραμένο πλέον Griechenlandliebhaber (εραστή της Ελλάδας). Ο ίδιος συνεχίζει να επισκέπτεται δύο φορές τον χρόνο το Τολό, μια φορά το καλοκαίρι οικογενειακώς με τη σύζυγο και τα τρία παιδιά του και μια την άνοιξη ή το φθινόπωρο με έναν από τους τρεις γιους του. «Μένω πάντοτε στα ίδια ενοικιαζόμενα δωμάτια, όπου φιλοξενήθηκα το 1993» σημειώνει «με τον ιδιοκτήτη τους, τον Περικλή, είμαστε πλέον σαν αδέλφια». Οι φίλοι του Ανδρέα είναι μάρτυρες του αμείωτου πάθους του για την Ελλάδα, έτσι όπως φαίνεται από τις καθημερινές του αναρτήσεις στο facebook: ο Ανδρέας στη θάλασσα αρχές Απριλίου, χάραμα στο Τολό από το μπαλκόνι του και φραπέ στην αυλή της ταβέρνας του Περικλή, που μετουσιώνει για τον Γερμανό επισκέπτη την ελληνική φιλοξενία και εγκαρδιότητα.

Ωστόσο, είναι τα δύο βιβλία του Ανδρέα «Καφεμαντείο της Ελλάδας» και «Φιλότιμο» που κατέστησαν τον Ανδρέα επίσημα πρεσβευτή της Ελλάδας στη Γερμανία και μάλιστα σε χαλεπούς για τις διμερείς σχέσεις καιρούς. «Ηθελα να παρουσιάσω στους συμπατριώτες μου την Ελλάδα έτσι όπως είναι μέσα από καθημερινές ιστορίες» διευκρινίζει ο Ανδρέας, που ετοιμάζει τώρα και τρίτη συλλογή διηγημάτων με συμμετοχή Ελλήνων και Γερμανών. «Για τη συγγραφή του “Φιλότιμου” ακολούθησα Ελληνες σε όλες τις γωνιές της χώρας στην καθημερινή τους ζωή και διηγήθηκα εν συνεχεία όσα οι ίδιοι μου εκμυστηρεύτηκαν». Ο Ανδρέας διοργανώνει παρουσιάσεις του βιβλίου του σε Ελλάδα και Γερμανία, όπου οι ερωτήσεις σχετικές με τα έργα και τις ημέρες των απογόνων του Ζορμπά πέφτουν βροχή. «Οι περισσότεροι έχουν κάνει διακοπές στην Ελλάδα, αλλά δεν έχουν κατορθώσει να δουν όσα είδα εγώ», καταλήγει.

Πιστοί στο ραντεβού

Ο 40χρονος Ρόμπιν, γιος του καθηγητή που μύησε τον Ανδρέα στην ελληνική ομορφιά, συναισθάνεται όσα ο φίλος του καταδεικνύει για το ελληνικό ήθος και ειδικά το φιλότιμο στο βιβλίο. Ο ίδιος αποτελεί την τρίτη γενιά που ψηφίζει «δαγκωτό» Ελλάδα. «Η γιαγιά μου ήταν η πρώτη που ξεκίνησε να έρχεται στη χώρα σας, επειδή έτρεφε μεγάλο ενδιαφέρον για την αρχαιολογία και μαγευόταν από τους αρχαιολογικούς χώρους, στη συνέχεια ο πατέρας μου, εκπαιδευτικός που είχε μάθει αρχαία ελληνικά συνέχισε να έρχεται στην Ελλάδα τη δεκαετία του ‘70» λέει στην «Κ» ο 40χρονος, που συνεχίζει την οικογενειακή παράδοση. «Η γυναίκα μου εργάζεται σε ταξιδιωτικό γραφείο, οπότε έχουμε τη δυνατότητα να ταξιδεύουμε πολύ», παραδέχεται «ωστόσο κάθε δεύτερο καλοκαίρι μένουμε πιστοί στο ραντεβού μας με το Τολό, τόπο των δικών μου παιδικών και νεανικών αναμνήσεων, όπου τώρα μαθαίνουν να κολυμπούν τα παιδιά μου».
 
ΠΗΓΗ