Για ποιαν Ελένη;
του Βασίλη Καπετάνιου
H Ελένη μαζί με τις άλλες εργάτριες βρήκε την πόρτα του εργοστασίου κλειστή. Πριν έξι μήνες έγιναν περικοπές στους μισθούς τους. Πίστευαν ότι και με αυτή την θυσία θα μπορούσαν να κρατήσουν ένα ελάχιστο εισόδημα. Οι βουβές εργάτριες, χορός αρχαίας τραγωδίας είχαν απλώσει τα χέρια τους πάνω στα κάγκελα του φράχτη. Μια παράξενη εικόνα , δεν μπορούσες να καταλάβεις από ποια μεριά ήταν φυλακή, σε ποια μεριά ήταν τα χειρότερα δεσμά, μέσα ή έξω από τα κάγκελα; Βουβά πιάνοντας τα σίδερα του φράχτη γαντζώνονταν σε μια τελευταία ελπίδα επιβίωσης.
Από το βάθος του διαδρόμου φάνηκε ο επιστάτης, των αφεντικών άνθρωπος. Με το νευρώδες βάδισμα του η άσαρκη σιλουέτα του έμοιαζε με φίδι που εντόπισε το στόχο του και ορμούσε έρποντας από τους διαδρόμους της εξουσίας. Με βλέμμα απλανές και σε απόσταση ασφαλείας από τα κάγκελα έχυσε το δηλητήριο του.
-Λόγω δυσβάσταχτων οικονομικών συγκυριών, η εταιρεία μας αδυνατεί να συνεχίσει την λειτουργία του εργοστάσιου. Σας ευχαριστεί θερμά για την συνεργασία σας. Σε όσους δικαιούνται αποζημίωση θα σταλεί σχετικό έντυπο. Σας παρακαλώ να απομακρυνθείτε από τον χώρο. Όταν επαναλειτουργήσει η επιχείρηση θα είστε οι πρώτες που θα προσληφθούν.
Γύρισε την πλάτη στις «κρεμασμένες» γυναίκες και απομακρύνθηκε με βάδισμα πιο αργό αυτή την φορά. Έχυσε το δηλητήριο του και έπρεπε να ξαναγεμίσει το κούφιο δόντι του, μόνο έτσι θα μπορούσε να προσφέρει υπηρεσίες στα αφεντικά του.
Η μια μετά την άλλη οι εργάτριες ξεκρεμιόνταν από τα κάγκελα, μια βουβή αποκαθήλωση χωρίς την προσδοκία ανάστασης. Με σκυφτό κεφάλι η μία μετά την άλλη έφταναν στην στάση του λεωφορείου για την επιστροφή στην άνεργη καθημερινότητα . Για λόγους «οικονομίας» η εταιρεία μαζί με την περικοπή των μισθών είχε κόψει και την δωρεάν μεταφορά.
Τελευταία κρεμασμένη φιγούρα στα κάγκελα έμεινε η Ελένη. Πάνω στον λευκό τοίχο των αποθηκών του εργοστασίου προβάλλονταν Δευτέρα πρωί τα αδιέξοδα της ζωής της. Ο άντρας της την εγκατέλειψε αφήνοντας της ένα παιδί να μεγαλώσει. Ευτυχώς που ήταν και ο παιδικός σταθμός, αλλιώς δεν θα τα έβγαζε πέρα. Οι άνθρωποι του παιδικού σταθμού ήξεραν τα προβλήματα της, έδιναν μεγάλη βοήθεια και με διακριτικό τρόπο, όσο να αφορά ρούχα και τρόφιμα. Τώρα που ήταν άνεργη θα μπορούσε το παιδί να συνεχίσει να πηγαίνει στον παιδικό;
Ο πατέρας της με βαρύ εγκεφαλικό ήταν καθηλωμένος στο σπίτι. Το πάλευε ο γέρο Μήτσος, δεν της ήταν και μεγάλο φορτίο, σέρνοντας το πληγωμένο ημιπληγικό του πείσμα κατόρθωνε και φρόντιζε τον εαυτό του. ‘Ότι περίσσευε από την αναπηρική του σύνταξη στο σπίτι έμενε. Από τις εφιαλτικές αδιέξοδες εικόνες την έβγαλε το έντονο κουδούνισμα του τηλεφώνου της πύλης, ακούγονταν και από ένα μεγάφωνο για να το παρακολουθεί ο φρουρός όταν ήταν έξω από το κουβούκλιο. Ξαφνιάστηκε και κατέβασε τα μουδιασμένα της χέρια. Την πλησίασε ο φρουρός .
-Δεσποινίς πρέπει να απομακρυνθείτε, λυπάμαι, εντολές εκτελώ.
Η Ελένη του έδωσε ένα συγκαταβατικό βλέμμα και απομακρύνθηκε. Στην στάση βρέθηκε μόνη της, όλες οι άλλες εργάτριες έφυγαν με το πρώτο αστικό λεωφορείο. Από τον χώρο της στάσης άκουσε τον χαρακτηριστικό μεταλλικό ήχο της βαριάς συρόμενης πόρτας του εργοστασίου. Ήταν η πύλη από την οποία μέχρι πριν λίγους μήνες έμπαιναν τα λεωφορεία της επιχείρησης. Αντανακλαστικά γύρισε να δει τι συμβαίνει. Δυο λεωφορεία του εργοστασίου γεμάτα μελαμψούς νέους έμπαιναν στο εργοστάσιο, υπό το άγρυπνο βλέμμα του επιστάτη, ο οποίος έκανε νόημα στον φύλακα να κλείσει βιαστικά την πόρτα.
-Τώρα μάλιστα, είναι οριστική η απόλυση μας. ( Μονολόγησε και ανέβηκε στο αστικό λεωφορείο για να πάει στο κέντρο της πόλης.)
-Μην στενοχωριέσαι όλο και κάτι θα βρεθεί Ελένη, ( Της είπε η νηπιαγωγός.) Νέα κοπέλα είσαι θα τα καταφέρεις.
-Μαμά θα με πας βόλτα στην παραλία;
Γύρισε και κοίταξε τα μάτια του γιου της, μια όαση ανακούφισης και ελπίδας στην κινούμενη άμμο των συσσωρευμένων προβλημάτων.
-Ναι, άντε να σε πάω, μιας και ήρθα νωρίτερα σήμερα για να σε πάρω.
Στο δρόμο προς το λιμάνι, είχαν βγει με άδεια λίγων ωρών φαντάροι από το στρατόπεδο της πόλης. Η Ελένη ένοιωσε το βλέμμα τους να διαπερνά το κορμί της. Ήταν πολύ όμορφη κοπέλα, αλλά με τα προβλήματα των τελευταίων χρόνων το είχε ξεχάσει! Κάποιοι της είχαν προτείνει να ασχοληθεί με την μόδα και τις επιδείξεις αλλά την απέτρεψε ο πατέρας της. Κατάλαβε ότι κάποιοι νεαροί θα ήθελαν να την προσεγγίσουν αλλά η παρουσία του μικρού γιού της λειτούργησε ανασταλτικά. Για μια στιγμή η αίσθηση ότι είναι ποθητή έβαλε λίγη αισιοδοξία στην απελπιστική μέρα.
Του μικρού του άρεσε να περπατά λεύτερος στο μεγάλο κάθετο δρόμο που έβγαζε στο λιμάνι. Στα παγκάκια του λιμανιού με θέα μεγάλα καράβια διηγιόνταν στην μάνα του κουρσάρικα παραμύθια, στο τέλος την έσωζε πάντα από τους κακούς πειρατές. Τουλάχιστον σε φαντασιακό επίπεδο η Ελένη είχε πάντα μια ελπίδα λύτρωσης. Δυστυχώς όμως η πραγματικότητα ήταν ο χειρότερος εφιάλτης της σήμερα.
-Μαμά έχουμε γράμμα, ( είπε ο μικρός καθώς μπήκαν μέσα στο σπίτι).
Τη Ελένης κυριολεκτικά της κόπηκαν τα πόδια, η αναπηρική σύνταξη του πατέρα της θα διακοπτόταν μέχρι να επανεξεταστεί. Αν πράγματι ήταν ανάπηρος(!!!) θα έπαιρνε αναδρομικά όλο το ποσό, για τους μήνες καθυστέρησης.
Στο καθιστικό ο παππούς είχε βυθιστεί σε ένα γλυκό ύπνο, παρά τα μεγάλα του κινητικά προβλήματα είχε τακτοποιήσει την κουζίνα – καθιστικό. Καθισμένος στην μεγάλη του πολυθρόνα είχε παραδοθεί στον Μορφέα με το δελτίο ειδήσεων να του κρατά συντροφιά. Ο μικρός αθόρυβα αποσύρθηκε στο δωμάτιο του, ήσυχα άπλωσε τα στρατιωτάκια του στο μικρό χαλί και άρχισε μια βουβή μάχη, στην οποία σίγουρα θα έβγαινε νικητής.
Η Ελένη πήγε στο δικό της δωμάτιο. Κάθισε μπροστά στο έπιπλο με τον καθρέφτη. Κοίταξε το είδωλο αναζητώντας απαντήσεις.
-Και τώρα Ελένη τι κάνουμε ; ( Το γυάλινο είδωλο την κοίταξε με το ψυχρό του βλέμμα και δεν μπορούσε να της δώσει απάντηση.)
Άνοιξε το κουτί με τα κοσμήματα, δεν είχε μείνει τίποτα με αξία. Το τελευταίο δαχτυλίδι το έδωσε τον προηγούμενο μήνα, μόνο τα ψεύτικα είχαν απομείνει.
-Και τώρα Ελένη τι κάνουμε; ( Είπε ξανά στο γυάλινο είδωλο και προσπάθησε να το χαστουκίσει, σα να ήθελε να το ξυπνήσει και να πάρει μια απάντηση. Ήταν έτοιμη να βάλει τα κλάματα όταν μπήκε αθόρυβα ο θριαμβευτής νικητής γιός της. Της μίλησε χαμηλόφωνα. )
-Μαμά τους νίκησα όλους, αυτός ήταν ο καλύτερος μου στρατιώτης, στον αφήνω για να σε φυλάει. ( Άφησε τον πράσινο πλαστικό στρατιώτη πάνω στο έπιπλο με τον καθρέφτη και βγήκε ξανά για να συνεχίσει την πολεμική του «καριέρα» σε άλλες μάχες.)
Το βλέμμα της Ελένης καρφώθηκε πάνω στον στρατιώτη. Θυμήθηκε τους φαντάρους που έψαχναν ερωτικό ταίρι στο λιμάνι. Ένα ρίγος διαπέρασε το κορμί της από την κορφή μέχρι τα νύχια. Κοίταξε με αυστηρό βλέμμα το είδωλο της στον καθρέφτη.
-Είσαι με τα καλά σου; Τι είναι αυτά που σκέφτεσαι τώρα; Τρελάθηκες τελείως Ελένη; ( Τα μάτια της έπεσαν και στο χαρτί σύμφωνα με το οποίο σταματούσε προσωρινά η σύνταξη του πατέρας της, ήταν πάνω- πάνω σε ένα πακέτο λογαριασμών. Ξανακοίταξε το είδωλο της στον καθρέφτη, συναντώντας το βλέμμα της πήρε μια απόφαση. Πήρε το πορτοφόλι της και ετοιμάστηκε να βγει.) Αν ξυπνήσει ο παππούς πες του ότι γυρίζω αμέσως…..
Πήγε στο κοντινό υπερκατάστημα, βρήκε το τμήμα καλλυντικών και αγόρασε τα βασικά και τα πιο φτηνά. Όταν γύρισε πίσω, παππούς και εγγονός έβλεπαν ενθουσιασμένοι παιδικά στην τηλεόραση. Επικοινωνούσαν με τις εκφράσεις και τις μισές κινήσεις του παππού, γιατί μετά το εγκεφαλικό ο παππούς δεν μπορούσε να μιλήσει πλέον. Η Ελένη τους χαιρέτισε και αποσύρθηκε στο δωμάτιο της. Έριξε μια φευγαλέα ματιά στον καθρέφτη, είδωλο και πρόσωπο είχαν συνεννοηθεί πλέον. Πήγε στην ντουλάπα και διάλεξε τα ρούχα που ήθελε. Άνοιξε το παλιό κουτί με τα ραπτικά της μακαρίτισσας της μάνας και άρχισε τις μεταποιήσεις.
-Μαμά γιατί κόβεις την φούστα σου; ( Την αιφνιδίασε ο μικρός, ένα κόκκινο χρώμα απλώθηκε στο πρόσωπο της, παιδούλα που την έπιασαν να κάνει αταξία.)
-Δεν την κόβω, την φτιάχνω…..
Το βράδυ όταν ο παππούς και εγγονός είχαν βυθιστεί στον ύπνο, η Ελένη ετοιμάστηκε για την πρώτη της «επαγγελματική» έξοδο. Κοίταξε με έκπληξη το είδωλο της στον καθρέφτη. Δυσκολεύτηκε να αναγνωρίσει τον εαυτό της. Πολύ κοντή προκλητική φούστα, ένα πουκάμισο δεμένο στην μέση φανέρωνε το στήθος της γεμάτο υποσχέσεις και το έντονο βάψιμο στο πρόσωπο της την έκανε αγνώριστη. Της φάνηκε ότι της μίλησε αυστηρά το είδωλο της.
-Τι με κοιτάς; Πουτάνα λοιπόν ;
Στον κάθετο δρόμο που έβγαζε στο λιμάνι, «ψώνισε» τον πρώτο φαντάρο. Καλό παιδί, του εξήγησε ότι θα πήγαιναν σπίτι της και δεν έπρεπε να κάνουν φασαρία μέχρι να μπουν στο δωμάτιο της. Αφού τελείωσαν αυτός άφησε τα χρήματα πάνω από τον πάκο με τους λογαριασμούς.
-Ευχαριστώ ( του είπε).
-Και εγώ… αν θες θα σε συστήσω και σε κανένα φίλο μου….
-Αν είναι καλός σαν εσένα γιατί όχι; Σε παρακαλώ περπάτα σιγά…..
Ο παππούς είχε αποκοιμηθεί ξανά με την βοήθεια της τηλεόρασης. Σε επανάληψη από την διεθνή έκθεση Θεσσαλονίκης ακούγονταν οι δηλώσεις κάποιου πολιτικού.
-Πρώτο μας μέλημα είναι οι κοινωνικά αδύναμοι, τα άτομα με ειδικές ανάγκες και οι άνεργοι…..
Ο αγοραστής του κορμιού της έφυγε, η τηλεόραση συνέχισε να πουλά πολιτικά παραμύθια, ένα δάκρυ κύλησε πάνω στα κόκκινα χείλη της Ελένης….. το γυάλινο είδωλο την περίμενε στον καθρέφτη με τους λογαριασμούς….