ΆρθροΑρχείο

Συναγωνιστή, ήρθα να πεθάνω μαζί με τα αδέλφια μου!!!

του Βασίλη Καπετάνιου
Η ομάδα των ένοπλων ανταρτών συνομιλούσε έντονα με τον Προκόπη έξω από την πόρτα του σπιτιού του στην περιοχή Γούναρη.
-Σας είπα, δεν γνωρίζω που είναι, έχω να τον δω χρόνια. Δεν ξέρω πως έμπλεξε με τους ταγματασφαλίτες. Τελευταία φορά που τον είδα γύρισε ήρωας από το μέτωπο της Αλβανίας με τρία παράσημα!
-Εκεί που έμπλεξε θα το φάει το κεφάλι του και μαζί μπορεί να φάει και εσάς.
-Καπετάνιε κάποιος είναι πάνω στους βράχους ( φώναξε ένας νεαρός αντάρτης που παρακολουθούσε τον χώρο, μια σκιά λούφαξε μέσα στους βράχους.)
-Ρίχτε στο παλιοτόμαρο, ( δυο όπλα σημάδευαν το ύψωμα στους βράχους, με μια αστραπιαία κίνηση βουτά και τα δυο όπλα ο Προκόπης).
-Ρε είσαστε με τα καλά σας, ο μικρός ο Νίκος είναι, τον είχα στείλει να γυρίσει τα πρόβατα από τον Αραμπά. Τρελαθήκατε μωρέ; Θα παίξετε τον μικρό, τι σας έφταιξε; Νίκο βγες έξω να σε δούνε.
 
Ο εννιάχρονος Νίκος όταν άκουσε την φωνή του πατέρα του, θάρρεψε και βρήκε στο ύψωμα. Τον είδε και ο καπετάνιος της ομάδας, κατάλαβε το λάθος.
-Εντάξει Προκόπη, σε πιστεύω αλλά αν ποτέ τον δεις τον μεγάλο σου, πες του ότι εκεί που έμπλεξε είναι χαμένος.
Ο μικρός Νίκος φοβισμένος , έτρεξε στην αγκαλιά του πατέρα  του.
-Άντε Νικολάκη να τελειώσει τούτο το κακό γιατί το βλέπω στο τέλος να καταλήξουμε σε εμφύλιο πόλεμο. Ποτάμι θα γίνει το αδελφικό αίμα και θα μας πνίξει. Αύριο να πάς το μεσημέρι φαγητό του Φώτη στην πλαγιά που φυλάει τα πρόβατα, εγώ πρέπει να κατέβω στην πόλη.
 
Την άλλη μέρα ο Προκόπης έφυγε για το Άργος και ο μικρός Νίκος θα έπρεπε να πάει φαγητό στον αδελφό του τον Φώτη. Ήταν 17 Μαΐου 1944, μια λαμπερή δροσερή ανοιξιάτικη μέρα. Η μάνα του η Γαρυφαλλιά πρόσεξε ένα μαύρο κοράκι που έκοβε βόλτες γύρω από τον βράχο που είχε κρυφτεί χτες ο Νίκος.
-Νικούλη να προσέχεις στο δρόμο. Τούτο το μαύρο κοράκι δεν είναι καλό σημάδι, κάτι κακό θα γένει. ( Μουρμούρισε μέσα από τα δόντια της για να μην τρομάξει ο μικρός. Όταν ο μικρός ήταν σε μακρινή  απόσταση πήρε ένα λιθάρι, πετροβόλησε το μαύρο πουλί. Αλλά εκείνο εκεί σα να μην συνέβαινε τίποτα κοίταζε προς την χαράδρα ανάμεσα στα δυο βουνά.)
 
Δεν είχαν βάλει μια μπουκιά  στο στόμα τους ο Νίκος και ο Φώτης όταν άκουσαν την ριπή ενός πυροβόλου να γαζώνει με θόρυβο την ησυχία και να υφαίνει ξαφνικούς θανάτους. Μετά ακούστηκε η χαρακτηριστική, μια προς μια βολή.
-Φωτάκο, Γερμανοί, τάγμα θανάτου, σκοτώνουν έναν προς ένα πατριώτες.
-Λες να είναι και ο πατέρας μας…..
-Αποκλείεται ο πατέρας έχει πάει στο Άργος. Όταν γυρίσει θα στρίψει από του Σπανού το Χάνι αριστερά για Γούναρη. Οι ντουφεκιές ακούγονται κάτω στην ρεματιά, από την γέφυρα της Φρέγκαινας.
 
Η Γαρουφαλλιά το αισθάνθηκε το θανατερό μαντάτο να έρχεται, το κοράκι περίμενε. Σε μια από τις ελάχιστες φορές που ο άντρας της ο Προκόπης άλλαξε το συνηθισμένο του δρομολόγιο έπεσε σε μπλόκο Γερμανών. Ήταν και αυτός μέσα στο απαραίτητο νούμερο που έπρεπε να συμπληρωθεί για τα αντίποινα των Γερμανών. Χάθηκε η κολόνα του σπιτιού και η προστασία τους. Ποιος θα άνοιγε τα μπράτσα του για να τους προστατέψει από τις αδέσποτες επιθέσεις από εδώ και από εκεί;  Και το κακό δεν άργησε να γίνει.
Ο μεγάλος αδελφός «χαμένος» εδώ και χρόνια από το σπίτι, από ήρωας του αλβανικού μετώπου βρέθηκε συνεργάτης των Γερμανών, ταγματασφαλίτης. Τώρα ήταν σειρά τους να πληρώσουν βαριά αντίποινα λίγο μετά τα σαράντα του πατέρα τους. Ομάδα ανταρτών καίει το σπίτι τους και την μάνα με τα δυο μικρά παιδιά τα πιάνουν αιχμαλώτους. Προφανώς για να εκβιάσουν την παράδοση του μεγάλου αδελφού η για να εκδικηθούν κάποια δράση του. Ήξεραν την αιτία για την οποία τους έπιασαν αιχμαλώτους δεν γνώριζαν τον ακριβή λόγο, ούτε την πιθανή κατάληξη τους.  Η αδελφή τους η Φροσύνη, δούλευε στα χωράφια, δυο βουνά πιο πέρα από εκεί που τους πήγαν. Τα κακά μαντάτα την βρήκαν με το ξινάρι στα χέρια στην περιοχή Μπούγα.
-Φροσύνη πιάσανε την μάνα και τα αδέλφια σου, για αντίποινα….
 
Πως σταματά ο χρόνος στο βίντεο όταν πατάμε το κουμπί έτσι έμεινε μετέωρο το αγροτικό εργαλείο για λίγα δευτερόλεπτα στα χέρια της, το κατέβασε με πολύ δύναμη και το παράτησε στο χωράφι.
-Που τους έχουν;
-Στην Εξοχή, στο στρατόπεδο.
-Φεύγω, πάω και εγώ μαζί τους.
-Είσαι τρελή; Θα σε κομματιάσουν. Δεν ξέρεις τι άχτι έχουν τον μεγάλο σου τον αδελφό!
 
Χωρίς να σκεφτεί τίποτα άλλο, χωρίς κανένας να μπορεί να την σταματήσει ξεκίνησε με τα πόδια, νεαρή κοπέλα τότε, αψηφώντας τους κινδύνους και περνώντας τρία βουνά έφτασε στο στρατόπεδο των ανταρτών. Στην πύλη φύλαγε σκοπός ένας νέος αντάρτης. Από μακριά είδε την όμορφη περδικόστηθη κοπέλα να βαδίζει βιαστικά προς το στρατόπεδο. Όσο τον πλησίαζε τόσο πιο όμορφη του φαινόταν, γέμιζε το μυαλό του δροσιές δεν χόρταινε να την βλέπει. Αλλά ξαφνιάστηκε όταν σταμάτησε απότομα μπροστά του και με έντονο ύφος του είπε.
-Συναγωνιστή, ήρθα να πεθάνω μαζί με τα αδέλφια μου!!!
 
Ο νεαρός αντάρτης σάστισε, του πήρε μερικά δευτερόλεπτα μέχρι να καταλάβει ότι ετούτο το ομορφοκόριτσο  ήρθε με τέτοιο θάρρος να παραδοθεί.
-Κάτσε, να … να … πάω να μιλήσω με τον καπετάνιο.
Με σκυφτό το κεφάλι γύρισε το παλικάρι και την οδήγησε στο δωμάτιο που ήταν ο καπετάνιος του στρατοπέδου.
-Και τι θες εσύ λοιπόν κοπελιά;
-Πιάσατε την μάνα μου και τα δυο μικρά αδέλφια μου, κάψατε και το σπίτι. Αυτοί δεν φταίνε σε τίποτα και δεν με νοιάζει τι έκανε ο άλλος, χρόνια έχουμε να τον δούμε. Αν τους σκοτώστε και εγώ μαζί τους.
-Τα ίδια μας είπε και η μάνα σου. ( Ο καπετάνιος  θαύμασε το βλέμμα της, ξάστερο αετίσιο, όταν έλεγε ότι ήθελε να πεθάνει μαζί με τα αδέλφια της το εννοούσε.)
-Ούτε τρίμηνα δεν προλάβαμε να κάνουμε του πατέρα μας. Άμα είναι,… να μας βάλετε όλους μαζί σε ένα τάφο.
-Πότε πέθανε ο πατέρας σου;
-17 του Μάη, οι Γερμανοί φασίστες τον έφαγαν.
 
Ο καπετάνιος έμεινες βουβός. Το ένοιωθε ότι πολλές φορές το αίμα που χυνόταν ήταν άδικο. Μέσα του ένοιωθε και αυτός το ποτάμι του εμφυλίου να φουντώνει πριν ακόμα φύγουν οι Γερμανοί από την πατρίδα. Μόλις είχε τελειώσει την ακαδημία δεν πρόλαβε να διδάξει. Πολέμησε στην Αλβανία, βγήκε νωρίς στο βουνό για την πατρίδα και για μια καλύτερη κοινωνία. Αν θέλουμε ένα καλύτερο κόσμο πρέπει να μπήξουμε βαθιά το μαχαίρι, μέχρι το κόκκαλο χωρίς συναισθηματισμούς. Θα γίνουν και λάθη δεν γίνεται αλλιώς, αλλά δεν πρέπει τα λάθη να ξεπερνούν το μέτρο του ανθρώπου, έλεγε συχνά στους αντάρτες του. Τώρα μπροστά σε αυτή την θαρραλέα κοπέλα έβλεπε ότι αν επέβαλε μια μεγάλη ποινή στην οικογένεια της θα ξεπερνούσε το ανθρώπινο όριο. Άνθρωποι με τέτοιο απίστευτο θάρρος σαν την Φροσύνης και αταλάντευτη πίστη στις αξίες της ήταν η μαγιά για την καινούργια κοινωνία που ονειρευόταν να χτίσει μαζί με τους συντρόφους του. Στο δωμάτιο επικρατούσε μια σιωπή θανάτου, ο καπετάνιος έπρεπε να πάρει μια απόφαση ζωής ή θανάτου.
-Εντάξει! Να φύγετε. Πήγαινε να φωνάξεις την μάνα και τα αδέλφια της.
 
Το πρόσωπο του νεαρού αντάρτη που την συνόδευε έλαμπε από χαρά. Κατάλαβε ότι ο καπετάνιος του πήρε μια γενναία και σωστή απόφαση. Η Γαρυφαλλιά με τον Νίκο και τον Φώτη κρεμασμένους στην ποδιά της μπήκαν στο δωμάτιο. Ξαφνιάστηκαν όταν είδαν και την Φροσύνη, έβαλαν στο νου τους τα χειρότερα. Έπεσαν όλοι μαζί σε μια αγκαλιά. Πριν προλάβουν να ξηγηθούν τους μίλησε ο καπετάνιος.
-Μπορείτε να φύγετε, πάρτε και αυτό το χαρτί, δεν πρόκειται να σας ενοχλήσει κανείς με αυτό σε όσα μέρη ελέγχουμε εμείς. Μπορείτε να πάρετε και το γαϊδούρι σας.
-Συναγωνιστή θέλω και κάτι ακόμα ( του είπε η Φροσύνη και αγνοούσε τα έντονα βλέμματα της μάνα της, να φύγουν μια ώρα νωρίτερα από εκεί).
-Λέγε τις θες πάλι ( της είπε με αυστηρό ύφος).
-Να πάρουμε και μια κλαδευτήρα, να κόβουμε κανά ξύλο, σε λίγο θα μπει ο χειμώνας.
-Άντε πάρε και την κλαδευτήρα.
 
Ένα μικρό χαμόγελο γράφτηκε στα χείλη του καπετάνιου, ο νεαρός αντάρτης τρία χρόνια μαζί του δεν το είχε δει ποτέ να χαμογελάει. Κοιτούσε με θαυμασμό την μαχητική κοπέλα που έκανε τον καπετάνιο του να χαμογελάσει. Η μάνα με τα δυο παιδιά ακόμα να κρατιόνται στην ποδιά της, την Φροσύνη να κρατά πολεμικό λάφυρο την κλαδευτήρα, το γαϊδουράκι να ακολουθεί ξοπίσω τους βγήκαν από το στρατόπεδο. Κέρδισαν μια σημαντική μάχη αλλά ο πόλεμος της επιβίωσης δεν είχε τελειώσει ακόμα….
 
*Κοιτώντας τις  εβδομαδιαίες υποχρεώσεις στην Πέμπτη 25 Σεπτεμβρίου, βρήκα το όνομα Λωξάντρα. Από τότε που είδα την ασπρόμαυρη Λωξάντρα με την Μπέτυ Βαλάση αμέσως έδωσα το όνομα αυτό παρατσούκλι στην αδελφή του πατέρα μου, την Φροσύνη. Κάθε 25 του Σεπτέμβρη μνήμη της οσίας Ευφροσύνης έπαιρνα την αγαπημένη μας Λωξάντρα κατά το παρατσούκλι της για τα χρόνια πολλά. Αν και ίδια λείπει από τον κόσμο των ζωντανών , το ημερολόγιο μου «αρνείται» να την διαγράψει από την μνήμη. Η ιστορία είναι αληθινή και η πράξη της πραγματική, μου την διηγήθηκε η ίδια και ο πατέρας μου, χωρίς απαιτήσεις μίσους και εκδίκησης από και προς κανένα. Μόνο να μην τα ζήσετε αυτά εσείς, έτσι τέλειωναν πάντα αυτή την ιστορία. Γράφτηκε για τις 25 Σεπτέμβρη έτσι σαν χρόνια πολλά…. για την καλή μας κυρά Λωξάντρα – Φροσύνη.