Βγάλε το «λ» από τις πληγές …
του Βασίλη Καπετάνιου
Το λαμπάκι του τηλεφωνητή αναβόσβηνε τα πράσινα σήματα επικοινωνίας. Στην ηλεκτρονική εποχή μας είναι το μόνο μέσο που διασώζει έστω εξ αποστάσεως και μέσω φωνητικού καταγραφικού εγκλωβισμού στοιχεία ανθρώπινης επικοινωνίας, την ομιλία .
-Βασίλη όταν μπορείς πάρε με τηλέφωνο Γιώργος 69….
Η βραχνάδα στην φωνή του ίδια και απαράλλαχτη, όπως τότε. Πριν τριάντα χρόνια περίπου επιδιώκαμε την σύγκρουση με το κάθε κατεστημένο και προσδοκούσαμε μεγάλες κοινωνικές αλλαγές. Ο Γιώργος ήταν λίγο πιο μεγάλος από μένα, τακιμιάσαμε σε κοινές ιδεολογικές και πραγματικές πορείες. Το στραπάτσο του 1989 το πήρε πολύ βαριά. Πικραμένος αποστασιοποιήθηκε από κάθε κοινή δράση. Η σπίθα της φιλίας και η φλόγα της επικοινωνίας κρατήθηκε αναμμένη με ένα δυο τηλεφωνήματα τον χρόνο. Ας πούμε μια εξάμηνη ή ετήσια μνήμη μιας φιλίας που αρνιόταν να σβήσει. Η τηλεφωνική επικοινωνία έκλεινε με αναφορά στις κινηματογραφικές ταινίες της χρονιάς, και πάντα με γλυκιά ανάμνηση τις αμέτρητες ταινίες που είδαμε στα αφιερώματα του «Αλφαβίλ» στην Μαυρομιχάλη.
-Θέλω να έρθω να σε δω να τα πούμε, όσο πιο σύντομα μπορείς. (Η χαρακτηριστική βραχνή φωνή ακούστηκε με ένα αργό ρυθμό και η ένταση έσβηνε προς το τέλος της πρότασης.)
-Γιώργο δεν σε ακούω καλά.
-Δεν είμαι καλά, είναι ανάγκη να σε δω.
-Πότε θέλεις να έρθεις;
-Και τώρα αν θες έρχομαι, σε δυο ώρες είμαι εκεί. ( Μας χώριζαν σε χρόνο δυο ωρών τρεις πόλεις.)
-Εντάξει έλα, έχουμε χρόνο, σήμερα ξεκινάω μετά τις τρεις δουλειά.
Κάποτε ο παππούς μου συνάντησε μετά από εβδομήντα χρόνια ένα φίλο του.
-Πως τον αναγνώρισες παππού;
-Το βλέμμα, το βλέμμα του ανθρώπου παιδί μου δεν αλλάζει.
Το ίδιο και το βλέμμα του Γιώργου, είχαν περάσει πάνω από είκοσι χρόνια από τότε που τον είδα τελευταία φορά. Αλλά στην ματιά του η ίδια εφηβική αναζήτηση, ένα βλέμμα, «θέλω να αλλάξω τον κόσμο και θέλω να τον αλλάξω τώρα». Λίγο πιο θαμπό αλλά το ίδιο απαιτητικό.
-Ρε μπαγάσα όσα κιλά έβαλα εγώ σε είκοσι χρόνια άλλα τόσα έχασες εσύ.
-Δεν έκανα και τίποτα μόνα τους χάθηκαν. Δεν έχω όρεξη να φάω, δεν με ευχαριστεί πια το φαγητό, πάει πέθανε ο Γιώργος του «Τηνιακού».
Το «Τηνιακό» ήταν ένα από τα στέκια της φοιτητοπαρέας στην λεωφόρο Αλεξάνδρας, Ο Γιώργος «κατέβαζε» τρεις μερίδες λουκάνικα και κεφτέδες πριν αρχίσει την ουζοκατάνυξη και τις σινεφίλ αναλύσεις μέχρι τα ξημερώματα.
-Για λέγε τώρα τι συμβαίνει; Για να έρθεις πύραυλος στο Άργος κάτι τρέχει.
-Ούτε εγώ ξέρω τι ακριβώς συμβαίνει, έχασα το ενδιαφέρον μου για την ζωή, δεν παίρνω χαρά από τίποτα και για τίποτα. Γερνάω, τρομάζω, δεν ξέρω που να πάω.
-«Δεν σε βλέπω απόψε καλά, τι έχεις; Έχω ύπαρξη.» μάλλον ο στίχος του Νίκου Καρούζου σε αφορά άμεσα. Το θεραπευτήριο το έχεις ακόμα; Δουλεύεις;
-Μια χαρά πάει το θεραπευτήριο, παρά την κρίση. Αλλά δεν κάνω πια ο ίδιος θεραπευτικές συνεδρίες, μόνο οι συνεργάτες μου. Παρευρίσκομαι μοιράζω την συσσωρευμένη εμπειρία και βιοπορίζομαι. Πως έλεγε και ένας παλιός δάσκαλος, η εμπειρία είναι η καλύτερη ασπίδα του ανήμπορου!!! Νομίζω ότι τέλειωσα και σαν θεραπευτής. Όταν το δικό σου ολόσωμα πάσχει δεν μπορείς να αναπτύξεις θεραπευτική σχέση. «Και τι να πούμε στα παιδιά αφού τα ξέρουν όλα». Ακόμα και το πιο βαρύ περιστατικό θα καταλάβει, θα μυρίσει την συναισθηματική μου σήψη. Δεν μπορώ να δώσω πια.
-Τι σήψη και κουταμάρες μου λες; Πήγες σε κανένα γιατρό;
-Τα όνειρα μου παθαίνουν σηψαιμία από την άρρωστη πραγματικότητα που μας περιβάλλει. Πήγα στον καθηγητή μας, της Ψυχιατρικής τον Πα…., λαμπρός επιστήμονας, με δέχθηκε εγκάρδια. Αλλά μάλλον δεν ήθελε να με ακούσει. Γιατί το ένοιωσα τα δικά μου αδιέξοδα γίνονταν ένας καθρέφτης πάνω στον οποίο θα έβλεπε τις δικές του ματαιότητες.
-Σε βοήθησε;
-Όχι με χαπάκωσε, για πέντε χρόνια πήρα αντικαταθλιπτικά χάπια, τα ρύθμισα μόνος μου και τα σταμάτησα μόνος μου.
– Στον καθηγητή πήγες ξανά;
-Όχι σου λέω, δεν είχε νόημα!
-Νομίζω ότι έκανες όλα τα κλασικά λάθη των ασθενών.
-Βασίλη δεν είμαι άρρωστος, στα πενηντάχρονα μου υπαρξιασμένος είμαι, κάπως έτσι όπως το είπε ο ποιητής. Δεν βρίσκω κανένα νόημα στην πραγματική ζωή. Όλα πουλήθηκαν όλα κατάρρευσαν. Προσπάθησα, αντιστάθηκα αλλά τελικά τίποτα. «Πίσω μου τίποτα, τίποτα στο μέλλον. μονάχα η κηδεία των ψηλών καπέλων», όπως έγραψε ο Τριπολίτης και τραγούδησε ο Παπακωνσταντίνου.
-Την μαυρίλα σου. την βλέπουν και τα παιδιά σου;
-Τα παιδιά μου…. Αυτά μάλιστα φίλε μου, είναι τα καλύτερα αντικαταθλιπτικά στον κόσμο, αυτά με κρατάνε για να μην απασφαλίσω την περόνη. Καταλαβαίνουν ότι δεν είμαι καλά αλλά με βοηθάνε τα δελτία ειδήσεων, τους λέω ότι φταίει η κρίση!
-Με την γυναίκα σου;
-Συμβατική συνύπαρξη, λίγο δεξιά, λίγο αριστερά, καληνύχτα, ευχαριστώ πολύ!
-Α ρε μπαγάσα πάντα εύστοχες οι ατάκες σου. ( Του είπα συγκρατώντας τα γέλια μου.) Και τελευταία γραμμή αντίστασης;
-Η φαντασία, εκεί βρίσκω το λαδάκι για τις πληγές μου.
-Δηλαδή τι κάνεις για να βρεις αυτό το λαδάκι που λες;
-Διάβασμα και ηλεκτρονικός υπολογιστής. Διαβάζω με άλλα μάτια πια, όλα αυτά που αγαπήσαμε τότε. Καταλαβαίνω ότι όλα έχουν αλλάξει, αλλά εξακολουθούν να με γοητεύουν. Εξακολουθώ να πιστεύω ότι και για την Ελλάδα αλλά και για τον κόσμο όλο το 1989 ήταν η μεγάλη στροφή για την κατρακύλα. Όλα αυτά που πληρώνουμε τώρα, τότε ξεκίνησαν, ας μην λέμε τα ίδια και τα ίδια, τα έχουμε πει τόσες φορές στο τηλέφωνο. Ότι και να διαβάσω ότι και να ονειρευτώ, ότι και να πιστέψω μέσα από τα βιβλία όλα σταματούν στο 1989, τρία διαβολικά εννιάρια αν αθροίσεις το 8 και το 1, τρία δρεπάνια πετσοκόβουν κάθε ελπίδα για αλλαγή.
-Και στο διαδίκτυο τι κάνεις;
-Παίζω!
-Έλα τώρα! ( Αυτή την φορά δεν μπορούσα να συγκρατήσω τα γέλια μου, δεν μπορούσα να φανταστώ τον φίλοι που ήθελε να αλλάξει τον κόσμο να μάχεται με ένα τηλεχειριστήριο στο χέρι.)
-Γέλα, αλλά εκεί εγώ βρίσκω την παρηγοριά μου. Δεν είμαι μόνος μαζί με άλλους φτιάχνουμε μια φανταστική κοινωνία και ζούμε με τους δικούς μας κανόνες.
-Μπορείς να μου εξηγήσεις τι κάνεις γιατί ακόμα και μόνο που το σκέφτομαι, πάλι μου έρχεται να βάλω τα γέλια.
-Σε ένα διαδικτυακό παιγνίδι γίνεσαι μέλος μιας φανταστικής κοινότητας. Εκεί σε εκείνο τον φαντασιακό χώρο και χρόνο όλα δρουν και λειτουργούν σαν μια άμεση λαϊκή δημοκρατία. Είναι ο μόνος χωρόχρονος τον οποίο γνωρίζω ότι είναι φανταστικός αλλά εγώ εκεί μπορώ και ονειρεύομαι ξανά! Μέσα σε εκείνη την φανταστική κοινότητα μπορώ να ζήσω ώρες κάθε μέρα.
-Μήπως έχεις αγγίξει τα όρια της ηλεκτρονικής εξάρτησης;
-Όχι σε καμία περίπτωση. Σου είπα ότι εκεί βρίσκω την παρηγοριά μου. Είμαι πολίτης της ιδανικής κοινωνίας την οποία ονειρευόμουνα να φτιάξω και να δώσω κληρονομιά , συνέχεια, στα παιδιά μου. Εκεί σε εκείνο τον χώρο τον φαντασιακό μπορώ να λειτουργώ.
-Κάθε μέρα μπαίνεις και παίζεις αυτό το παιγνίδι;
– Όχι μόνο κάθε φορά που είμαι σε ύπαρξη…. Έτσι δεν είπες πριν; Όταν νοιώθω ότι δεν μπορώ να πάρω τα πόδια μου. Όταν νοιώθω ότι θα βγω στο χώρο αναμονής και η καλησπέρα που πρέπει να πω σε γονείς και παιδιά είναι η πέτρα του Πολύφημου και μου φράζει το στόμα. Όταν νοιώθω ότι δεν μπορώ να καθοδηγήσω νέους θεραπευτές, τότε έχω ανάγκη και εγώ από το παραμύθι μου, την παραμυθία μου…
-Κοίτα μην γίνει η παραμυθία σου παραμύθα, ηρωίνη της ψυχής σου, ξέρεις πολύ καλά ότι η κάθε «πρέζα» σκοτώνει.
-Αποκλείεται γιατί και αυτό το φανταστικό παιγνίδι έχει μέσα του την κατάρα του Σίσυφου. Όσο είμαι εκεί μέσα γλυκαίνομαι, ανεβαίνω με τον βράχο- σκοπό που διάλεξα μια ονειρική διαδρομή, φτάνω σε μια κορυφή και τα βλέπω όλα θαυμάσια. Τότε ξεκινά η κατάρα της πραγματικότητας. Θέλω αυτό που ζω να είναι πραγματικό, να είναι αληθινό, μόλις κάνω αυτή την σκέψη κατρακυλάει ο βράχος μου στην αδιέξοδη πραγματικότητα και πρέπει να αρχίσω το ταξίδι από την αρχή. Ακόμα και στην αγκαλιά αυτής της φαντασιακής κοινότητας νοιώθω μετανάστης.
-Ναι ρε Γιωργάρα αλλά ξεχνάς ότι οι Έλληνες αν κάπου διέπρεψαν ήταν στο εξωτερικό!!!! Μήπως οι εσωτερικές μας εξορίες μας είναι η μοναδική οδός να γεμίσουμε τρύπες, να μας διαπεράσει το φως και να βγούμε στον μπερντέ της πρόσκαιρης ζωής μας, εξ άλλου «δεν είναι ο θάνατος που με τυραννάει αλλά η στιγμή που περνάει και χάνεται». Αποδέξου τις ήττες, άσε το φως να τις διαπεράσει, μην τις αρνείσαι και μόνο έτσι θα μορφω-θείς. Όσο προσπαθείς να γιάνεις τις πληγές τόσο λιγοστεύει το φώς… ( Έμεινε σιωπηρός, ένα χαμόγελο σχηματίστηκε προς το δεξί του μάτι, απότομα σηκώνεται όρθιος, μέσα από τα βουρκωμένα μάτια του είδα ξανά το νεανικό του βλέμμα, όπως τότε στο «Αλφαβίλ»0
-Φεύγω….
-Κάτσε ντε, τώρα άρχισε η κουβέντα… ( Ήδη ήταν στην πόρτα.)
-Όχι φεύγω ( ήδη βάδιζε προς την εξώπορτα) .
-Θα ξανάρθεις;
-Βγάλε το λ της λιποταξίας από τις πληγές και μπορεί να βρεις πηγές…. «Μια αιωνιότητα και μια μέρα» που θα έλεγε και ο Αγγελόπουλος.
Φώναξε με την χαρακτηριστική βραχνή φωνή και χάθηκε στους δρόμους της πόλης…..
*Η ιστορία εκτός από τα φανταστικά στοιχεία περιέχει και την πραγματική υπαρξιακή αγωνία ενός μεσήλικα φίλου…