Παλιές Ιστορίες με Πολύ Οινόπνευμα
Μου είχε κάνει εντύπωση! Σκεπτόμουνα ότι δεν ήταν δυνατόν! Μπίρα έπιναν για ώρες, σε κάτι μεγάλα ποτήρια του λίτρου. Ε, δεν μπορεί να μην σηκώνεται κανείς να πάει τουαλέτα. Τι το κάνανε τόσο υγρό που κατέβαζαν; Μια απορία, που την λύση της δεν θα έβρισκα ούτε στις… 36 Αυγούστου, αν δεν μου άνοιγε το μάτια ένας ντόπιος φίλος.
Είχαμε πάει στο Stark Bier Fest (Γιορτή της Δυνατής Μπίρας) στο Augsburg. Όπου γινότανε ο κακός χαμός! Καμιά εικοσαριά σερβιτόρες, με τις παραδοσιακές του στολές, αγωνιζόντουσαν να μας προλάβουν όλους. Πέντε ποτήρια του λίτρου στο ένα χέρι, άλλα πέντε στο άλλο, προσθέστε και το βάρος των χοντρών γυάλινων ποτηριών και θα καταλήξετε στο συμπέρασμα ότι όλες οι σερβιτόρες πρέπει να ήταν… αρσιβαρίστριες! Και να οι μπίρες, να οι μεζέδες, λουκάνικα, ως επί το πλείστον, χωρίς να παραγγέλνει κανείς. Αφήνανε τα ποτήρια όπου δεν υπήρχε άλλη μπίρα, άφηναν και μεζέδες και τρώγαμε και πίναμε μέχρι σκασμού! Ρε, τουαλέτα δεν θα πάει κανείς; Πόση χωρητικότητα να έχει η ουροδόχος κύστη τους;
Όπως καθοδηγήθηκα ν’ ανακαλύψω, όλοι και όλες κατούραγαν επί τόπου, κάτω απ’ το τραπέζι, που το σκέπαζε λευκό τραπεζομάντηλο και βρόμαγε ο τόπος εκεί κάτω. Μ’ αυτόν τον τρόπο, δεν χάνανε γουλιές, ούτε χάλαγαν τον σταθερό ρυθμό κατάποσης του σκούρου υγρού. Πίναμε κι εμείς οι τέσσερεις της παρέας, χωρίς να σκεφτούμε ότι στην Γερμανία υπάρχουν διάφοροι παράξενοι νόμοι, όπως, φέρ’ ειπείν, αν σε πιάσει η αστυνομία να οδηγείς πιωμένος και πάνω απ’ το όριο, δεν χάνεις μόνο εσύ την άδεια οδήγησης, αλλά και όσοι απ’ τους επιβάτες έχουν. Η λογική είναι απλή και δεν χωράνε δικαιολογίες: Αν κάποιος απ’ τους άλλους δεν είναι πιωμένος, γιατί δεν οδηγεί εκείνος; Αν όλοι είναι πιωμένοι, όποιος και να οδηγούσε τις ίδιες αλακίες (με «μ» μπροστά) θα έκανε.
Κατά τις 23:00, αποφασίσαμε να πάμε σπίτια μας. Δικό μου ήταν το αυτοκίνητο, εγώ θα οδηγούσα. Ωραία, τακτοποιήθηκε κι αυτό! Η αστυνομία όμως καραδοκούσε 100 μέτρα παρακάτω. Είδα το κόκκινο φως που μου μοστράρανε, έκανα δεξιά και σταμάτησα…
Τι λέμε εμείς εδώ στα παιδάκια, όταν χτυπάνε και τα πονάει; «Να το φιλήσω να περάσει» λέμε, το κάνουμε μάκια και φεύγει ο πόνος (υποτίθεται). Στη Γερμανία λένε «να το φυσήξω να περάσει», το φυσάνε και πάει ο πόνος. Έρχεται που λέτε ο αστυνομικός, μ’ εκείνη την μυστήρια συσκευή, μας χαιρετάει ευγενέστατα και μου λέει: «Pusten Sie, bitte!» (Φυσάτε παρακαλώ! Θα φύσαγα ούτως ή άλλως, δεν υπήρχε οδός διαφυγής, αλλά αφού θα χάναμε τις άδειες όλοι, αποφάσισα να σπάσω πλάκα: «Ja, Herr Wachmeister, aber erst müssen Sie mir sagen wo es weh tut», (μάλιστα κ. Αστυφύλακα, αλλά πρώτα πρέπει να μου πείτε πού σας πονάει) και ξεραθήκαμε όλοι στα γέλια.
Όταν ο αστυνομικός σοβαρεύτηκε πάλι, επέμεινε: «Pusten Sie, bitte!» Τι να ’κανα; Παίρνω φόρα και τραβάω μια δυνατή εκπνοή. Το μηχάνημα δεν έγραψε τίποτα. Ο αστυνομικός το κοίταξε παραξενεμένος, πάει μέχρι το περιπολικό και επιστρέφει με άλλη συσκευή. Πάλι μια από τα ίδια: «Pusten Sie, bitte!» (επίμονή κι αυτός ο ευλογημένος!) Άλλη μια δυνατή εκπνοή εγώ και η καινούργια συσκευή έμεινε στο μηδέν. Μας είχε δει από πού είχαμε βγει. Τι στην ευχή πήγαμε να κάνουμε εκεί μέσα; Αγρυπνία; Δεν θα το πίστευε κανείς.
«Καλά, δεν ήπιατε στη γιορτή;» με ρώτησε έκπληκτος.
«Ήπια ένα λίτρο μπίρα, αλλά στις 20:00. (Τα υπόλοιπα 8 λίτρα τα αποσιώπησα τελείως). Ήξερα ότι θα οδηγούσα και δεν θα ήταν σωστό. Τώρα είναι 23:15 και δεν έχει μείνει τίποτα από δαύτο», απάντησα.
«Συγχαρητήρια, κύριέ μου! Αυτό σημαίνει υπευθυνότητα!» Και μ’ αρχίζει έναν λόγο, που έλεγα ότι δεν θα τέλειωνε ποτέ. Να τον παρακαλώ μέσα μου να μ’ αφήσει να φύγω, γιατί με ’χε σφίξει το κατούρημα, Πόσο να άντεχα πια με τόσην μπίρα;
«Άντε, ρε φίλε, ξεμπέρδευε, γιατί θα μου φύγουν εδώ μέσα και θα γίνω ρεντίκολο».
Τελικά, αφού ολοκλήρωσε ο,τι είχε να πει, μας χαιρέτισε και μας άφησε να φύγουμε. Ανακουφίστηκα. Τώρα έπρεπε να βρω μια γωνιά μακριά από αδιάκριτα βλέμματα, να κατουρήσω.
«Πώς το κατάφερες και η συσκευές δεν έγραψαν τίποτα;» με ρώτησαν οι άλλοι;
«Βρέστε μου μια γωνιά να κατουρήσω και θα σας πω μετά», είπα εγώ και με κατηύθυναν σ’ ένα μικρό πάρκο.
Αφού ανακουφίστηκα στη ρίζα ενός δέντρου, τους εξήγησα ότι δεν υπάρχει τρόπος να γελάσεις την συσκευή κι αν υπάρχει, δεν τον ξέρω. Απλά, η τύχη μου δούλεψε και πέσαμε σε χαλασμένη παρτίδα. Συμβαίνουν αυτά τα πράγματα… όχι συχνά, αλλά συμβαίνουν…
Άλλη μια φορά πάλι, όταν είχε έρθει η μάνα μου να μας επισκεφτεί στην Γερμανία, μας είχαν καλέσει σ’ ένα φιλικό σπίτι, όπου μας έβγαλαν μια κουλούρα άσπρο ψωμί, το ψωμί που είχε συνηθίσει να τρώει η μάνα μου. Ενθουσιάστηκε και ήθελε να της το αγοράσω την επόμενη μέρα.
«Πού το πήρατε αυτό το ψωμί, παιδιά;» ρώτησα
«Knooper Weg 45» με πληροφόρησαν.
Την επόμενη μέρα, να ’μαι στο Νο 45 της Knooper Weg. Ένα τούρκικο μπακαλικάκι ήταν και πίσω απ’ τον πάγκο, μια πόρτα οδηγούσε στο σπίτι του ιδιοκτήτη. Του είπα τι ήθελα και στενοχωρήθηκε, γιατί είχε ξεπουλήσει.
«Καλά, η μάνα μου θα πρέπει να περιμένει μια μέρα ακόμη. Αύριο θα έρθω πιο νωρίς», είπα και κίνησα να φύγω.
«Μια στιγμή», με σταμάτησε ο Τούρκος. «Για την μάνα σου το θέλεις το ψωμί; Περίμενε τότε», μου είπε κι έδωσε οδηγίες στον γιο του, που ήταν στο μαγαζί, να φέρει την μια απ’ τις τρεις κουλούρες, που είχε αφήσει πάνω στο τραπέζι της τραπεζαρίας. Ο πιτσιρικάς την έφερε, ο πατέρας την δίπλωσε και μου την έδωσε.
«Τι χρωστάω;» τον ρώτησα.
«Τίποτα», ήρθε η απάντηση.
«Μα, πώς;» απόρησα.
«Ο,τι έχω στο μαγαζί πουλάω. Απ’ το σπίτι μου δεν πουλάω τίποτα και το ψωμί αυτό ήρθε απ’ το σπίτι μου», μου εξήγησε.
Θεώρησα υποχρέωσή μου να πάρω και μερικά πραγματάκια απ’ το μαγαζί, όχι μόνο το ψωμί τζάμπα. Και όταν ο μαγαζάτορας σερβίριζε την φέτα που είχα παραγγείλει, πήρε το μάτι μου ένα βουνό ωραία κομμένο παστουρμά πάνω στο ψυγείο. Καλά που τα είχα τα μάτια μου μέχρι τότε;
«Τι είναι αυτό;» ρώτησα, λες και δεν ήξερα.
«Roter Schinken» μου είπε.
«Στην πατρίδα σου πώς το λέτε;»
«Παστουρμά».
«Κι εμείς έτσι το λέμε. Έλληνας είμαι».
«Σ’ αρέσει;»
«Τρελαίνομαι!»
Τραβάει μια λαδόκολλα, βάζει επάνω της μπόλικες φέτες παστουρμά, βάζει ελιές, ανοίγω τη φέτα που μόλις είχα αγοράσει, να και κάτι ντολμαδάκια γιαλαντζί και στέλνει το γιο του σε μια ακόμη μυστική αποστολή στα ενδότερα του σπιτιού: Να φέρει την χιλιάρα με την ρακή. Την έφερε και έγινε… παλιγγενεσία! Το τι φάγαμε και ήπιαμε εκείνο το απόγευμα, δεν το πιάνει μυαλό ανθρώπου. Μετά μου πήρε τα κλειδιά του αυτοκινήτου και μ’ έστειλε σπίτι μου με ταξί. Έμενε μέχρι αργά τη νύχτα ανοιχτός κι όταν θα ξύπναγα, θα πήγαινα να πάρω το αυτοκίνητό μου.
«Μην ανησυχείς», μου είπε. «Θα το προσέχεις ο πιτσιρικάς. Δεν πρόκειται να τ’ αγγίξει κανείς».
Μετά απ’ αυτό, πήγαινα συχνά στο μαγαζί, για να πάρω, τάχα, ψωμί για την μάνα μου, ακόμη κι όταν η μάνα είχε φύγει και επιστρέψει στην Ελλάδα. Τον παστουρμά τον έφτιαχνε μόνος του και μ’ έμαθε και μένα!
ο θείος Τάκης Παναγιώτης Περράκης
Το κείμενο που διαβάσατε ήταν μια προσφορά
της Αρτοποιίας-Ζαχαροπλαστικής «Αλεύρι & Ζάχαρη», Σιδηράς Μεραρχίας 26, Ναύπλιο, με πάντα φρέσκα προϊόντα και αγνά υλικά. Σας συστήνω να δοκιμάσετε τα νέα προϊόντα τους: Εξαιρετικά σάντουιτς και υπέροχες, φρεσκοφτιαγμένες σαλάτες.
Και
Του «Popeye bistro», Σταϊκοπούλου 32, Ναύπλιο, για ποιοτικό φαγητό, την νοστιμότερη πίτσα που έχετε ποτέ δοκιμάσει, τέλειες μακαρονάδες, εξαιρετικά και προσεκτικά διαλεγμένα κρασιά και μια αξιόλογη συλλογή από ελληνικές και ξένες μπἰρες.
Και
Του «Βάτραχος Café», Υψηλάντου & Κωλέττη 1, Ναύπλιο, με προϊόντα που σας επιτρέπουν να περνάτε ευχάριστα την ώρα σας.
Και στα τρία αυτά μαγαζιά προτείνω να δοκιμάσετε και τον καφέ τους. Εξαιρετικός! Ο καλύτερος καφές στην πόλη!
Η επιλογή και ανάπτυξη του θέματος, όπως πάντα, δική μου.