ΆρθροΑρχείο

Παλιές ιστορίες με… επικοδομητικές σπατάλες (ΙΙ)

Άλλη μια φορά πάλι, με «πίεζε» ένας φίλος μου, να του δείξω την Τρούμπα, στον Πειραιά και γέλια δε θέλω, εν τάξει; Όχι, εγώ δεν ήθελα, γιατί να θέλω, δηλαδή; Επέμενε εκείνος, προσπάθησα ν’ «αντισταθώ» εγώ, αλλά φίλος ήταν, πώς να του πω όχι; Του είπα πάντως ότι θα μας χρειάζονταν αρκετά λεφτά, γιατί οι γυναίκες εκεί είχαν ένα μοναδικό ταλέντο να σ’ τα τρώνε, χωρίς να πάρεις είδηση, ειδικά από κάτι άβγαλτους, σαν το φίλο μου. Όταν μου έδειξε «φως», ξεκινήσαμε.

 

Βρήκαμε ένα μαγαζί εκεί, που ήταν λίγο –έτσι έδειχνε, τουλάχιστον,– καλύτερο από τ’ άλλα και μπήκαμε. Είχα μια ελπίδα ότι οι γυναίκες εκεί δεν θα ήταν τόσο «επιθετικές» και θα την γλίτωναν τα λεφτά του παππού, θα καταλάβετε αργότερα τι εννοώ. Είχα κάνει και μάθημα στον φίλο μου τον Δημητράκη, να μην είναι πολύ γαλαντόμος εκεί μέσα, γιατί υπήρχε κίνδυνος να μας την πέσουν πολλές κι άντε να βγάλεις άκρη μετά. Χαμός στο ίσωμα θα γινότανε. Ο Δημητράκης όμως είχε τις αντιρρήσεις του:

«Αν δεν έρθουν πολλές, πώς θα διαλέξουμε;» με ρώτησε.

«Δημητράκη, εμένα άσε με απ’ έξω», αντέδρασα εγώ. «Εσύ μπορείς να μου πεις τι ψάχνεις να διαλέξεις εδώ; Νύφη ήρθες να βρεις;»

 

Ο Δημητράκης βεβαίως δεν έπαιρνε χαμπάρι. Άρχισε να σκορπάει τα λεφτά και τελικά είχαμε ένα μαγαζί γυναίκες να συνωστίζονται δίπλα μας. Όλες θέλανε κέρασμα κι ο Δημητράκης τις κέρναγε. Τι πίνανε ή, μάλλον, τι παραγγέλνανε, αφού εκείνο που πίνανε ήταν τελείως διαφορετικό; Gin Fizz, που δεν είχα ιδέα τι ήταν. Αλλά καταλάβαινα ότι για να το παραγγέλνουν οι γυναίκες του μαγαζιού, που είναι επιφορτισμένες με την αύξηση της κατανάλωσης, θα ήταν ο,τι ακριβότερο υπήρχε. Ή το ακριβό ποτό της μόδας τότε, γιατί σήμερα δεν ξέρω κανέναν να πίνει Gin Fizz. (Τι να έπιναν, δηλαδή; Σφηνάκι μπίρα βαρελίσια; Ακόμη κι αν το ’βλεπα, δεν θα το πίστευα).  Και έτσι ήταν, γιατί σε λίγο ο μπεζαχτάς του Δημητράκη άρχισε να μειώνεται δραματικά κι εγώ δεν είχα πάρει λεφτά μαζί μου. Τρελός ήμουν; Σιγά να μην έπαιρνα λεφτά για να κάνει το κέφι του ο Δημητράκης. Ε, τόσο αλτρουιστής δεν είμαι.

 

Δεν ξέρω πώς, ο Δημητράκης είχε μείνει με την εντύπωση ότι θα διάλεγε μία και θα την έπαιρνε να βγάλουν τα μάτια τους μαζί. Και δεν ξέρω πώς του είχε δημιουργηθεί αυτή η εντύπωση, γιατί εγώ δεν είχα δώσει τέτοιες συστάσεις για την Τρούμπα. Ίσως είχε δει τα «Κόκκινα Φανάρια», ίσως να κατάλαβε λάθος τα όσα του είπα. Όχι ότι δεν γίνονται βεβαίως,  γίνονται και παραγίνονται. Αλλά όταν γίνονται κοστίζουν πολλά, γιατί για να έρθει η κυρία μαζί σου και να σ’ αρχίσει τα κουνήματα, έχει και τις απαιτήσεις της:

  • Θέλει σαμπάνια, λες και την είχε συνηθίσει κι απ’ το χωριό της, όπου ο Μήτρος της, που αργότερα την εγκατέλειψε, που κακό χρόνο να ’χει κι εκείνη ήρθε να κρύψει την ντροπή της στην Τρούμπα, δεν της έδινε ξινόγαλο, αλλά σαμπάνια. Αδυναμίες είν’ αυτές!
  • Πρέπει να αναπληρωθεί η εργασία της στο μαγαζί, που όπως είπαμε είναι η αύξηση της κατανάλωσης. Πάντα με μετρητά! Το ποσόν το ορίζει ο μπάρμαν.
  • Που εκτός από μπάρμαν είναι και ο… νταβατζής των κυριών του μαγαζιού κι αν σας χτύπησε άσχημα το «νταβατζής», ας πούμε ότι είναι ο διαχειριστής των σεξουαλικών δραστηριοτήτων των κυριών εν ώρα εργασίας. Ελπίζω να με κατανοήσατε. Άρα κι αυτός πρέπει να έχει το «διάφορό» του και το πόσο το εκτιμά αυτό το «διάφορο» είναι θέμα της στιγμής και του πόσο λιγωμένο είναι το βλέμμα του πελάτη.

 

Είχαμε τόσα; Εμ, δεν είχαμε. Δηλαδή εγώ δεν είχα φράγκο και δεν είχα ιδέα πόσα είχαν μείνει αδιάθετα στην τσέπη του Δημητράκη, που, όταν του τα εξήγησα όλ’ αυτά, θα πρέπει να κατάλαβε ότι το εναπομείναν ποσό δεν έφτανε για τέτοιες πολυτέλειες και έμεινε στα προκαταρτικά: λίγο χάιδεμα βυζιών, καμιά φορά το χέρι κάτω απ’ την φούστα και τα τοιαύτα. Χωρίς κέρδη κέρατα, μ’ άλλα λόγια. Και ο άβγαλτος Δημητράκης να πιστεύει ότι όλες οι γυναίκες τον είχαν, κατά κάποιον τρόπο, –άκρως μυστηριώδη για τον λογικό νου– τον είχαν ερωτευτεί ή περίπου, χωρίς να είμαι απολύτως σίγουρος περί του τι σημαίνει αυτό το «περίπου».

 

Αν σας πω ότι περίσσεψαν λεφτά, δεν θα με πιστέψετε και γι’ αυτό δεν σας το λέω. Φυσικά, τα φάγαμε όλα! Ακόμη και το «καρδιαζόλ» του παππού! Ο παππούς του φίλου μου του ’χε δώσει χρήματα να του πάρει το φάρμακό του, αλλά εμείς τα καταθέσαμε –ατόκως!– στην Τρούμπα. Ευτυχώς που δεν έπαθε τίποτα ο γεράκος, αφού φάρμακο δεν του πήγε ο φίλος μου, γιατί θα ’χε μείνει κάνα… κουσούρι στον εγγονό.

 

Σ’ όλο το παραπάνω κείμενο αντικαταστήστε τον ενεστώτα με αόριστο, αφού μιλάμε για το μακρινό παρελθόν. Σήμερα δεν υπάρχει η Τρούμπα, έχει καταργηθεί, ποτέ δεν κατάλαβα τους λόγους αυτής της κατάργησης. Τα τελευταία χρόνια όμως όλο το Λεκανοπέδιο έχει γίνει μια μεγάλη Τρούμπα, τελείως ανεξέλεγκτη, με δικούς της κανόνες. Ρίξτε μια ματιά γύρω σας…

 

Και τώρα να πω και τις ευχές μου σ’ όλες και όλους τους εορτάζοντες. Πρώτα – πρώτα στην εγγονή μου Μαρία. Θυγατέρα της κόρης μου Αγγελικής και του Γιώργου. Να ζήσεις, γλυκιά μου! Να είσαι πάντα υγιής και καλότυχη, αγαπημένη Μαρία μας! Να σε χαιρόμαστε! Μετά στην ανεψιά μου Παναγιώτα. Θυγατέρα του αδελφού μου και της Μιμίκας. Να είσαι πάντα καλά, ομορφιά μου! Κι εσένα να σε χαιρόμαστε, Παναγιώτα μας! Και, φυσικά, σε όλους τους άλλους εορτάζοντες, γνωστούς και αγνώστους.

 

Το να δώσω ευχές στον εαυτό μου δεν το θεωρώ πρέπον. Ευχές περιμένω από σας, τους αναγνώστες μας. Ελπίζω να υπάρχουν και μερικοί που να με συμπαθούν! Η ελπίδα, ως γνωστόν, πεθαίνει τελευταία! Θα δείξει το πράγμα…

 

ο θείος Τάκης  Παναγιώτης Περράκης

 

Το κείμενο που διαβάσατε ήταν μια προσφορά

 

της Αρτοποιίας-Ζαχαροπλαστικής «Αλεύρι & Ζάχαρη», Σιδηράς Μεραρχίας 26, Ναύπλιο, με πάντα φρέσκα προϊόντα και αγνά υλικά. Σας συστήνω να δοκιμάσετε τα νέα προϊόντα τους: Εξαιρετικά σάντουιτς και υπέροχες, φρεσκοφτιαγμένες σαλάτες.

 

Και

 

Του «Popeye bistro», Σταϊκοπούλου 32, Ναύπλιο, για ποιοτικό φαγητό, την νοστιμότερη πίτσα που έχετε ποτέ δοκιμάσει, τέλειες μακαρονάδες, εξαιρετικά και προσεκτικά διαλεγμένα κρασιά και μια αξιόλογη συλλογή από ελληνικές και ξένες μπρες.

 

Και

 

Του «Βάτραχος Café», Υψηλάντου & Κωλέττη 1, Ναύπλιο, με προϊόντα που σας επιτρέπουν να περνάτε ευχάριστα την ώρα σας.

 

Και στα τρία αυτά μαγαζιά προτείνω να δοκιμάσετε και τον καφέ τους. Εξαιρετικός! Ο καλύτερος καφές στην πόλη!

 

Η επιλογή και ανάπτυξη του θέματος, όπως πάντα, δική μου.