ΆρθροΑρχείο

Παλιές Ιστορίες με μια Μικρή Ανάκριση

Νοέμβριος του 1973. Με έπιασαν λίγο μετά τα γεγονότα του Πολυτεχνείου, την Δευτέρα, 18/11/1973. Με οδήγησαν στην Ασφάλεια στην Μεσογείων, όπου με παρέλαβε κάποιος υπαστυνόμος Πιλάτος, όνομα και πράμα ο αθεόφοβος, που άρχισε να ρίχνει άδεια, μήπως πιάσει γεμάτα. Μετά από 5-6 ώρες, αφού δεν έβγαλε άκρη μαζί μου, με πήγε σ’ έναν αστυνόμο Ματζαβά, ο οποίος μου είπε τα εξής… ηρωικά:

«Πες μας ο,τι ξέρεις, αλλιώς θα την πληρώσουν τα παιδιά σου».

Η μεγάλη η κόρη μου ήταν 4 ετών και 5 μηνών και η μικρή 10 μηνών. Τόσο… άντρες ήταν, να τα βάζουν με τα νήπια!

 

Την άλλη μέρα, ήρθε ένα φορτηγό του στρατού και πήρε μερικούς από μας και μας πήγε στο ΚΕΒΟΠ, όπου έφτασα με μικροπεριπέτειες. Τρίτη, Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή, μου έδιναν ένα σκατόφαγο, που βρόμαγε εδώ και ’κεί κάτω και δεν το έφαγα ποτέ. Εντύπωση μου έκανε ότι δεν μου έδιναν καθόλου νερό.

‘Καλά, δεν έχουν δει τον φάκελό μου ακόμη,’ σκέφτηκα. ‘Όταν τον δουν θα καταλάβουν ότι δεν πιάνουν σε μένα τέτοια κόλπα’.

Το είδαν τον φάκελό μου το Σάββατο βράδυ το πρωί και με παρέλαβε ένας ταγματάρχης. Που μου φάνηκε ελαφρώς χαζοχαρούμενος.

«Τι βαθμό έχετε;»  με ρώτησε, όλο ευγένεια.

«Πολίτης είμαι, δεν έχω βαθμό», απάντησα.

«Αφήστε τα αυτά. Διάβασα το φάκελό σας», μου δήλωσε.

«Καιρός ήταν!» είπα εγώ. «Τότε για ποιο λόγο με ρωτάτε; Όλα εκεί μέσα είναι».

«Θέλω να τ’ ακούσω κι από σας» είπε και ικανοποίησα την περιέργειά του.

«Και πώς φτάσατε κρατούμενος στο ΚΕΒΟΠ; Δεν είναι πρέπον!»

«Σ’ αυτό συμφωνούμε κι αν το είπατε σοβαρά, κ. Ταγματάρχα μου, αφήστε με να φύγω».

 

Συζητήσαμε κι άλλα κι έφτασα να του δηλώσω ότι ήμουν κατά της «εθνικής, ημών κυβερνήσεως», μ’ άλλα λόγια της ξενοκίνητης χούντας. Σιγά μην φοβόμουνα να το ομολογήσω. Όλα ήταν μέσα στο φάκελό μου και ο ταγματάρχης τον είχε διαβάσει, άρα πράγματα που ήξερε του είπα κι εκείνος πήγε να με μπερδέψει:

«Δηλαδή είστε κομμουνιστής!» μου πέταξε ξαφνικά.

 

Γιατί, μωρέ; Μόνο ο μαύρος κι ο κόκκινος φασισμός υπάρχει; Είτε το ένα άκρο είτε το άλλο; Στο ενδιάμεσο, τίποτα;

 

Είχε έρθει η δική μου η σειρά να τον μπερδέψω και τον μπέρδεψα:

«Αν μπορώ, να υποβάλω κι εγώ μια ερώτηση, όχι ότι περιμένω να πάρω απάντηση δηλαδή, αλλά για να πω κι εγώ κάτι: Εσείς είστε υπέρ ή κατά του καθεστώτος;»

«Υπέρ, φυσικά», απάντησε.

«Καλά, το καθεστώς, καθεστώς είναι, αύριο πέφτει. Εσείς με ποιους θα είστε; Με τους σημερινούς ή με τους αυριανούς;»

«Με το καθεστώς!» ήρθε η αφοπλιστική απάντηση. Έτσι απλά και «αχρωμάτιστα».

 

Μετά απ’ αυτό η στάση του άλλαξε. Άρχισα να αισθάνομαι σαν φιλοξενούμενος εκεί μέσα, όχι σαν κρατούμενος. Διέταξε κι έναν λοχία να φέρει μια κανάτα δροσερό νερό και να ζητήσει να στείλουν μια ομελέτα με 4 αυγά από την τραπεζαρία των αξιωματικών και ο,τι άλλο εκλεκτό είχαν. Μετά εξαφανίστηκε μέσα από μια πόρτα εκεί στο βάθος κι ο λοχίας έφερε το δροσερό νερό κι ένα κρυστάλλινο ποτήρι. Δεν μπορούσα να πιστέψω την καλή μου τύχη. Για μια στιγμή πίστεψα ότι μου έκαναν πλάκα. Άκου κρυστάλλινο ποτήρι…

‘Για να πάρω τα μέτρα μου’, σκέφτηκα.

«Λοχία, ξέρεις ποιος είμαι και πρέπει να έχει μια έστω και νεφελώδη ιδέα του τι μπορώ να κάνω. Αν λοιπόν σερβίρεις το νερό στο ποτήρι, απλώσω το χέρι μου να το πάρω και συ το τραβήξεις, θα σου ξεκολλήσω και τους δυο βραχίονες απ’ τους ώμους. Εξηγηθήκαμε; Σέρβιρε το νερό τώρα!»

«Για σας είναι το νερό, να πιείτε όσο θέλετε, όπως διέταξε ο κ. Ταγματάρχης», είπε και γέμισε το ποτήρι.

 

Το πήρα όσο πιο αργά μπορούσα, γιατί δεν ήθελα να δείξω πόσο το είχα ανάγκη. Το ήπια όλο. Ο λοχίας επιχείρησε να το ξαναγεμίσει, αλλά τον σταμάτησα.

«Δεν θέλω άλλο, ευχαριστώ!» είπα.

 

Σε λίγο ήρθε κι η ομελέτα με μια μερίδα μοσχάρι ψητό της κατσαρόλας. Μπερδεύτηκα και δεν ήξερα με ποιο ν’ αρχίσω. Τελικά τα έφαγα όλα μαζί! Ο ταγματάρχης όμως ακόμη εξαφανισμένος.

 

«Τι διάολο κάνει;» αναρωτήθηκα φωναχτά κι ο λοχίας με άκουσε.

«Συζητάει με τον κ. Συνταγματάρχη», με πληροφόρησε.

«Τώρα βρήκε; Δεν μπορούσαμε να τελειώσουμε εδώ πρώτα και μετά να συζητάει όσο θέλει;» σχολίασα εγώ που, με τόσο φαΐ, με είχε πιάσει υπνηλία.

«Απ’ ο,τι πήρε τ’ αυτί μου, θα κοιμηθείτε σπίτι σας απόψε».

«Τι λες, μωρέ;» απόρησα. «Γιατί να μ’ αφήσουν;»

«Γιατί σας φοβόνται!»

«Εμένα; Για ποιο λόγο;»

 

Εκείνη τη στιγμή μπήκε μέσα ο Συνταγματάρχης με τον Ταγματάρχη κι ο μεγάλος μου έβαλε τις φωνές:

«Εσύ τι κάνεις εδώ μέσα; Γιατί δεν πας στο σπίτι σου;» μου φώναξε.

«Αν σας πω ότι για επίσκεψη ήρθα, αλλά κάπου ξέχασα τα γλυκά, θα με πιστέψετε;» ρώτησα με το πιο αθώο ύφος του κόσμου.

«Άσ’ τα καλαμπούρια. Τράβα σπίτι σου!» είπαν και με έδιωξαν…

 

Στο Χαϊδάρι δεν κυκλοφορούσε ψυχή. Σαββατόβραδο, 24/11/73, δεν υπήρχε ψυχή στους δρόμους. Συνέχισα με τα πόδια μέσα απ’ τη στοιχειωμένη πολιτεία, μέχρι που έφτασα στην Ομόνοια. Είδα πολλούς στρατιώτες και άρματα. Δεν καταλάβαινα τι γινότανε, αλλά πήρε το μάτι μου έναν πρασινοσκούφη λοχαγό που τον ήξερα απ’ το Κ.Ε.Α.Π. Πήγα κοντά του και τον ρώτησα. Ο «πρασινοσκούφης» μου είπε, αντί για άλλη απάντηση:

«κ. Υποπλοίαρχε, σπίτι σας γρήγορα. Γίνεται αντικίνημα, αλλά δεν ξέρω λεπτομέρειες. Φύγετε, γιατί μπορεί να έχουμε φασαρίες. Θα σας στείλω με τζιπ. Περιμένετε παρακαλώ!» είπε και κάλεσε ένα τζιπάκι. Χαιρετηθήκαμε, τον ευχαρίστησα με όλη μου την καρδιά, ανέβηκα στο τζιπ κι έφυγα μέσω Γ΄ Σεπτεμβρίου. Ευτυχώς που βρέθηκε κι ο φίλος, γιατί ο ποδαρόδρομος με είχε εξαντλήσει.

 

Στο σπίτι, έκανα ένα ντους και κοιμήθηκα. Την άλλη μέρα στις 07:00, με ξύπνησε η γυναίκα μου μ’ ένα φορητό ραδιοφωνάκι.

«Άκου τι λέει αυτό, γιατί εγώ δεν καταλαβαίνω τίποτα», μου είπε και να τα εμβατήρια και τα δημοτικά».

Ακριβώς τότε ήταν που άρχισα να βλαστημάω. Δεν καταλάβατε τον λόγο;

«Τι σ’ έπιασε τώρα και βλαστημάς πρωί – πρωί;»

«Αφού ήταν ανοιχτή η ώρα, χάθηκε να πω να πιάσω τον πρώτο αριθμό του λαχείου; Τι την ανακάτεψα την πτώση του καθεστώτος, που να με πάρει ο διάολος;»

 

ο θείος Τάκης  Παναγιώτης Περράκης

 

Το κείμενο που διαβάσατε ήταν μια προσφορά

 

της Αρτοποιίας-Ζαχαροπλαστικής «Αλεύρι & Ζάχαρη», Σιδηράς Μεραρχίας 26, Ναύπλιο, με πάντα φρέσκα προϊόντα και αγνά υλικά. Σας συστήνω να δοκιμάσετε τα νέα προϊόντα τους: Εξαιρετικά σάντουιτς και υπέροχες, φρεσκοφτιαγμένες σαλάτες.

 

Και

 

Του «Popeye bistro», Σταϊκοπούλου 32, Ναύπλιο, για ποιοτικό φαγητό, την νοστιμότερη πίτσα που έχετε ποτέ δοκιμάσει, τέλειες μακαρονάδες, εξαιρετικά και προσεκτικά διαλεγμένα κρασιά και μια αξιόλογη συλλογή από ελληνικές και ξένες μπρες.

 

Και

 

Του «Βάτραχος Café», Υψηλάντου & Κωλέττη 1, Ναύπλιο, με προϊόντα που σας επιτρέπουν να περνάτε ευχάριστα την ώρα σας.

 

Και στα τρία αυτά μαγαζιά προτείνω να δοκιμάσετε και τον καφέ τους. Εξαιρετικός! Ο καλύτερος καφές στην πόλη!

 

Η επιλογή και ανάπτυξη του θέματος, όπως πάντα, δική μου.