ΆρθροΑρχείο

Γιατί Σύριζα, γιατί τώρα

Ο ΣΥΡΙΖΑ αποτέλεσε έναν ευφυή (από πλευράς σύλληψης και εφαρμογής) πολιτικό σχηματισμό με σαφή αμυντικά (η ασπίδα είναι ως γνωστόν αμυντικό όπλο, πόσο μάλλον ο «συνασπισμός») και συγκεκριμένα ταξικά χαρακτηριστικά. Η αμυντική λειτουργία του εγχειρήματος αποτυπωνόταν άλλωστε και στην καταστατική/λειτουργική δομή του. Η αρχή της ομοφωνίας επί πολυφωνίας είναι χαρακτηριστική επ’αυτού και ενδεικτική του «ευφυούς» της δημιουργίας του.

Είναι άλλωστε ένα σημείο το οποίο ήδη μελετάται σε παγκόσμιο επίπεδο, σαν ένα από τα  κρίσιμα για την δημιουργία αριστερού κόμματος «νέου τύπου» του 21ου αιώνα. Δεύτερο ,όχι σε σπουδαιότητα, «ευφυές» χαρακτηριστικό του, αποτέλεσε το σε κατάλληλο χρόνο διατυπωμένο κι ανέφικτο από πλευράς ποσοστών έως τότε, αλλά καθόλα «ζωντανό» ως «ιστορία», αίτημα της Κυβερνητικής εξουσίας της Αριστεράς.

Ο ΣΥΡΙΖΑ στην ουσία ποτέ δεν αποτέλεσε κόμμα με την έννοια των κομμάτων του προηγούμενου αιώνα. Δεν είναι τυχαίο που «κατάφερε» πράγματα που ελάχιστα αριστερά κόμματα του 20ου αιώνα κατάφεραν (τρομακτική άνοδο ποσοστών σε ελάχιστο χρόνο, κατάληψη κυβερνητικής «εξουσίας», κλπ). Η συγκυρία της καπιταλιστικής κρίσης μέσα στην οποία μορφοποιήθηκε σαν πολιτικός σχηματισμός  και εμφάνισε τα «επιτεύγματα» του, υπήρξε καθοριστική.

Στην πραγματικότητα ο ΣΥΡΙΖΑ αποτέλεσε ένα «ανάχωμα» που δημιουργήθηκε και ως τέτοιο αξιοποιήθηκε, από ένα σύνολο πληττόμενων κοινωνικών στρωμάτων. Με την έννοια αυτή διέφερε από το ΠΑΣΟΚ, το οποίο ήταν μια συμμαχία (ένα «κίνημα») υπό την ηγεμονία ανερχόμενων οικονομικά και κοινωνικά μεσοστρωμάτων που διεκδίκησαν και απέκτησαν «δικαίως», την πολιτική  (και τελικά ταξική) αναβάθμιση που η μετεμφυλιοπολεμική Ελλάδα τους αποστερούσε ή έστω «καθυστερούσε» έως τότε, να τους αποδώσει.

Με την έναρξη της τελευταίας κρίσης, (η οποία προσδιορίζεται δύο τουλάχιστον χρόνια πριν την έναρξη της μνημονιακής περιόδου) και σαν σε παράλληλη διάσταση, «κάτω» από την πολιτική σκηνή και «μέσα» στην κοινωνία, μια ταξική συμμαχία διαμορφωνόταν στην Ελλάδα, όπως εν πολλοίς συνέβαινε, αν και με λιγότερο εναργή και προσδιορισμένο τρόπο και στην υπόλοιπη Ευρώπη. Ιδίως στον νότο της.

Μια ταξική συμμαχία των χαμηλότερων εισοδηματικά εργαζόμενων (προλετάριοι) και των μεσαίων εισοδηματικά στρωμάτων που απειλούνταν πια και εξαιτίας των συνεπειών της κρίσης αυτής, ξεκάθαρα από την επικείμενη «προλεταριοποίηση» τους και ήταν «αναγκαστικά» διατεθειμένα να την αντιπαλέψουν. Η συμμαχία αυτή βρίσκει πολιτική στέγη στον ΣΥΡΙΖΑ και ως έναν βαθμό τον συνδιαμορφώνει και τον ΡΙΖοσπαστικοποιεί.

Αυτή η ταξική συμμαχία δεν έμεινε αδιάγνωστη από τον αντίπαλο. Έγκαιρα επιχείρησε την αποτροπή της με αναδόμηση της πολιτικής του εκπροσώπησης , των συμμαχιών του και των ιδεολογημάτων του. Με αυτό τον τρόπο μπορούν να εξηγηθούν η κυβέρνηση Παπαδήμου, η «πολλαπλή» κομματική παρουσία του Μαΐου του 12 , η δημιουργία «νέων» κομμάτων τύπου «μιας χρήσης» (Ποτάμι), ή η αναβίωση “παλαιών” τύπου “καρικατούρας» (Ε.Κ.).

Αλλά και το εκτεταμένο «πλασάρισμα» της νεοφιλελεύθερης (στην ουσία αναρχοκαπιταλιστικής –ουτοπικής) , «θεωρίας», εμφανώς προσανατολισμένης στην ιδεολογική ποδηγέτηση των όποιων εναπομεινάντων ανώτερων μεσοστρωμάτων της σχετικά «εξασφαλισμένης» εργασίας.

Αυτό βέβαια το πολιτικό και ιδεολογικό σκηνικό δεν στήθηκε από τον αντίπαλο χωρίς το «έργο» να έχει «υπόθεση». Αυτή ακριβώς η «υπόθεση» , το «ψωμί» του έργου που παρακολουθήσαμε και εξακολουθούμε να παρακολουθούμε δεν είναι άλλο από το ποιος θα πληρώσει το «μάρμαρο» της καπιταλιστικής κρίσης που φυσικά συνεχίζεται και δεν αφορά μόνο την Ελλάδα. (Τραγική παράπλευρη συνέπεια, της πανευρωπαϊκής  ή μάλλον παγκόσμιας διάστασης της, είναι και το διαδραματιζόμενο προσφυγικό δράμα.)

Στην μάχη αυτή παραμένουν με σταθερό προσανατολισμό στρατευμένες  εγχώριες και ξένες «δυνάμεις». Το επίδικο , η «λεία» αυτής της μάχης, δεν είναι άλλη από αυτήν που πάντα ήταν. Η «τιμή» της εργατικής δύναμης. Η πτώση αυτής ακριβώς της «τιμής» είναι που θα επιτρέψει την άνοδο του «ποσοστού κέρδους» την στιγμή ακριβώς που πια το «απόθεμα» εμπορευμάτων θα έχει απομειωθεί αρκετά και τόσο, ώστε η «ζήτηση» να επιτρέψει στον «τροχό» της καπιταλιστικής ανάπτυξης να γυρίσει και να αντικαταστήσει εκείνον της ύφεσης και της κρίσης.

Με αυτήν ακριβώς την έννοια πρέπει να εξετάσει κανείς και την περίοδο των μνημονίων στην ιστορία του Ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού. Πρόκειται για πολιτική μείωσης της αξίας της εργατικής δύναμης και ταυτόχρονης απομείωσης της πολιτικής ισχύος των πολιτικών εκφραστών των εργαζομένων.

Η περίοδος αυτή είναι καταδικασμένη να τελειώσει στο βαθμό που η τρέχουσα καπιταλιστική κρίση  θα κλείσει τον κύκλο της. Η ιστορία μας διδάσκει πως οι οικονομικές κρίσεις δεν είναι σε συνάφεια και δεν ακολουθούν τις πολιτικές μεταβολές. Διέπονται από δικούς τους νόμους και ως προς την έναρξη και ως προς την λήξη τους. Αυτή η πολιτική διάσταση της «μνημονιακής» περιόδου της χώρας δεν έχει εξετασθεί όπως της «αξίζει».

Μια παρένθεση μόνο εδώ. Με μεγάλη «αμηχανία» παρακολουθούμε όλοι  ότι τους τελευταίους μήνες η «ανάπτυξη» έχει έρθει (sic) στη χώρα! Πλεόνασμα, «ανάπτυξη» , απασχόληση και λοιποί οικονομικοί δείκτες βρίσκονται σε «ανέλπιστη» άνοδο! (σύμφωνα με σειρά δημοσιευμάτων). Κάποιοι (Ν.Δ. , κ.ά.) «ψελλίζουν» περί «πρωτοφανούς» σχετικής μείωσης του δείκτη προσλήψεις προς απολύσεις για τους μήνες Ιούλιο και Αύγουστο 2015 αλλά πιθανότατα αγνοούν την καταπληκτική σε πανευρωπαϊκό επίπεδο άνθηση της υποκατάστασης της μισθωτής (έστω και ωρομίσθιας) εργασίας από τον θεσμό της «μαθητείας».

Με τον τρόπο αυτό και βεβαίως όχι μόνο, η ανάπτυξη όταν έρθει και πιθανόν να μην είναι πράγματι μακριά , θα αποκαλύψει την γύμνια του ταξικού ιδεολογήματος πως «η ανάπτυξη φέρνει δουλειές». Τότε βέβαια οι εμπνευστές του θα το έχουν «ξεχάσει»!

Σημαίνουν άραγε τα πιο πάνω πως η διάκριση «μνημόνιο – αντιμνημόνιο» ήταν ή είναι ένα «άδειο πουκάμισο»” ; όχι βέβαια! Σημαίνουν όμως πως η μάχη που δόθηκε και θα εξακολουθήσει εν πολλοίς να δίνεται, πρέπει ιστορικά να τεθεί στην πραγματική της βάση που δεν είναι άλλη από την επιστημονική ανάλυση της ταξικής της διάστασης.

Έτσι μπορεί κανείς να εννοήσει ότι τα «πολύ σοβαρά» που οδήγησαν στην δημιουργία του «συνασπισμού» (όχι ως κόμματος, αλλά ως συμμαχία κοινωνικών στρωμάτων και τάξεων που προαναφέρθηκαν) παραμένουν ανοικτά. Ασφαλής τρόπος να το επιβεβαιώσει είναι ,όπως πάντα, η στάση του αντιπάλου.

Δεν «αντιπολιτεύονται» οι Ν.Δ.-ΠΑΣΟΚ-Ποτάμι απλά για να επανακτήσουν κάποιοι το «δικαίωμα» στην νομή του κρατικού κορβανά (το περίφημο ζήτημα της διαπλοκής), χωρίς να σημαίνει ότι αυτό είναι «αδιάφορο» ζήτημα.. Κυρίως ο στόχος είναι ακριβώς η διάσπαση του ταξικού «συνασπισμού» (δευτερευόντως ή τριτευόντως και του ή των πολιτικών εκφράσεων του).

Το περιέγραψε με κάποια «αγωνία» ίσως, αρκετά νωρίς ο Κος Σόιμπλε όταν εκστόμισε το «να δω πως θα δικαιολογήσει τώρα στους ψηφοφόρους του..».  Ψηφοφόρους όχι κόμμα ή μέλη θέλουν να «αποσπάσουν»! Συμμαχία ,ακόμα περισσότερο, θέλουν να «διαρρήξουν»!

Το «τέλος» της περιόδου των μνημονίων , με την έννοια που αναλύθηκε παραπάνω, καθόλου δεν θα σημάνει επίσης, μια «ανακούφιση» για τον άνθρωπο της εργασίας. Το αντίθετο! Νέα δεινά μπορεί να επισωρευθούν κάλλιστα. Το παράδειγμα του θεσμού της «μαθητείας» καθόλου τυχαία δεν παρατέθηκε. Φυσικά δεν είναι το μόνο.

Κρίσιμη παράμετρος, στις μάχες που θα εξακολουθήσουν να δίνονται, θα είναι η ύπαρξη και η «πολιτική ισχύς» του πολιτικού σχηματισμού που εξέφρασε και εκφράζει την συμμαχία των ανθρώπων της εργασίας. Η αμυντική λειτουργικότητα του θα είναι καθοριστική για την αποτελεσματικότητα του. Αλλά και για κάτι περισσότερο.

Δεν είναι νοητό να «εγκαταλείπονται» ανυπεράσπιστα κοινωνικά στρώματα που πλήττονται από την κρίση σήμερα. Το «όσο χειρότερα τόσο καλύτερα» όχι απλά διαψεύστηκε ιστορικά αλλά διαπιστωμένα αντιστράφηκε. Στου «όσο χειρότερα», τη κοινωνική χώρα, καιροφυλακτούσε και καιροφυλακτεί  πάντα το απαίσιο τέρας της καμινάδας του Άουσβιτς.

Η άσκηση Κυβερνητικής εξουσίας δεν σημαίνει και πραγματική «κατάληψη» εξουσίας. Είναι όμως θανάσιμο λάθος να υποτιμάται η σημασία της, ιδίως ως προς την αμυντική – προστατευτική της λειτουργία για τους εργαζόμενους στην Ελλάδα και στην Ευρώπη στην δεδομένη συγκυρία. Ένα θανάσιμο λάθος που οι εργαζόμενοι , ίσως ή έστω κι «ενστικτωδώς» , θα αποφύγουν στις 20 Σεπτέμβρη!

Αυτή τη φορά  NO PASARAN !