Χωρίς αποσκευές
Συγγραφέας των μυθιστορημάτων «Από τα Gucci… στο ταγάρι» και «Λικέρ τριαντάφυλλο», η Ισμήνη Χ. Μπάρακλη έγινε κυρίως γνωστή από μια σειρά παιδικής λογοτεχνίας με γενικό τίτλο «Το Ημερολόγιο ενός Κακομαθημένου». Το πρώτο βιβλίο της σειράς κέρδισε πέρσι το Βραβείο εφηβικής Λογοτεχνίας 2014 – Οι πένες της χρονιάς στα Βραβεία Βιβλίου Public.
Η Ισμήνη Μπάρακλη που κατάγεται από το Ναύπλιο φοίτησε στο St George Commercial College και εργάστηκε επί σειρά ετών σε μεγάλη οικονομική εφημερίδα ως υπεύθυνη Εκδηλώσεων και Συνεδρίων. Είναι παντρεμένη και μητέρα ενός παιδιού. Γράφει για παιδιά και μεγάλους.
Αυτή την εποχή επεξεργάζεται την ιδέα ενός νέου μυθιστορήματος και συγχρόνως γράφει μικρά κείμενα λογοτεχνίας.
Το παρακάτω λογοτεχνικό κείμενο έχει τίτλο «Χωρίς αποσκευές» και πρωτοδημοσιεύτηκε στο “ΒΗΜΑ”.
Χωρίς αποσκευές
Στο αυτοκίνητο εσύ κι εγώ. Μόνοι. Έπειτα από καιρό. Τρία χρόνια είχαμε να ταξιδέψουμε μαζί. Να βρεθούμε τόσο κοντά. Επιστροφή στην πατρίδα. Στα αγαπημένα χώματα. Είχες πολύ καιρό να τα πατήσεις. Σήμερα, ήρθε η σπουδαία μέρα. Είναι μεγάλη η χαρά σου. Τη νιώθω. Με ζεσταίνει. Και η δική μου. Ο ήλιος καίει τις παλάμες μου πάνω στο τιμόνι. Η εθνική, πρώτη φορά μοιάζει φιλική, σχεδόν νωθρή. Δεν βιάζεται. Σα να θέλει μόνο να λιαστεί, να ξεκουραστεί κάτω από τον φθινοπωρινό ουρανό. Κι εγώ γλιστρώ ήρεμα πάνω στην άσφαλτό της, αφήνοντας πίσω μου βουνά, πεδιάδες. Χαμογελώ.
«Άλλαξα;» Σε ρωτώ… Θα πρόσεξες, ίσως, τις ρυτίδες στο μέτωπο, στα μάτια… Νομίζω πως τις έφερε ο πόνος του χωρισμού. Μπορεί και το βάρος. Βάρυνε ο κόσμος χωρίς εσένα. Βάζω δύναμη να τον σηκώσω. Σου μιλώ ασταμάτητα. Έχω τόσα πολλά που πρέπει να προλάβω να σου πω, μέχρι να φθάσουμε. Οδηγώ αργά. Δεν θέλω να φθάσω. Κι ας είναι τόσο γλυκός ο προορισμός, οικείος, δικός μας. Ξέρω πως πάλι θα σε αφήσω και θυμώνω. Θέλω να κρατήσει αυτή η βόλτα για πάντα… «Ναι, για πάντα» φωνάζω…
Μαλώνω τις στιγμές που γλιστρούν από τα χέρια μου, στραγγίζουν ανάμεσα από τα δάκτυλα κι έπειτα οι χούφτες μένουν άδειες, σα να μην τις κράτησα ποτέ. Κι όμως, τις κράτησα… τις θυμάμαι όλες, μια προς μια… Ήρθα πρωί πρωί, με τη δροσούλα της φρέσκιας μέρας που έσερνε ξερόφυλλα πάνω στο δρόμο. Θυμάμαι κρύωνα.
Θυμάμαι το στομάχι μου, κουλουριασμένο σε μια γωνιά σα μαλωμένο κουτάβι. Θυμάμαι δίψαγα. Το στόμα μου ήταν στεγνό, νομίζω από αγωνία. Τρία χρόνια είχα να σε δω. Πιπίλησα μια ξεχασμένη καραμέλα μέντας που ψαχούλεψα στην τσέπη της ζακέτας μου. Την κούμπωσα να ζεσταθώ. Φόραγα τα καλά μου, τα άσπρα, αυτά που σου αρέσουν. Σε πήρα αγκαλιά, σε ακούμπησα προσεχτικά στο κάθισμα, δίπλα μου. Πάνε πολλά χρόνια από τότε που με έπαιρνες εσύ αγκαλιά, ανέβαζες τις πατούσες μου πάνω σου και με περπάταγες στα βήματά σου…
«Βόλτα, όπως παλιά», σου ψιθύρισα, «όπως τότε, θυμάσαι;…» φορτωμένοι φίσκα μπαγκάζια, για καλοκαίρια, πασχαλιές… Σήμερα όμως, οι δυο μας. Χωρίς αποσκευές. Σε ήθελα μόνο για μένα. Κανένας άλλος. Εσύ κι εγώ. Μπαμπάς και κόρη. Τι ευτυχία…
Κι εσύ, στεκόσουν σιωπηλός δίπλα μου, ήρεμη δύναμη, όπως πάντα, μόνο μου κούνησες ένα χαρτί που ήταν κολλημένο πάνω σου… κάποια έγκριση αίτησης θαρρώ, μεταφοράς οστών…
Ποιος νοιάζεται για παλιόχαρτα φορτωμένα σφραγίδες κι υπογραφές… Σήμερα έχουμε γιορτή… Εσύ και εγώ μαζί!