ΆρθροΑρχείο

Παλιές Ιστορίες με Τυρί

Μέχρι να έρθω για επανεγκατάσταση στην Ελλάδα, έμενα στην Β. Αγγλία, στο Leeds. Εκεί έβρισκα όλα τα ελληνικά τυριά εκτός από ένα: Το κεφαλοτύρι, που μου αρέσει και το καταναλώνω κατά κόρον. Κάποτε λοιπόν που ήρθα στην Ελλάδα για μια δουλειά, με πήρε ο ύπνος στο αεροπλάνο και ονειρεύτηκα κεφαλοτύρια. Ξύπνησα με την έντονη επιθυμία να παραγγείλω: «Φέρτε μου κεφαλοτύρια να φάω», αλλά συγκρατήθηκα γιατί σκέφτηκα ότι σιγά μην είχαν κεφαλοτύρι στο αεροπλάνο. Μετά άρχισα να ονειρεύομαι ξύπνιος και να κάνω σχέδια.

«Θα προσγειωθούμε κάποτε», μονολογούσα. «Κατ’ ευθείαν στο τυράδικο θα πάω, να πάρω μισό κιλό κεφαλοτύρι, να πάρω κι ένα καρβέλι ψωμί απ’ τον πρώτο φούρνο που θα συναντήσω και να πάω σπίτι μου να πάρω κεφαλοτυρένιο πρωινό, μέχρι να… λυσσάξω».

 

Αυτό έκανα. Πήρα ένα ταξί απ’ το αεροδρόμιο και του εξήγησα ότι ψάχναμε έναν φούρνο κι ένα τυράδικο κι όπου τα έβλεπε να σταματούσε, για να ψωνίσω. Βρήκαμε πρώτα τον φούρνο, όπου αγόρασα ένα καλοψημένο καρβέλι ψωμί. Λίγο παραπάνω ήταν ένα σουπερμάρκετ. Ο οδηγός του ταξί, γνωρίζοντας την περιοχή, ήξερε και την ύπαρξη του σουπερμάρκετ παραπάνω στον δρόμο μας. Με πήγε μέχρι εκεί και μπήκα μέσα, ψάχνοντας για κεφαλοτύρι. Αναπόλησα τα παλιά μπακάλικα, όπου όλα τα πράγματα ήταν σε κοινή θέα και πρώτη ζήτηση, άσε που έπιανες και ψιλοκουβέντα με τον μπακάλη κι αισθανόσουνα άνθρωπος. Τελικά στο Ναύπλιο ένα (1) μπακάλικο έχει μείνει μόνο κι εκείνο είναι έξω απ’ το… Ναύπλιο. Ο Χάρος. (Καμία σχέση). Λυσσάξαμε, βλέπεις, να τον διώξουμε απ’ το παλιό στέκι του, δεν ξέρω για ποιους λόγους, για να το αφήσουμε ξενοίκιαστο. Ωραία! Εκείνος ο Μένιος είχε αφήσει εποχή. Έμπαινες στις 11:00 στο μαγαζί του και με το «λέγε – λέγε», του Μένιου, έβγαινες στις 14:00 με ένα κομμάτι χαλβά, όλο κι όλο, άσε που μπορεί να μην ήθελες να αγοράσεις χαλβά. Όμορφα χρόνια! Έφερνε και μερικά προϊόντα, που εμείς οι επαρχιώτες δεν είχαμε ξαναδεί. Κάποτε κάποιος πελάτης πριν από μας, –ο πατέρας μου κι εγώ ήμαστε οι «εμείς»– ζήτησε να του βάλει ο Μένιος και roquefort, που ήταν άγνωστη λέξη για μένα και δεν έδωσα σημασία. Όταν όμως είδα εκείνο το ωχρό τυρί, με την φρέσκια, καταπράσινη μούχλα μέσα, αναρωτήθηκα:

‘Μα, τρώγεται αυτό το πράμα;’

Και αποφάσισα να δοκιμάσω. Άρχισα, καλοπιάνοντας τον πατέρα μου, γιατί εγώ δεν είχα λεφτά:

«Μπαμπάκα, να πάρουμε κι εμείς λίγο  roquefort;»

«Όχι, παιδάκι μου,» ήρθε η απάντηση του γεννήτορος. «Δεν μας κατεβαίνουν αυτά τα πράγματα»

«Μα γιατί, καλέ μπαμπά;» ρώτησα εγώ, που μου είχε ανάψει την περιέργεια η μούχλα του τυριού.

«Γιατί εμείς τα δουλεύουμε τα λεφτά μας, δεν μας έρχονται απ’ το κόμμα» με «βούλωσε» ο πατήρ.

Ήταν γνωστό σε όλους ότι ο εν λόγω πελάτης έβαζε υποψηφιότητα με την ΕΔΑ στην Αργολίδα, χωρίς ελπίδα να εκλεγεί, έτσι για να συμπληρώνουν ψηφοδέλτιο. Άλλα τα χρόνια τότε, δεν είχαμε γίνει ακόμη τόσο προοδευτικοί, αν βεβαίως ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να θεωρηθεί αριστερό κόμμα. Πού πάνε, μωρέ, χωρίς τον Λαφαζάνη; Ποιος θα μας διασκεδάζει τώρα; Εμείς όμως για κεφαλοτύρια λέγαμε.

 

Πλησιάζω τον αρμόδιο υπάλληλο στο τμήμα των τυριών και του ζητάω να μου δείξει τα κεφαλοτύρια του. Μου έδειξε τέσσερα κεφάλια.

«Φλοίδα και απ’ τα τέσσερα, να δοκιμάσω και να σου πω από ποιο θέλω», είπα και δοκίμασα.

«Το νούμερο 3», διέταξα.

«Πόσο;» ρώτησε ο υπάλληλος.

«Γύρω στο μισό κιλό», απάντησα.

Βάζει το κεφάλι (του τυριού, για να μην παρεξηγηθούμε) πάνω στον πάγκο, παίρνει την μεγάλη μαχαίρα και ετοιμάζεται να κόψει. Είδα πόσο θα έκοβε και σκέφτηκα ότι πολύ θα έβγαινε. Πάω να του το πω, αλλά συγκρατήθηκα.

‘Σιγά τώρα μη του κάνω τον έξυπνο πάνω στη δουλειά του’, σκέφτηκα και δεν είπα τίποτα.

 

Έκοψε το κομμάτι, τα βάζει πάνω σ’ ένα χαρτί και το πετάει στην ζυγαριά.

«Ένα τριακόσια είναι. Να τ’ αφήσω;» μου είπε ψύχραιμα.

Καλά, μισό κιλό δεν είχα ζητήσει; Τι ένα τριακόσια κι αηδίες μου έλεγε ο άνθρωπος;

«Ασφαλώς και να τ’ αφήσεις», είπα εγώ «και να μου δώσεις μισό κιλό», είπα και ξεραθήκαμε όλοι στα γέλια. (Η ατάκα δεν ήταν δική μου, κάπου την είχα διαβάσει, αλλά μια και μου ’τυχε, είπα να την χρησιμοποιήσω).

 

Καταλαβαίνω ότι το χέρι του δεν είναι ζυγαριά, αλλά πόσο να ’φευγε; 50 γραμμάρια; 100; Άντε 150; Δεν θα έλεγα τίποτα. Αλλά 800 γραμμάρια  παραπάνω απ’ τα πεντακόσια που είχε ζητήσει ο πελάτης είναι πολλά, δεν νομίζετε;

 

Τελικά πήρα το τυράκι μου, είχα και το ψωμί, έριξα στο καλάθι μου κι ένα πακέτο φρέσκο βούτυρο Lurpak και γραμμή για το σπίτι. (Τότε το ελληνικό φρέσκο βούτυρο ήταν «τύπου Κερκύρας», που εμένα μου μυρίζει και δεν μπορώ να το φάω. Τώρα όμως έχουμε αξιολογότατα βούτυρα και ούτε που το σκέπτομαι να πάρω ευρωπαϊκό. Καλύτερα είναι τα δικά μας!)

 

Όταν έφτασα στο σπίτι, έπλυνα ένα πιάτο κι ένα μαχαίρι κι έκανα το πρωινό του αιώνα. Να με καίει το πιπεράτο κεφαλοτύρι που είχα διαλέξει, να και λίγο βουτυράκι μετά και συνέχεια τα ίδια, μέχρι που τέλειωσε το τυρί και μετάνιωσα που δεν είχα πάρει τα 1.300 γραμμάρια και είχα περιοριστεί στα 550. Τι παραξενιά και αυτή, να επιμένω στα όσα λέω. Δεν ανησύχησα όμως, αφού θα έμενα μέρες στην Ελλάδα και θα το γονάτιζα το κεφαλοτύρι, όπως κι έγινε.

 

ο θείος Τάκης  Παναγιώτης Περράκης

 

Το κείμενο που διαβάσατε ήταν μια προσφορά

 

της Αρτοποιίας-Ζαχαροπλαστικής «Αλεύρι & Ζάχαρη», Σιδηράς Μεραρχίας 26, Ναύπλιο, με πάντα φρέσκα προϊόντα και αγνά υλικά. Σας συστήνω να δοκιμάσετε τα νέα προϊόντα τους: Εξαιρετικά σάντουιτς και υπέροχες, φρεσκοφτιαγμένες σαλάτες.

 

Και

 

Του «Popeye bistro», Σταϊκοπούλου 32, Ναύπλιο, για ποιοτικό φαγητό, την νοστιμότερη πίτσα που έχετε ποτέ δοκιμάσει, τέλειες μακαρονάδες, εξαιρετικά και προσεκτικά διαλεγμένα κρασιά και μια αξιόλογη συλλογή από ελληνικές και ξένες μπρες.

 

Και

 

Του «Βάτραχος Café», Υψηλάντου & Κωλέττη 1, Ναύπλιο, με προϊόντα που σας επιτρέπουν να περνάτε ευχάριστα την ώρα σας.

 

Και στα τρία αυτά μαγαζιά προτείνω να δοκιμάσετε και τον καφέ τους. Εξαιρετικός! Ο καλύτερος καφές στην πόλη!

 

Η επιλογή και ανάπτυξη του θέματος, όπως πάντα, δική μου.