Αποζημίωση με τόκο σε περίπτωση αγοράς ελαττωματικού αυτοκινήτου
Ο αγοραστής, στις περιπτώσεις που υφίσταται ευθύνη του πωλητή για πραγματικό ελάττωμα ή για έλλειψη συνομολογηθείσης ιδιότητος, δικαιούται, κατ’επιλογήν του διαζευκτικώς:
α) είτε να απαιτήσει χωρίς επιβάρυνσή του τη διόρθωση ή την αντικατάσταση του πράγματος με άλλο απαλλαγμένο από ελαττώματα ή που φέρει την συνομολογηθείσα ιδιότητα, εκτός εάν μια τέτοια ενέργεια είναι αδύνατη ή απαιτεί δυσανάλογες δαπάνες,
β) είτε να απαιτήσει τη μείωση του τιμήματος,
γ) είτε να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση, εκτός εάν πρόκειται για επουσιώδες πραγματικό ελάττωμα.
Ως “πραγματικό ελάττωμα” χαρακτηρίζεται η ατέλεια του πράγματος που αφορά στην ιδιοσυγκρασία ή την κατάσταση του πωληθέντος πράγματος κατά τον κρίσιμο χρόνο της μεταθέσεως του κινδύνου στον αγοραστή και έχει αρνητική επίδραση πάνω στην αξία ή τη χρησιμότητά του. Η προς το χειρότερο δηλαδή παρέκκλιση του πράγματος από την ομαλή αυτού κατάσταση, η οποία οφείλεται κατά κανόνα στον ατελή τρόπο κατασκευής ή συσκευασίας, καθώς και στη χρησιμοποίηση κακής ποιότητας υλικών και η παρέκκλιση αυτή έχει ως συνέπεια, ανεξάρτητα από την αιτία που την προκαλεί, την αρνητική επίδραση επί της αξίας του πράγματος ή της χρησιμότητας αυτού ενόψει των συμφωνηθέντων με τη σχετική σύμβαση πωλήσεως, ανεξάρτητα από το αν ήταν φανερά ή όχι, ή εάν τα γνώριζε ή όχι ο πωλητής.
Τα ανωτέρω δικαιώματα και αξιώσεις του αγοραστή δεν μπορούν να ασκηθούν σωρευτικά, αλλά ο αγοραστής έχει το εκλεκτικό δικαίωμα να επιλέξει μία από αυτές και να την ασκήσει γιατί η επιλογή, που θα γίνει μία φορά είναι αμετάκλητη.
Ειδικώς, όμως, καθόσον αφορά στην αξίωση διόρθωσης, ο αγοραστής εξακολουθεί να έχει δικαίωμα υπαναχώρησης ή μείωσης του τιμήματος, στην περίπτωση που η διόρθωση έλαβε μεν χώρα, το ελάττωμα, όμως, παρέμεινε. Και τούτο γιατί η αξίωση διόρθωσης παρέχει μία επιπλέον δυνατότητα στον πωλητή, πριν από την άσκηση των λοιπών δραστικότερων δικαιωμάτων από μέρους του αγοραστή, να εκπληρώσει προσηκόντως τη σύμβαση, διορθώνοντας το ελάττωμα. Όταν, όμως, η διόρθωση αυτή αποβαίνει ατελέσφορη ή αποδεικνύεται αδύνατη ή αναποτελεσματική, τότε η στέρηση του αγοραστή από τη δυνατότητα άσκησης των λοιπών δικαιωμάτων του, θα κατέληγε σε μία αντίθετη προς το σκοπό του νόμου, αδυναμία ικανοποίησης του.
Περαιτέρω το δικαίωμα υπαναχώρησης από τη σύμβαση ή όπως ονομαζόταν παλαιότερα δικαίωμα αναστροφής της πώλησης, ασκείται:
-κατ’αρχήν άτυπα, με μονομερή δήλωση του δικαιούχου προς τον αντισυμβαλλόμενο,
αλλά και
-με εξώδικη δήλωση,
-αγωγή,
-ανταγωγή,
-ένσταση,
αλλά και
-με συμφωνία των μερών.
Ενεργεί αναδρομικά και επιφέρει απόσβεση των αμοιβαίων υποχρεώσεων εξαρχής.
Δηλαδή, η σύμβαση της πώλησης ανατρέπεται αναδρομικά, ο πωλητής επιστρέφει το τίμημα με τόκο, από το χρόνο καταβολής του, τα έξοδα της πώλησης, καθώς και ότι ο αγοραστής δαπάνησε για το πράγμα.
Ωστόσο, είναι αυτονόητο, ότι για να χωρήσει και λειτουργήσει η υπαναχώρηση αυτή, η οποία ανατρέπει τη σύμβαση εξ υπαρχής, πρέπει να πρόκειται για ουσιώδες πραγματικό ελάττωμα και όχι επουσιώδες, καθόσον στην τελευταία περίπτωση το δικαστήριο μπορεί μολονότι ο αγοραστής άσκησε αγωγή για αναστροφή της καταρτισθείσης πωλήσεως, να επιδικάσει μόνον μείωση του τιμήματος, εάν κρίνει πως οι περιστάσεις δεν δικαιολογούν την αναστροφή βάσει των αντικειμενικών κριτηρίων της καλής πίστεως και των συναλλακτικών ηθών. Προς τούτο το δικαστήριο εξετάζει εάν το πράγμα μπορεί να χρησιμοποιηθεί από τον αγοραστή για την κατά προορισμόν χρήση του και εάν η από την αναστροφή της πωλήσεως επερχόμενη ζημία στον πωλητή είναι δυσανάλογη προς την ωφέλεια του αγοραστή από την αναστροφή. Όταν το τίμημα συμπίπτει με την αγοραία αξία του πωληθέντος πράγματος, το τίμημα μειώνεται κατά τη διαφορά μεταξύ της αγοραίας αξίας του ελαττωματικού και του υγιούς πράγματος.
Στην κατωτερω περιγραφομενη περίπτωση το δικαστήριο δεν δέχτηκε αναστροφή της πώλησης αλλά μείωση του τιμήματος παρ’ότι δέχτηκε ότι το καινούργιο αυτοκίνητο παρουσίαζε πραγματικό ελάττωμα από την αρχή και ότι αυτό δεν επισκευάστηκε και τούτο διοτι από τα πραγματικά περιστατικά αποδείχθηκε ότι τελικά και με το ελάττωμα, το αυτοκίνητο εκινείτο και δεν ήταν επικίνδυνο για την ασφάλεια των επιβατών. Ειδικώτερα:
Δυνάμει συμβάσεως πωλήσεως, που καταρτίσθηκε μεταξύ των διαδίκων το 2008, η εναγομένη εισαγωγέας της “A. PEUGEOT. S.A”, πώλησε στους ενάγοντες, καινούργιο επιβατηγό αυτοκίνητο, PEUGEOT 308, πεντάθυρο, κυβισμού 1.598 cc, αντί τιμήματος 20.590 ευρώ. Έναν περίπου μήνα μετά την παραλαβή του, το πωληθέν αυτοκίνητο εμφάνισε προβλήματα. Συγκεκριμένα ακούγονταν ένας αεροδυναμικός θόρυβος από το δεξιό πίσω παράθυρο, δυνατό τρίξιμο (κροτάλισμα) από τον κινητήρα, θόρυβος από το πίσω μέρος αυτού και από το δοχείο καυσίμων, οι ταχύτητες άλλαζαν με δυσκολία από τη μεγαλύτερη στη μικρότερη και το ορυκτέλαιο του κιβωτίου ταχυτήτων ήταν πολύ σκούρο. Οι ενάγοντες γνωστοποίησαν στον αντιπρόσωπο της εναγομένης, τα ως άνω προβλήματα και το αυτοκίνητο εισήχθη για έλεγχο σε συνεργαζόμενο με την εναγομένη και εξουσιοδοτημένο για την επισκευή αυτοκινήτων μάρκας PEUGEOT, συνεργείο πέντε φορές, σε χρονικό διάστημα 3 μηνών. Από τα παραπάνω πραγματικά ελαττώματα του αυτοκινήτου επιδιορθώθηκε μόνο αυτό του θορύβου από το δεξιό πίσω παράθυρο, ενώ τα λοιπά δεν επιδιορθώθηκαν. Η ύπαρξη των ως άνω ελαττωμάτων αποδεικνύεται από έγγραφες εντολές εργασίας του συνεργείου με τις κάτω από αυτές παρατηρήσεις. Μετά και την τελευταία είσοδο του αυτοκινήτου στο ανωτέρω συνεργείο, κατά την οποία και πάλι δεν κατέστη δυνατόν να εξακριβωθεί η αιτία των ως άνω θορύβων και να επιδιορθωθούν τα παραπάνω ελαττώματα, οι ενάγοντες απηύθυναν προς την εναγομένη εξώδικη δήλωση αναστροφής πωλήσεως, με την οποία, αφού ανέφεραν τα προβλήματα στη λειτουργία του αυτοκινήτου, άσκησαν το δικαίωμα της αναστροφής της σύμβασης πωλήσεως και ζήτησαν την επιστροφή του καταβληθέντος τιμήματος, προσφερόμενοι στην παράδοση του αυτοκινήτου, άλλως ζήτησαν την αντικατάστασή του με άλλο καινούργιο. Στις 6-3-2009 οι ενάγοντες προέβησαν σε δήλωση ακινησίας του ως άνω αυτοκινήτου και κατέθεσαν τις πινακίδες και την άδεια κυκλοφορίας αυτού. Ακολούθως στις 12-4-2010 προέβησαν σε άρση της ακινησίας του ως άνω αυτοκινήτου και έκτοτε το κυκλοφορούν, έχοντας πραγματοποιήσει έως την 25-10-2012 45.257 χλμ. Κατά το διάστημα αυτό και συγκεκριμένα στις 19-4-2010, 27-4-2010, 6-5-2010, 2-6-2010, 7-6-2010, 7-7-2010, 27-7-2010 και 2-10-2010 οι ενάγοντες οδήγησαν το αυτοκίνητο στο παραπάνω συνεργείο, επειδή τα προαναφερόμενα προβλήματα λειτουργίας του παρέμεναν και συγκεκριμένα ακούγονταν θόρυβοι από τον κινητήρα, το δοχείο καυσίμων και το πίσω μέρος του αυτοκινήτου, η αλλαγή των ταχυτήτων γινόταν με δυσκολία και το ορυκτέλαιο του κιβωτίου ταχυτήτων ήταν πολύ σκούρο, όπως τούτο προκύπτει και από έγγραφες εντολές εργασίας του συνεργείου. Τα ως άνω προβλήματα στη λειτουργία του αυτοκινήτου και συγκεκριμένα οι θόρυβοι από τον κινητήρα, το δοχείο καυσίμων και το πίσω μέρος του αυτοκινήτου, η δυσκολία αλλαγής των ταχυτήτων και η αλλοίωση του ορυκτελαίου του κιβωτίου ταχυτήτων, συνιστούν πραγματικά ελαττώματα, το οποία υπήρχαν στο ως άνω αυτοκίνητο κατά το χρόνο μεταθέσεως του κινδύνου στους ενάγοντες. Τα εν λόγω ελαττώματα δεν επιδιορθώθηκαν. Όμως τα ως άνω ελαττώματα, τα οποία εκδηλώθηκαν μετά την αγορά του αυτοκινήτου δεν αναιρούν (εκμηδενίζουν) την αξία και χρησιμότητα του αυτοκινήτου, αφού αυτό χρησιμοποιείται από τους ενάγοντες, οι οποίοι έχουν διανύσει ικανό αριθμό χιλιομέτρων, γεγονός που αποδεικνύει ότι δεν είναι επικίνδυνο για την ασφάλεια των επιβαινόντων σε αυτό. Τα ως άνω πραγματικά ελαττώματα του αυτοκινήτου των εναγόντων δεν δημιουργούν πρόβλημα ανασφαλούς οδήγησης, ούτε εγκυμονούν κινδύνους ατυχήματος. Ενόψει τούτων αλλά και του γεγονότος ότι η ζημία, η οποία θα επέλθει στην εναγομένη πωλήτρια εταιρία από την υπαναχώρηση από την επίδικη σύμβαση πωλήσεως θα είναι πολύ μεγαλύτερη από την ωφέλεια που θα προκύψει για τους ενάγοντες αγοραστές, καθόσον οι τελευταίοι κατά το ως άνω χρονικό διάστημα έχουν πραγματοποιήσει με το εν λόγω αυτοκίνητο για την εξυπηρέτηση των αναγκών τους τουλάχιστον 45.257 χιλιόμετρα, το Δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει να χωρήσει μείωση του τιμήματος, μολονότι οι ενάγοντες άσκησαν αγωγή περί υπαναχώρησης, γιατί από τα προεκτεθέντα περιστατικά, ενόψει της φύσεως των ελαττωμάτων, λαμβανομένων υπόψη των γενικών αρχών της καλής πίστεως και των συναλλακτικών ηθών, δεν δικαιολογείται η υπαναχώρηση από τη σύμβαση πωλήσεως. Κατά τον ως άνω χρόνο παραδόσεως στους ενάγοντες του πωληθέντος αυτοκινήτου η αγοραία αξία αυτού χωρίς το παραπάνω ελάττωμα ήταν ίση προς το συμφωνηθέν τίμημα των 20.590 ευρώ. Κατά τον ίδιο χρόνο η αξία του με το προαναφερθέν ελάττωμα ανήρχετο σε 12.590 ευρώ, ενόψει του ότι η εμπορική του αξία μειώνεται εξαιτίας των ανωτέρω ελαττωμάτων. Έτσι, η μείωση του συμφωνηθέντος τιμήματος ανέρχεται στο ποσό των 8.000 ευρώ, το οποίο, εφόσον έχει καταβληθεί στην ως άνω εναγομένη, οφείλει αυτή να το επιστρέψει στους ενάγοντες, αφού κατά το ποσό αυτό έγινε αδικαιολόγητα και χωρίς νόμιμη αιτία πλουσιότερη σε βάρος της περιουσίας των τελευταίων.
* Η Αναστασία Μήλιου είναι δικηγόρος παρ’ εφέταις Αθηνών.