ΠολιτισμόςΑρχείο

Φουντώνει η κόντρα για τον «θρόνο» του Αγαμέμνονα

Χαμός με τον “θρόνο του Αγαμέμνονα” που κινδυνεύει να εξελιχθεί σε “φιάσκο του Αγαμέμνονα”. Ή μήπως όχι; Ο καθηγητής αρχαιολογίας του Dickinson College και πρόεδρος του Μυκηναϊκού Ιδρύματος Χριστοφίλης Μαγγίδης επανέρχεται στο θέμα και με επιστολή του προς τα ΜΜΕ προαναγγέλλει μηνύσεις σε βάρος της προϊσταμένης της Εφορείας Αρχαιοτήτων Αργολίδας Άλκηστις Παπαδημητρίου και κατηγορεί την Αρχαιολογική Εταιρεία και τον Βασίλειο Πετράκο για απαξίωση της ανακάλυψής του.

Το ότι προτίθεται να κινηθεί δικαστικά εναντίον της Άλκηστις Παπαδημητρίου για τις δηλώσεις που έκανε εναντίον του είχε διαρρεύσει από κύκλους του εδώ και μέρες όπως σας ειχαμε ενημερώσει σχετικά. Από την Αμερική όπου βρίσκεται ο καθηγητής Μαγγίδης απαντά με επιστολή του στον Γ.Γ. της Αρχαιολογικής Εταιρείας και της Ακαδημίας Αθηνών, Βασίλειο Χ. Πετράκο, ο οποίος αμφισβητεί ευθέως την επιστημονική ορθότητα της «ανακάλυψης», ισχυριζόμενος ότι πρόκειται για λεκάνη!

Στην επιστολή γίνεται λόγος για αντιεπιστημονική και αντιδεοντολογική συμπεριφορά και προσπάθεια συσκότισης της ανακάλυψης του και αμφισβητεί την αρμοδιότητα της επιτροπής εμπειρογνωμόνων που συνέστησε η Εταιρεία για να κρίνει το εύρημα.

Όπως αναφέρεται στην επιστολή Μαγγίδη:

“Με έκπληξη ενημερώθηκα σήμερα από την εκπρόσωπο Τύπου του Μυκηναϊκού Ιδρύματος, του οποίου προεδρεύω, για το δελτίο Τύπου του ΥΠΠΟ σχετικά με την ανακάλυψη τμήματος του λίθινου θρόνου του Μυκηναϊκού ανακτόρου στις Μυκήνες από την ομάδα μου στα πλαίσια των ανασκαφών της Εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας τον Ιούνιο του 2014.

Μου προξενεί απορία πώς το υπουργείο, το οποίο, μολονότι είχε ενημερωθεί για την ανακάλυψη με αναφορά μου στις 27.7.2015, έσπευσε να παραθέσει την αυθαίρετη και αβάσιμη θέση της Αρχαιολογικής Εταιρείας που ανεξήγητα και πρόωρα απορρίπτει την ερμηνεία του ευρήματος ως θρόνου.

Αυτό που προξενεί ακόμη μεγαλύτερη απορία κι αγανάκτηση είναι η προσπάθεια της Αρχαιολογικής Εταιρείας μέσω του Γενικού Γραμματέα της να απαξιώσει μια τόσο σημαντική ανακάλυψη χωρίς να σέβεται την επιστημονική δεοντολογία και χωρίς να περιμένει, ως έδει, την επιστημονική δημοσίευση του ευρήματος. Ο Γενικός Γραμματέας της Εταιρείας, κ. Β. Πετράκος, σύστησε και απέστειλε στις Μυκήνες επιτροπή «εμπειρογνωμόνων» (εν τη απουσία μου ως ανασκαφέα και υπεύθυνου μελετητή) για να «εξετάσουν» το εύρημα, το οποίο οι συνεργάτες μου κι εγώ μελετούσαμε επί έναν ολόκληρο χρόνο, και να αποφανθούν «επισταμένως» (εντός δύο ωρών!) δια το άτοπον της ερμηνείας μας, χωρίς όμως να έχουν στη διάθεσή τους τα στοιχεία της μελέτης μας, προβάλλοντας ερασιτεχνικά αντεπιχειρήματα και καταλήγοντας σε πρόχειρο πόρισμα περί «λεκάνης»! Θέλω να υπενθυμίσω στον κ. Πετράκο και στην επιτροπή του ότι καμία «επισταμένη» εξέταση δεν γίνεται εντός ωρών και χωρίς στοιχεία.

Με επιστολή μου στον κ Πετράκο (5.12.2015) διαμαρτυρήθηκα έντονα για το ότι δεν ενημερώθηκα ποτέ για τη σύσταση κι αποστολή της επιτροπής, δεν κλήθηκα ποτέ να συμμετάσχω σ΄ αυτήν ούτε να παρουσιάσω το εύρημα στο συμβούλιο της Εταιρείας, και μάλιστα μέχρι την έκδοση του δελτίου τύπου αγνοούσα το «πόρισμά» της(!), μολονότι διενεργώ αρχαιολογικές έρευνες υπό την αιγίδα της Εταιρείας επί δεκαπενταετία. Μάλιστα, είχα προσκαλέσει προσωπικά τον κ. Πετράκο (όπως και τους αποδέκτες της αναφοράς μου στην αρχαιολογική υπηρεσία και το υπουργείο) στις Μυκήνες τον Αύγουστο του 2014 για να τους επιδείξω το εύρημα. Η μόνη απάντηση του κ. Πετράκου στην αναφορά και πρόσκλησή μου ήταν μια γραπτή επισήμανση «ότι σύμφωνα με τον Οργανισμό η πρώτη ανακοίνωση των ευρημάτων των ανασκαφών της Εταιρείας γίνεται από τον ίδιο στην ετήσια δημόσια συνεδρία της Εταιρείας κάθε Μάιο», το οποίο φυσικά αποδέχθηκα ανεπιφύλακτα, όπως σεβάστηκα την επιστημονική δεοντολογία.

Αν και ακαδημαϊκός επί εικοσαετία τώρα, ομολογώ πως δεν γνωρίζω άλλη περίπτωση σύστασης επιτροπής, εν αγνοία και εν τη απουσία του υπεύθυνου ερευνητή, προς αξιολόγηση των ευρημάτων του πριν από την επιστημονική δημοσίευσή τους. Θεωρώ εξίσου σκανδαλώδες το ότι συνάδελφοί μου αρχαιολόγοι δέχτηκαν να συμμετάσχουν, εν αγνοία μου και εν τη απουσία μου, σε τέτοια επιτροπή που παραβιάζει κατάφωρα τα αναφαίρετα δικαιώματα του κάθε ανασκαφέα-ερευνητή. Η επιτροπή «εμπειρογνωμόνων» της Εταιρείας, αν θέλει, μπορεί να δει τον θρόνο ως «λεκάνη», μπανιέρα, νεροχύτη και όποιο άλλο είδος υγιεινής επιθυμεί, αλλά αυτό πρέπει να το κάνει μετά από την επιστημονική μου δημοσίευση και όχι δια δελτίων τύπου πίσω από την πλάτη μου, αλλά με αντίστοιχη επιστημονική δημοσίευση που να αντικρούει, αν αντέχει, τα ισχυρά επιχειρήματά μου.

Η αρχαιολογική αξία κάθε ευρήματος κρίνεται μετά την επιστημονική δημοσίευσή του, και κρίνεται από τη διεθνή επιστημονική κοινότητα και σε βάθος χρόνου. Καμία επιτροπή «εμπειρογνωμόνων» (που παραπέμπει σε άλλες εποχές) δεν μπορεί να υποκαταστήσει τον ανασκαφέα-ερευνητή, να προεγκρίνει ή να απορρίψει a priori την ερμηνεία και αξία ενός ευρήματος πριν την επιστημονική δημοσίευσή του, ή να εμποδίσει την δημοσίευση απαξιώνοντας το εύρημα προκαταβολικά. Η επιστολή Πετράκου δεν «αδειάζει τον κ. Μαγγίδη», όπως γράφεται σήμερα σε ιστότοπους, αλλά προσβάλλει κάθε ανασκαφέα-ερευνητή που ανασκάπτει με την ομάδα του, ερευνά, ανακαλύπτει, μελετά και δημοσιεύει με συστηματικό τρόπο τα αποτελέσματα της δουλειάς του στην επιστημονική κοινότητα. Η επιστολή Πετράκου μειώνει και εκθέτει μόνον τον ίδιο και τους συμμετέχοντες σ’ αυτήν την παρωδία.

Καλώ, λοιπόν, όλους τους εμπλεκόμενους φορείς να επιδείξουν αυτοσυγκράτηση, επαγγελματισμό και συναδελφικότητα και να σεβασθούν, ως οφείλουν, τον κώδικα επιστημονικής δεοντολογίας περιμένοντας με υπομονή την τελική επιστημονική δημοσίευσή μας, χωρίς να προτρέχουν και χωρίς να εκφέρουν πρόωρα και αυθαίρετα αβάσιμες κρίσεις με αποτέλεσμα να εκτεθούν ανεπανόρθωτα με δημόσιες δηλώσεις.

Τέλος, υπό το φως των πρόσφατων μονομερών ενεργειών της Αρχαιολογικής Εταιρείας εν αγνοία μου, εξηγούνται πλέον οι δυσφημιστικές και απαξιωτικές προς το πρόσωπό μου δηλώσεις που έγιναν από την κα. Α. Παπαδημητρίου, προϊσταμένη της Εφορείας Αργολίδας, εν τη απουσία μου στο εξωτερικό και εν αγνοία μου, σε ελληνικό ιστότοπο, η οποία μου αποδίδει αβάσιμα κι αναίτια τη «διαρροή» της επίσημης αναφοράς μου για το εύρημα που κοινοποίησα στις 27.7.2015 σε πέντε διαφορετικές υπηρεσίες, μολονότι δεν έχω δώσει ποτέ και καμία συνέντευξη για το εύρημά μου έως τώρα, ούτε καν μετά τη δημοσιοποίησή του από τρίτους. Οι δυσφημιστικές αυτές δηλώσεις, για τις οποίες η υπαίτια θα λογοδοτήσει στη δικαιοσύνη, με προσβάλλουν ως άνθρωπο κι επιστήμονα, καθώς στοχεύουν στην ηθική μου απαξίωση και επιστημονική μου αποδόμηση, και, όπως φαίνεται, αποτέλεσαν τον πρόλογο για την συντονισμένη κι ενορχηστρωμένη επίθεση που τώρα δέχομαι. Πράγματι, με την επιστολή του ο κ. Πετράκος υιοθετεί την ίδια αβάσιμη δυσφημιστική κατηγορία ότι εγώ δήθεν ευθύνομαι για τη διαρροή στον Τύπο της αναφοράς μου προς τις αρμόδιες υπηρεσίες.

Ως πανεπιστημιακός καθηγητής αρχαιολογίας στο εξωτερικό που έχει εκπαιδεύσει εκατοντάδες νέους επιστήμονες, και ως αρχαιολόγος με μακρά ανασκαφική πείρα 30 ετών, δεκάδες δημοσιεύσεων και διεθνών διαλέξεων, σειρά τιμητικών διακρίσεων και ερευνητικών χορηγιών, θεωρώ πως η επιστημονική μου επάρκεια, ο επαγγελματισμός μου και το ήθος μου έχουν ήδη κριθεί από συναδέλφους επιστήμονες μεγάλου κύρους, πείρας και αρμοδιοτήτων. Επί 15 χρόνια τώρα η ομάδα μου κι εγώ ερευνούμε, ανασκάπτουμε, μελετούμε και δημοσιεύουμε στην ακρόπολη και την Κάτω Πόλη των Μυκηνών καθώς και στην ακρόπολη του Γλα. Όλα αυτά τα χρόνια, εξασφαλίσαμε μεγάλα ερευνητικά κονδύλια εκατομμυρίων δολαρίων μόνον από το εξωτερικό, χωρίς την παραμικρή οικονομική ενίσχυση από την πολιτεία ή την Εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία.

Όλα αυτά τα χρόνια εκπροσωπώ επάξια την πατρίδα μου στο εξωτερικό. Έχοντας τόσα σημαντικά να κάνω ως επιστήμονας, θεωρώ χάσιμο χρόνου να αποδεικνύω το αυτονόητο ή να αντικρούω μικροψυχίες συναδέλφων που υποβιβάζουν μία τόσο σημαντική ανακάλυψη σε «τρικούβερτο καυγά» μεταξύ αρχαιολόγων.

Στη συγκεκριμένη συγκυρία που η χώρα μας πλήττεται από οικονομική, κοινωνική, πολιτική και πολιτισμική κρίση, οι Έλληνες, εντός κι εκτός Ελλάδος, αντλούν δύναμη κι ελπίδα από τη θετική προβολή του ελληνικού πολιτισμού, επιστημών και τεχνών.

Το βασικό ερώτημα, συνεπώς, παραμένει: γιατί, τώρα, τέτοιος πόλεμος σε βάρος ενός τόσο σημαντικού ευρήματος για την Ελλάδα; Μήπως αυτό, τελικά, γίνεται σκόπιμα;