ΆρθροΑρχείο

Το έλατο, το έλατο…

… ή ο «φωτισμός της πόλης μας», ή «Χριστούγεννα και πάλι», πέστε το όπως θέλετε, δεν έχει καμιά σημασία. Λέω να σας πω για τον φωτισμό του δέντρου μας, το περασμένο Σάββατο, στην Πλατεία Συντάγματος. Που ήταν μια δοκιμασία για όλους, εκτός, ίσως, από εκείνους που είχαν παιδιά που τραγουδούσαν με τις χορωδίες, μην με ρωτήσετε πόσες και ποιες χορωδίες, γιατί δεν έχω ιδέα.

 

Γιατί δοκιμασία; Για πολλούς λόγους:

1.      Έκανε ψοφόκρυο, να σου πέφτουν μύτες κι αυτιά.

2.      Τα μαγαζιά της πλατείας κέρναγαν λουκουμαδάκια, κάτι λουκουμαδάκια σαν τα περιττώματα της κατσίκας, τόσο… τεράστια ήταν! Χάθηκε λίγο κονιάκ, να βάλουμε… εσωτερικές φανέλες, να ζεσταθούμε λιγάκι;

3.      Οι πρώτες χορωδίες που άκουσαν, όσο έμεινα, γιατί δεν άντεξα για πολύ, κρύωνα, ήταν απροπόνητες! Αυτό δεν πείραξε και πολύ, γιατί πιτσιρίκια τραγούδαγαν.

4.      Θαυμάσαμε και το δέντρο μας, που δεν είναι κι άσχημο. Αλλά και την προηγούμενη βραδιά το ίδιο ήταν, με τα ίδια κόκκινα λαμπάκια επάνω, –ολυμπιακάκιας πρέπει να είναι εκείνος που διάλεξε το χρώμα και που ευτυχώς δεν έβαλε και… κόκκινο δέντρο, αν και ποτέ δεν είναι αργά για να το βάψουν– που με εκνευρίζουν, αν και μπορεί να μην είναι κόκκινα και να τα ’βλεπα κόκκινα εγώ, επειδή είχα παγώσει, οπότε μπορεί να μην ήταν ολυμπιακάκιας εκείνος που διάλεξε τα φώτα.

5.      Υπήρχε και μία κυρία που μίλαγε, εξηγούσε και παρακινούσε και μας ζάλιζε αν και δεν θέλετε να σας πω τι μας ζάλιζε, γιατί μπορεί να παρεξηγηθούν οι κυρίες. Νομίζω ότι από κάποιο κανάλι τηλεόρασης ήταν, αλλά δεν παίρνω όρκο γι’ αυτό. Μας είπε όλα τα… σοφά, που κατέβασε η γκλάβα της. Κι εμείς, –τα θύματα!– ακούγαμε. Αλλά έτσι είναι η τηλεόραση: Μας γεμίζει τα κεφάλια με αλογόμυγες και κατσαρίδες, –ωραία έκφραση αυτή! Κάπου την διάβασα προσφάτως, μου άρεσε και την ξεσήκωσα– και το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να πατήσουμε το κουμπί που την σβήνει. Σωστά το είπε κάποιος: Η μεγαλύτερη εφεύρεση μετά την τηλεόραση είναι το κουμπί που την σβήνει, αλλιώς θα είχαμε πάει στο «1984» του Τζορτζ Όργουελ.

6.      Ζήτησα κι απ’ τον αρχιμουσικό, κ. Θ. Αντωνιάδη, να μου παίξουν τον «Ναύτη του Αιγαίου», να το ευχαριστηθώ κι εγώ λιγάκι, αλλά όλο χριστουγεννιάτικα έπαιζαν και τα ίδια ακούγονταν κι απ’ τα ηχεία. Όχι τίποτα ελληνικά, μην νομίσετε, αλλά αμερικανιές

 

Μετά έφυγα. Έχω και περιορισμένη αντοχή, βλέπεις. Πριν φύγω όμως, πρόλαβα, με κάτι ελάχιστα κατάλοιπα τη αντοχής μου, να συζητήσω με τους ανθρώπους εκεί κοντά και να πω τα παράπονά μου. «Ε, για παιδάκια είναι η γιορτή», μου είπαν ψύχραιμοι και σκέφτηκα ότι τα σηκώνει ο οργανισμός τους αυτά κι ας κάνει κρύο. «Αν είναι για παιδάκια, εμένα γιατί με προσκάλεσαν εδώ;» αντέτεινα, αλλά άντε να βγάλεις άκρη με τους… «άρτον και θεάματα», αν μπορείς.

 

Εκείνο που δεν μπορώ να καταλάβω με τα έθιμά μας είναι από πού μας ήρθε το έλατο. Έχω ακούσει ότι στην Ελλάδα στολίζαμε κάποτε καραβάκι, που είναι φυσικό, αφού είμαστε ναυτικός λαός. Δεν έχουμε όμως τόσα πολλά έλατα κι αυτά που έχουμε τα κόβουμε, για να τα στολίσουμε. Άσε που για να δεις έλατο πρέπει να πας σε ψηλό βουνό, το Παλαμήδι δεν κάνει. Τα κόβουμε και κάνα-δυο-τρεις βδομάδες αργότερα τα πετάμε. Βέβαια, όσοι έχουν τζάκια στα σπίτια τους, θα τα κάψουν, αφού οι τιμές του πετρελαίου θέρμανσης παραμένουν σταθερές σε ύψη δυσθεώρητα, στην Ελλάδα αυτό, οι διεθνείς έπεσαν δραματικά, αλλά εδώ δεν τρελάθηκε κανείς να μειώσει τις τιμές. Κι αν πεις τίποτα, παίρνεις την απάντηση: Μας πιέζουν οι δανειστές! Μα ποιος ψυχανώμαλος δανειστής τους πιέζει, για να κρυώνω εγώ; Καλά, άλλοι είναι οι ψυχανώμαλοι, το έχω καταλάβει, αλλά δεν σας το λέω, για να μην σας χαλάσω το κέφι, μέρες που μας έρχονται.

 

Είδα και μια φωτογραφία απ’ το Άργος, την παρακείμενη πόλη. Ένας δρόμος είχε φωταγωγηθεί με μια θάλασσα από φωτάκια από πάνω. Πάντα το έλεγα εγώ ότι τους αρέσει η Βενετία. Εμείς οργανώνουμε συμπόσια για την Ενετοκρατία, εκείνοι έχουν τον κρυφό έρωτα για την Βενετιά. Αξιότιμε κ. Δήμαρχε της παρακείμενης πόλης, κάνετε κάτι, να βρείτε ένα πελαγάκι, έστω και μικρούτσικο και να το βάλετε νοτίως του Κουτσοποδίου, να μην πλημμυρίσουμε το χωριό, γιατί έχει σπίτι και κτηματική περιουσία ένας φίλος μου εκεί, για να τους φύγει ο καημός. Ο λαός θέλει περιποίηση και φροντίδα!

 

Δεν θα πω κουβέντα για το αστέρι πάνω στη Λάρισα, για το κάστρο λέω, όχι την πόλη, γιατί εμένα δεν με ενόχλησε. Πολλούς εόχλησε και άκουσα και άσχημες κριτικές: Μα να σβήσουν τα φώτα του κάστρου, για να βάλουν αστέρι; Καλά τώρα, θα έλεγα εγώ, αλλά δεν το είπα, για να μην τους πικράνω. Μήπως διαλέγουμε τον τόπο γέννησής μας; Άνθρωποι χωρίς φαντασία είναι οι κριτικάροντες, που δεν σκέπτονται ότι το αστέρι είναι παροδικό. Μετά τις γιορτές θα το βγάλουν. Εκείνη η θάλασσα από φώτα στα ψηλά όμως, με κατέπληξε. Σαν να ήταν η θάλασσα από πάνω μου κι εγώ να ήμουν στο βυθό.

 

Κάτι κλαδεμένα δεντράκια, επιστρέψαμε στο Ναύπλιο τώρα, σαν κούτσουρα όρθια μοιάζουν, εκεί στην Αμαλίας, γιατί τα ντύσαμε με φωτάκια; Άλλα χριστουγεννιάτικα δέντρα; Αλλά αφού είχαμε περίσσευμα σε φωτάκια, τι θα τα κάναμε; Να τα στήναμε στους δρόμους ψηλά και να γίνουμε της «Βενετιάς τ’ Ανάπλι;» Ωραία, έριξα ιδέα, δωρεάν για τον Δήμο μας. Ας την χρησιμοποιήσουν! Στην επόμενη θα ζητήσω πληρωμή, πριν τους την πω. Αν τους την πω πρώτα, για ποιο λόγο να με πληρώσουν;

 

Αυτά τα τελευταία Χριστουγεννιάτικα νέα απ’ την περιοχή μας. Αν προκύψουν κι άλλα κι αν τα μάθω, θα σας τα πω την επόμενη εβδομάδα, γι’ αυτό και δεν σας εύχομαι ακόμη. Θα τα ξαναπούμε!

 

ο θείος Τάκης  Παναγιώτης Περράκης

 

Το κείμενο που διαβάσατε ήταν μια προσφορά

 

της Αρτοποιίας-Ζαχαροπλαστικής «Αλεύρι & Ζάχαρη», Σιδηράς Μεραρχίας 26, Ναύπλιο, με πάντα φρέσκα προϊόντα και αγνά υλικά. Σας συστήνω να δοκιμάσετε τα νέα προϊόντα τους: Εξαιρετικά σάντουιτς και υπέροχες, φρεσκοφτιαγμένες σαλάτες. Ο καφές εκεί, ειδικά απ’ τον Κώστα Παραρά, είναι υπέροχος!

 

Και

 

Του «Popeye bistro», Σταϊκοπούλου 32, Ναύπλιο, για ποιοτικό φαγητό, την νοστιμότερη πίτσα που έχετε ποτέ δοκιμάσει, τέλειες μακαρονάδες, εξαιρετικά και προσεκτικά διαλεγμένα κρασιά και μια αξιόλογη συλλογή από ελληνικές και ξένες μπρες και γρήγορη, πολύ καλή εξυπηρέτηση. Έχουν και δυο chef de cousine καταπληκτικούς, τον Ηλία Κόκκορη και τον Γιάννη Μήτσο. Δοκιμάστε την μαγειρική τους και θα με θυμηθείτε.

 

Και

 

Της ταβέρνας «Τα Φανάρια», Σταϊκοπούλου 13, με σπιτική, ελληνική κουζίνα, άμεμπτη καθαριότητα, φαγητά της ώρας στα κάρβουνα κα οικογενειακή ατμόσφαιρα.

 

Στα δύο πρώτα μαγαζιά προτείνω να δοκιμάσετε και τον καφέ τους. Εξαιρετικός! Ο καλύτερος καφές στην πόλη!

 

Η επιλογή και ανάπτυξη του θέματος, όπως πάντα, δική μου.