Το καμινέτο…..
Του Βασίλη Καπετάνιου
Κρατώντας τον αναπτήρα «καμηλοπάρδαλη» όπως τον είχε βαφτίσει ο εγγονός του λόγω του μακριού λαιμού ο κυρ Νίκος σπινθήριζε συνθηματικά την φλόγα στο καμινέτο του. Τον πρώτο καφέ της ημέρας τον έφτιαχνε μόνος του, μετά άνοιγε το «χαζοκούτι» για τις πρώτες ειδήσεις και ξεκινούσε με μια βαθιά ρουφηξιά ελληνικού καφέ ο χρόνος της καθημερινότητας . Παρά τα απανωτά συνθηματικά σπινθηρίσματα της «καμηλοπάρδαλης» η γαλάζια φλόγα δεν έκανε την παρουσία της. Προφανώς το υγραέριο είχε φτάσει στο τέλος του.
Η μέρα του μάλλον θα ξεκινούσε με χρονοκαθυστέρηση. Έπιασε από το ντουλάπι της κουζίνας ένα ανταλλακτικό φιαλίδιο υγραερίου και βγήκε έξω να κάνει την αλλαγή με το τελειωμένο. Με επιτυχία έβγαλε το παλιό και έβαλε το καινούργιο. Βιδώνοντας την κεφαλή του καμινέτου άκουσε εκείνο το χαρακτηριστικό «κλακ» που κάνουν τα μικρά μεταλλικά αντικείμενα όταν σπάζουν. Το μεταλλικό «κεντρί» του φλόγιστρου από το οποίο γινόταν η ροή υγραερίου έσπασε. Μάλλον ήταν αποτέλεσμα της φθοράς του χρόνου γιατί το γέρικο «κεντρί» δεν μπόρεσε να τρυπήσει το νέο φιαλίδιο. Ο κυρ Νίκος κοίταξε το χαλασμένο καμινέτο, το μπρίκι και την κλειστή τηλεόραση, σήμερα η μέρα του θα είχε διαφορετική χρονική ροή και το αποδέχτηκε με ένα κούνημα του κεφαλιού προς τα κάτω.
-Μαρία, φεύγω πάω να πάρω ένα καινούργιο καμινέτο.
-Γιατί; Τι έπαθε; Μια χαρά δούλευε.
-Δούλευε!!! (Απάντησε στην γυναίκα του ενώ ήδη τραβούσε το μπλε ποδήλατο κάτω από το μπαλκόνι).
-Να πάρεις και μακαρόνια από το σούπερ μάρκετ.
Το σούπερ μάρκετ ήταν πολύ κοντά, ο κυρ Νίκος αργούσε να επιστρέψει και η γυναίκα του έβαλε στο νου της το κακό. Πριν πατήσει το τελευταίο νούμερο για το κινητό του ξεχώρισε τον ήχο του ποδηλάτου. Το μπροστινό λάστιχο καθώς το έσερνε ο κυρ Νίκος στο μεγάλο πλατύσκαλο της αυλής έβγαζε ένα αγχωμένο καουτσουκένιο σύρσιμο.
-Μα καλά δεν άκουσες, σου είπα να φέρεις και μακαρόνια.
-Δεν πήγα στο σουπερ μάρκετ, πήγα στο Γιώργη ( ο Γιώργης ήταν χρόνιος πελάτης και συνεργάτης του καφενείου του, από εκεί αγόραζε πολλά χρειαζούμενα για μερικές δεκαετίες ).
-Πήγες μακριά, αλλά καλά έκανες, χρόνια έχετε να ειδωθείτε .
-Μπα, στενοχωρήθηκα, ήταν εκεί αλλά δεν ήταν εκεί. Δεν θυμάται τίποτα, το μυαλό του δουλεύει μόνο για το μαγαζί του. Ο γιός του κρατά τώρα το μαγαζί, τον ρώτησε που είναι τα παλιά καμινέτα. Σαν αυτόματο, πήγε στην αποθήκη, το βρήκε σε χρόνο μηδέν. Όταν γύρισε κρατούσε το καμινέτο στο χέρι αλλά δεν ήξερε τι να το κάνει. Εμένα δεν με γνώρισε.
-Μην μου πεις ότι έπαθε άνοια; (Του είπε με έντονο ύφος και έπιασε με το δεξί της χέρι την κάτω σιαγόνα, προσπαθώντας να αρνηθεί, να πάρει πίσω τα λόγια που είπε.)
-Όχι δεν σου το λέω!!! ( Ένα παιδικό χαμόγελο ζωγραφίστηκε στο πρόσωπο του, αλλά έσβησε αμέσως όταν πήγε να βάλει το μπρίκι πάνω στο καμινέτο.) Ε δεν πάμε καλά Δευτεριάτικα . Δεν βλέπω να πίνω καφέ σήμερα.
-Τι έγινε πάλι;
-Το καινούργιο μπρίκι δεν κάθεται καλά πάνω στο παλιό μοντέλο καμινέτου.
-Ε κράτησε το μπρίκι με το χέρι σου!! ( Ήταν η σειρά της κυρά Μαρίας να του γυρίσει ένα χαμόγελο.)
-Δεν γίνεται έτσι ο καφές. Πάω να βρω μια βάση. Φεύγω.
-Πάλι για την αγορά φεύγεις;
Το σούρσιμο του ποδηλάτου ήταν η απάντηση στο ερώτημα της. Μετά από μισή ώρα ο κυρ Νίκος γύρισε με το χαμόγελο νικητή στο πρόσωπο του. Στο δεξί του χέρι κρατούσε μια στρογγυλή μεταλλική βάση. Την ακουμπά πάνω στο καμινέτο, κουνά επιβεβαιωτικά το κεφάλι του και βάζει πάνω το μπρίκι το οποίο κάθεται ακούνητο χωρίς καμία υποστήριξη. Το μάτι του έπιασε το λοξό χαμόγελο της γυναίκας, όταν τον συλλάμβανε σε γεροντικές αταξίες.
-Τι έγινε πάλι;
-Που το βρήκες αυτό;
-Στου Κώστα, σε έξι μήνες το κλείνει το μαγαζί, βγαίνει στην σύνταξη.
-Και θα ψήσεις τον καφέ σου όπως τον θέλεις με αυτές τις πατέντες;
Τότε ο κυρ Νίκος πρόσεξε ότι η καινούργια βάση που έβαλε πάνω στο καμινέτο μεγάλωνε την απόσταση του φλόγιστρου από την βάση του μπρικιού. Για να μπορέσει να ψήσει τον καφέ του χρειαζόταν δυνατή φλόγα. Μερακλίδικος καφές με δυνατή φωτιά δεν υπήρχε περίπτωση να ψηθεί. Διόρθωσε την ισορροπία στο μπρίκι αλλά η απόσταση του έτρωγε το μεράκι. Για μερικά δευτερόλεπτα στάθηκε βουβός πάνω από τα σύνεργα του καφέ του. Στα μάτια του άστραψε το πείσμα έφηβου. Πιάνει στα χέρια του το καμινέτο και την φορητή στρογγυλή βάση.
-Δεν θα του περάσει του σατανά, εμένα θα περάσει!
Με γρήγορο βάδισμα δυσανάλογο για την ηλικία του και χωρίς να κρατιέται από την σκάλα κατέβηκε στον διάδρομο της αυλής. Ο γιός του περνούσε για μια καλημέρα και τον πέτυχε φουριόζο προς την έξοδο.
-Καλημέρα πατέρα που πας τρέχοντας πρωί – πρωί;
-Στον Σούλη.
-Τον φαναρτζή; Δεν το έκλεισε το μαγαζί;
-Εδώ , στο σπίτι του πάω , έχει ακόμα εργαλεία μαζί του.
-Έπαθε τίποτα το ποδήλατο σου; Να το πάω εγώ.
-Το καμινέτο πάω να φτιάξω….
Ο γιος του έμεινε με την απορία στα μάτια, όταν είδε στα χέρια του πατέρα του το καμινέτο. Δεν πρόλαβε να πει τίποτα άλλο γιατί ο κυρ Νίκος είχε απομακρυνθεί με βήμα αθλητή που κάνει βάδειν. Ο Σούλης ήταν γείτονας στο σπίτι και στο μαγαζί του εδώ και πενήντα χρόνια σχεδόν.
-Μάνα τι έπαθε ο πατέρας μου πρωί- πρωί;
-Χάλασε το παλιό καμινέτο, πήγε και βρήκε ένα παλιό μοντέλο από εκείνα που χρησιμοποιούσαν πριν τριάντα χρόνια, αυτά έχουν φαρδύ στόμιο.
-Ποιος του το έδωσε αυτό;
-Ο φίλος του ο Γιώργης, έχει πάθει άνοια και στο θολωμένο του μυαλό μόνο αυτό το μοντέλο θυμόταν, ο πατέρας σου , τον ξέρεις, για συναισθηματικούς λόγους το πήρε. Άσε που θα το θεωρούσε προσβολή να το γυρίσει πίσω ήρθε και έκανε πρόβα αλλά τα καινούργια μπρίκια δεν κάθονται στα παλιά καμινέτα.
-Σε αυτό δεν έχει άδικο , ο καλός καφές θέλει χαμηλή φωτιά και σταθερότητα πάνω στο καμινέτο για να είναι μερακλίδικος.
-Ε μετά πήγε στον άλλο φίλο του τον Κώστα, πήρε την βάση που είδες, αλλά είναι ψηλή. Για να ψήσει καφέ έπρεπε να λειτουργεί σαν καυστήρας το φλόγιστρο. Τον ξέρεις τώρα παρά τα χρόνια του όταν θέλει κάτι δεν τα παρατάει.
-Μα καλά πάει το καμινέτο στον φαναρτζή; Ψυγεία αυτοκινήτων έφτιαχνε ο άνθρωπος!!!
-Φίλοι τόσα χρόνια είναι, θα τα βρουν!!!
Σε λιγότερο από μισή ώρα ο κυρ Νίκος γύρισε στο σπίτι. Βλέμμα επιτυχίας και χαμόγελο νικητή ζωγραφίζονταν στο πρόσωπο του. Στα χέρια του κρατούσε ένα καμινέτο που έμοιαζε ελάχιστα με το αρχικό. Τα «ράμματα» της χειρουργικής επέμβασης του μάστορα φαναρτζή φαίνονται σε όλη την διάμετρο της στρογγυλής βάσης.
-Πατέρα τι είναι αυτό; (!!!)
-Το καινούργιο καμινέτο για να φτιάχνω στον καφέ μου όπως ξέρω και θέλω.
-Μα το κατάστρεψες. (Το καινούργιο κατασκεύασμα θύμιζε στην βασική του δομή καμινέτο, αλλά είχε έντονα πάνω του όλα τα στοιχεία τεχνοτροπίας κακότεχνου σοσιαλιστικού ρεαλισμού.)
-Νομίζεις. Έκοψα όλα τα πλαϊνά του σίδερα το κόντυνα και κόλλησα πάνω την εξωτερική φορητή βάση γιατί χρειάζομαι χαμηλή φωτιά.
Ήδη είχε βάλει με επιτυχία το μπρίκι πάνω στην βάση, ανακάτεψε το χαρμάνι και με τον αναπτήρα «καμηλοπάρδαλη» έβαλε πολύ χαμηλή φωτιά, κάθισε στην καρέκλα του και άφησε το μπρίκι και την φωτιά να κάνουν την δουλειά τους. ΄
-Καλά γιατί δεν πήγες στο σούπερ μάρκετ να πάρεις ένα να κάνεις την δουλειά σου;
-Ήθελα να πάω στην αγορά! Είδα τους φίλους μου, έκανα την δουλειά μου όπως την ήθελα εγώ. Τώρα φτιάχνω τον καφέ μου όπως θέλω θυμάμαι και τους φίλους μου. Για κοίτα το, είναι ένα προσωπικό καμινέτο, με πολύ ιστορία….
Ο γιός του κοίταξε για λίγο το «εγχειρισμένο» καμινέτο. Οι παλιοί δεν πήγαιναν για ψώνια σε απρόσωπους χώρους, πήγαιναν στο παζάρι, στην αγορά. Τα αντικείμενα είχαν μια διαπροσωπική αναφορά και τα πράγματα υποτάσσονταν στην θέληση και στην χρήση των ανθρώπων. Η λειτουργία των πραγμάτων συντηρούσε την μνήμη και ήταν μια σαφή αναφορά σχέσης, αφού κάθε τι ήταν μοναδικό και ανεπανάληπτο.
-Να σου φτιάξω έναν σπέσιαλ;
-Ναι πατέρα έχω χρόνο.
-Αν ξαναβγείς έξω να φέρεις και μακαρόνια, ξέρεις από εκείνα που παίρνουμε στο σούπερ μάρκετ . Ελπίζω να θυμάσαι ότι τα παλιά μπακάλικα έκλεισαν!!! ( Είπε η γυναίκα του, ενώ ο κυρ Νίκος με μια επιδέξια κίνηση του χεριού ανεβάζοντας το μπρίκι ψηλά γέμιζε το φλιτζάνι του καφέ και το δωμάτιο με αρώματα και χρώματα μιας εποχής που μάλλον τέλειωσε …. )
*Η ιστορία πέρα από τα φανταστικά στοιχεία στηρίχθηκε στο πείσμα του πατέρα μου να φέρει το καινούργιο καμινέτο στα μέτρα που ήθελε. Κάνοντας απανωτές «χειρουργικές» επεμβάσεις με την βοήθεια φίλων του…. τελικά τα κατάφερε.