Πως γίνεται η μοιρασιά της συζυγικής περιουσίας μετά το διαζύγιο
Κατά τη διάταξη του άρθρου 1400 ΑΚ, αν ο γάμος λυθεί ή ακυρωθεί και η περιουσία του ενός συζύγου έχει, αφότου τελέσθηκε ο γάμος, αυξηθεί, ο άλλος σύζυγος, εφόσον συνέβαλε με οποιονδήποτε τρόπο στην αύξηση αυτή, δικαιούται να απαιτήσει την απόδοση του μέρους της αύξησης το οποίο προέρχεται από τη δική του συμβολή. Τεκμαίρεται ότι η συμβολή αυτή ανέρχεται στο ένα τρίτο της αύξησης, εκτός αν αποδειχθεί μεγαλύτερη ή μικρότερη ή καμία συμβολή. To ίδιο εφαρμόζεται αναλογικά και στην περίπτωση διάστασης των συζύγων που διήρκεσε περισσότερο από τρία χρόνια. Στην αύξηση της περιουσίας των συζύγων δεν υπολογίζεται ό,τι αυτοί απέκτησαν από δωρεά, κληρονομία ή κληροδοσία ή με διάθεση των αποκτημάτων από αυτές τις αιτίες.
Από την ίδια επίσης διάταξη του άρθρου 1400 ΑΚ, προκύπτει, ότι η αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα προϋποθέτει αναγκαίως: α) αύξηση της περιουσίας του άλλου συζύγου κατά τη διάρκεια του γάμου, β) λύση ή ακύρωση του γάμου ή τριετή διάσταση των συζύγων που απαιτείται να είναι συμπληρωμένη, γ) συμβολή του ενάγοντος στην αύξηση της περιουσίας του άλλου συζύγου και δ) αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της αύξησης της περιουσίας του άλλου συζύγου και της συμβολής του ενάγοντος.
Ως αύξηση όμως νοείται όχι μια συγκεκριμένη κτήση, αλλά η διαφορά που υπάρχει στην περιουσιακή κατάσταση του υποχρέου σε δύο διαφορετικά χρονικά σημεία, ήτοι κατά την τέλεση του γάμου και κατά το χρόνο που γεννιέται η αξίωση για συμμετοχή στα αποκτήματα. Από τη σύγκριση της αξίας αυτών, αναγομένης σε τιμές του χρόνου που γεννήθηκε η αξίωση, θα κριθεί αν υπάρχει περιουσιακή αύξηση του ενός συζύγου που να δικαιολογεί την αξίωση του άλλου για συμμετοχή στα αποκτήματα. Για το ορισμένο άρα της αγωγής πρέπει να προσδιορίζονται στο δικόγραφο, εκτός από τα κατά τη διάταξη κρίσιμα χρονικά σημεία, η πραγματική αυξητική διαφορά στην περιουσιακή κατάσταση του υπόχρεου, που συνιστά το απόκτημα με την ευρύτερη έννοια του όρου (θετική ή αρνητική με την αποφυγή μείωσης) και περιλαμβάνει το σύνολο των δικαιωμάτων που είναι δυνατόν να αποτιμηθούν, περαιτέρω δε η έκταση, καθώς και το είδος της συμβολής του δικαιούχου στην αύξηση αυτή με οποιοδήποτε τρόπο.
Ειδικότερα, για το στοιχείο της αύξησης, λαμβάνεται υπόψη το σύνολο της περιουσιακής κατάστασης του υπόχρεου, ώστε, από τη σύγκριση αυτής στο χρονικό σημείο της τέλεσης του γάμου (αρχική περιουσία) με την υπάρχουσα στο χρονικό σημείο που γεννάται η αξίωση (τελική περιουσία) πρέπει να προκύπτει αύξηση. Περαιτέρω, η συμβολή του ενάγοντος στην περιουσιακή επαύξηση του άλλου συζύγου μπορεί να γίνει είτε με παροχή υπηρεσιών, είτε με παροχή κεφαλαίων, όταν οι παροχές αυτές δεν επιβάλλονται από την υποχρέωση συνεισφοράς στις οικογενειακές ανάγκες (ΑΚ 1390). Το είδος της συμβολής μπορεί να αναφέρεται σε οποιαδήποτε υλική παροχή, η οποία εξέρχεται από τα όρια της υποχρέωσης για συνεισφορά στην αντιμετώπιση των αναγκών της οικογένειας και στην παροχή υπηρεσιών στο συζυγικό οίκο, οι οποίες είναι αποτιμητές σε χρήμα, μετά όμως την αποτίμηση της υποχρέωσης για συνεισφορά στην κάλυψη των οικογενειακών αναγκών (ΑΚ 1389).
Επομένως, όταν ο ενάγων σύζυγος επικαλείται συμβολή στην αύξηση της περιουσίας του εναγόμενου συζύγου δια παροχών, οι οποίες συνιστούν ειδικότερους τρόπους εκπλήρωσης της υποχρέωσής του για συνεισφορά στην αντιμετώπιση των αναγκών της οικογένειας, όπως μεταξύ άλλων είναι και η παροχή χρημάτων προερχομένων από την εργασία του και από την επαγγελματική του δραστηριότητα τότε, για την πληρότητα του δικογράφου της αγωγής του, με την οποία ζητάει από τον εναγόμενο να του αποδώσει τη συμβολή του στην αύξηση της περιουσίας του, δεν αρκεί μόνον η εις χρήμα αποτίμηση των παροχών αυτών, αλλά πρέπει να καθορίσει στο δικόγραφό της και το ποσό το οποίο όφειλε, με βάση τις δυνάμεις του, να συνεισφέρει στην αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών, αφού οι παραπάνω παροχές μόνον κατά το μέρος που υπερβαίνουν το ποσό της οφειλόμενης συνεισφοράς συνιστούν συμβολή στην περιουσιακή επαύξηση του άλλου συζύγου και παρέχουν δικαίωμα απόδοσης και όχι στο σύνολο τους. Τα παραπάνω ισχύουν όταν η αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα έχει ως βάση την πραγματική συμβολή του δικαιούχου συζύγου, στην αύξηση της περιουσίας του άλλου (ΑΠ 1173/2012, ΑΠ 486/2009). Γίνεται δεκτό ότι στην επαύξηση της περιουσίας του ενός συζύγου συμβάλλει και ο έτερος σύζυγος που αν και δεν εργάζεται, ωστόσο είναι επιφορτισμένος με την καθημερινή φροντίδα του σπιτιού και των τέκνων και εν γένει της οικογένειας.
Η αξίωση αυτή παραγράφεται δύο χρόνια μετά την λύση ή την ακύρωση του γάμου. Στην περίπτωση της τριετούς διαστάσεως, η παραγραφή αρχίζει από τη στιγμή που η αξίωση γεννιέται και είναι δυνατή η δικαστική επιδίωξή της (ΑΚ 251), δηλαδή από τη συμπλήρωση τριετίας στη διάσταση των συζύγων. Στην περίπτωση όμως της τριετούς διάστασης των συζύγων, χωρίς έκδοση διαζυγίου, κατά την άποψη που κυριαρχεί στη νομολογία και στη θεωρία, για όσο χρονικό διάστημα εξακολουθεί να υπάρχει η διάσταση των συζύγων πέραν της ανωτέρω τριετίας από την έναρξή της διάστασης, το δικαίωμα του συζύγου να ασκήσει την αγωγή συμμετοχής στα αποκτήματα δεν παραγράφεται. Ο λόγος της μη παραγραφής αυτής είναι το ότι, εφόσον δεν έχει λυθεί ακόμη ο γάμος, δεν έχουν γεννηθεί ακόμη και οι συνέπειες της λύσης αυτού. Υπάρχει ωστόσο το ενδεχόμενο κάποιες φορές η υπερβολικά καθυστερημένη άσκηση της αξίωσης να απορριφθεί με την ένσταση της κατάχρησης δικαιώματος.
Στην περίπτωση που έχουν αυξηθεί οι περιουσίες και των δύο συζύγων γεννώνται δύο αμοιβαίες αξιώσεις για συμμετοχή στα αποκτήματα, οι οποίες δύνανται να υπαχθούν σε συμψηφισμό, αφού υπολογιστεί η συμβολή (δηλαδή η βοήθεια) του κάθε συζύγου στην επαύξηση της τελικής περιουσίας του άλλου συζύγου, ενώ τυχόν ζημία που έχει προκληθεί από τον ένα σύζυγο στον άλλον λαμβάνεται υπόψη μόνο για τον υπολογισμό της τελικής περιουσίας και όχι για τον υπολογισμό της συμβολής.
* Η Αναστασία Μήλιου είναι δικηγόρος παρ’ εφέταις Αθηνών