Το ποδήλατο και οι καφέδες
-Μήτσοοοο ορέ Μήτσοοοο έλα κάτω. ( Η φωνή του ταβερνιάρη ηχητικό σπαθί έσπασε την σιωπή του μεσημεριού και η «μύτη» του χτύπησε με μικρό αντίλαλο πάνω στον βράχο που καθόταν ο νεαρός.)
-Έρχομαι μπάρμπα….
Ο Μητσάρας κραδαίνοντας το μπαστούνι «σπαθί» κατέβαινε βουρητός συννεφοσκονιστής την πλαγιά πίσω από την ταβέρνα του χωριού. Ο ταβερνιάρης ήταν μακρινός θείος του και άτυπος κηδεμόνας του. Τα γρήγορα ποδάρια του με ένα αναστενάρικο βαδισμό κάνοντας ένα ρυθμό γκαπ γκούπ σαν κάρβουνα που σπάνε στην γκρι πορεία τους δονούσαν το άγριο μονοπάτι και σήκωναν ένα κατολισθητικό σταχτί σύννεφο σκόνης. Μια σταχτιά ημιδιαφανής κατρακυλούσα μπάλα μέσα στην οποία φαινόταν ότι κυλούσε και ο Μητσάρας. Ο εικαστικός συνδυασμός σκόνης και ήχου διακόπηκε όταν ο Μητσάρας χρησιμοποιώντας το μπαστούνι του σαν ατομικό χειρόφρενο σταμάτησε την τρεχαλητή του πορεία στο πλακόστρωτο του χωριού. Φουριόζος μπήκε στην ταβέρνα σαν καλός υπασπιστής έβαλε το μπαστούνι «σπαθί» σε θέση προσοχής και περίμενε διαταγές.
-Μήτσο ο κυρ Γιώργης που σου έλεγα, χρειάζεται ένα βοηθό για το τρυπάνι του.
-Κυρ Γιώργη να σε λέω αφεντικό ; ( Τα μάτια του Μήτσου λαμπίριζαν σαν φλιπεράκι που το βρήκε σωστά η μεταλλική μπίλια.)
-Να με λες ρε Μήτσο, μάζεψε τα πράγματα σου και φεύγουμε.
-Σε ένα λεπτό είμαι έτοιμος.
Όλα τα υπάρχοντα του Μήτσου χωρούσαν σε μια πάνινη τσάντα, πήγε και ο ταβερνιάρης πίσω δήθεν για να τον βοηθήσει.
-Μήτσο είναι η μοναδική ευκαιρία της ζωής σου, να ξεφύγεις από το χωριό. Ο Γιώργης είναι χρυσός άνθρωπος, να τον σέβεσαι, ότι σου λέει να τον ακούς, η κουβέντα του νόμος.
Ο Μήτσος στα μικράτα του έμεινε ορφανός από μάνα και πατέρα, τον υιοθέτησε το χωριό του. Έβγαζε τα βιοποριστικά του κάνοντας θελήματα, βοηθούσε στους κήπους, στον κλάδο στον τρύγο στο μάζεμα των καρπών. Αλλά δεν μπορούσε αυτό να είναι το μέλλον του στη ζωή. Ο μακρινός του θειος, ο ταβερνιάρης , σκέφθηκε ότι το τρυπάνι του κυρ Γιώργη θα γινόταν το σωτήριο τούνελ για να βρει και ο Μήτσος μια ευκαιρία. Θα έβλεπε άλλους τόπους, θα συναντούσε άλλους ανθρώπους, θα άνοιγε ο νους του, θα μάθαινε και μια τέχνη. Πόσο να βοηθούσε και ο κόσμος; Οι εποχές δυσκόλεψαν πολύ. Το χωριό , η κοινότητα ήταν υποστηρικτικό σαν μάνα και πατέρας στα δύσκολα αλλά δεν πούλαγε την κατασταλτική ελεημοσύνη των ισχυρών, οι οποίοι σε βοηθάνε για να σε κρατάνε ανίσχυρο και ακίνδυνο. Το χωριό θα σε βοηθούσε να σταθείς στα πόδια σου αλλά εσύ έπρεπε να βαδίσεις το δικό σου μονοπάτι. Τα εναπομείναντα ζωντανά χωριά της ελληνικής επαρχίας ακολουθούν τα αρχαία ζωικά μονοπάτια της αυτονομίας.
Για τον Μήτσο οι σελίδες των βιβλίων έπεφταν πάνω του βαριές σιδερένιες καγκελόπορτες, ασήκωτο φορτίο. Αντίθετα τα εργαλεία τα έπαιζε στα χέρια του σαν να ξεφύλλιζε σελίδες από το αγαπημένο του ανάγνωσμα. Πρώτη φορά περνούσε τα σύνορα του χωριού και του νομού του και μάλιστα με τέτοιο μεγαλειώδη τρόπο. Μέσα στο κουβούκλιο μια τεράστιας σιδερένιας πλατφόρμας η οποία μετέφερε αργά και σταθερά το γιγάντιο τρυπάνι. Στον χρόνο ενός αργού ιδρωμένου καλοκαιρινού ταξιδιού μέχρι τον άλλο νομό ο Μήτσος έμαθε τα ονόματα για τα βασικά εργαλεία. Μια υγρή ζεστή νύχτα τους καλωσόρισε στην πλαγιά του βουνού, εκεί θα χτυπούσε το μεγάλο τρυπάνι. Κυριολεκτικά κατασκήνωσαν πάνω σε ένα εγκαταλειμμένο πλακόστρωτο αλώνι. Ο Μήτσος βρήκε την ευκαιρία να ξεδιπλώσει το βουνίσιο ταλέντο του, ικανότατος υπασπιστής με το μπαστούνι «σπαθί» έκοψε με την εμπειρία έμπειρου κλαδούχου κλαδιά, θάμνους και έφτιαξε το αλωνίσιο χωριό τους. Υπνοδωμάτια, ταβερνείο, αποχωρητήριο, αποθήκη μα το πιο βασικό προνόησε και για σκιά. Στην αποθήκη ιδιαίτερη εντύπωση του έκανε ένα λαμπερό αγωνιστικό ποδήλατο με τους πολύπλοκους μηχανισμούς ταχυτήτων. Κοιμήθηκε έξω από την σκηνή του. Μέχρι να τον πάρει ο ύπνος, αστέρι το αστέρι κεντούσε το μοναδικό παραμύθι που θυμόταν από την γιαγιά του, μόνο που το τέλος το έκλεβε πάντα ο Μορφέας. Ξύπνησε πρώτος από όλους και ρίχτηκε στην μάχη για να στήσουν το γιγάντιο θηρίο. Ένας τεράστιος μεταλλικός κυνηγός έτοιμος να μπει πολύ βαθιά μέσα στην γη μέχρι να πιάσει το πιο κρυφό ποτάμι της. Οι εργασίες προχωρούσαν με ικανοποιητικό ρυθμό και χωρίς κανένα απρόοπτο. Ο ήλιος ψήλωσε και άρχισε να πυρώνει το ανοιχτό διάσελο που εργάζονταν. Ο κυρ Γιώργης ένοιωσε την σωματοθερμική κοκκινάδα να φτάνει μέχρι πάνω από τα αυτιά του, ήταν το ηλιακό -θερμικό του όριο.
-Πέτρο ( φώναξε τον πρώτο βοηθό του) φτιάξτε πέντε κρύα φραπέδια να πάρουμε μια ανάσα.
-Αφεντικό καήκαμε! Όλα τα πήραμε εκτός από καφέ.
-Μήτσο έλα εδώ. (Φώναξε ο κυρ Γιώργης.)
Ο Μήτσος με το μπαστούνι παραμάσχαλα περίμενε τις εντολές του αφεντικού.
-Βλέπεις εκεί κάτω το χωριό, έχει μια ταβέρνα. Ο μαγαζάτορας με ξέρει, να χρεώσει την κάρτα μου, θα πας να πάρεις πέντε φραπέδες να σου δώσει και πάγο.
-Τώρα αμέσως αφεντικό να ροβολήσω την πλαγιά και να πάω να στα φέρω (το μπαστούνι «σπαθί» πήρε θέση καταβάσεως).
-Σιγά ρε Μήτσο που πας;
-Στην ταβέρνα δεν είπες αφεντικό;
-Και με τα πόδια θα πας; Πήγαινε πίσω στην αποθήκη να πάρεις το ποδήλατο. (Το πρόσωπο του Μήτσου οθόνη τηλεόρασης στην οποία πάτησες την παύση με το στόμα του εκφωνητή ανοιχτό.) Τι με κοιτάς έτσι ; Για σας το πήρα το ποδήλατο και το χρυσοπλήρωσα. Να κάνετε τις βόλτες σας να κάνετε και κανένα θέλημα. Στην ανηφόρα να βάλεις τις μικρές ταχύτητες για να ανέβεις πιο εύκολα.
Στα αυτιά του Μήτσου ήρθαν με πηγαδίσιο αντίλαλο τα λόγια του ταβερνιάρη.
-Μήτσο είναι η μοναδική ευκαιρία της ζωής σου, να ξεφύγεις από το χωριό, ο Γιώργης είναι χρυσός άνθρωπος, να τον σέβεσαι, ότι σου λέει να τον ακούς, η κουβέντα του νόμος.
Υπάκουος πήγε και πήρε το ποδήλατο από την αποθήκη φέρνοντας το προσεκτικά πεζός έξω προς το δρόμο.
-Καλά το μπαστούνι τι το θέλει μαζί του; (Μονολόγησε ο κυρ Γιώργης.) Μάλλον θα φοβάται τα σκυλιά.
Τα μαστόρια με την προσδοκία του δροσερού καφέ και της ανάπαυλας που θα έφερνε ρίχτηκαν με όρεξη στην δουλειά. Ο ήλιος καυτό αμόνι πύρωνε όλο και περισσότερο. Ο ιδρώτας λειψός για να δροσίσει τα αναψοκοκκινισμένα κορμιά τους. Ο κυρ Γιώργης κόρωσε μέχρι τα φρύδια, δεν άντεχε άλλο το σφυροκόπημα της ζέστης. Έδωσε δυο γερά στριψίματα σε ένα μπουλόνι και πέταξε πέρα το κλειδί, πήγε και κάθισε κάτω από τον ίσκιο ενός δέντρου.
-Διάλλειμα παιδιά γιατί θα πεθάνουμε, δεν παίρνει άλλο. Τι ώρα είναι Πετρή;
-Δώδεκα παρά δέκα αφεντικό.
-Καλά τι ώρα έστειλα το Μήτσο για φραπέδες;
-Καμιά ώρα θα είναι αφεντικό.
-Στο χωριό ή στην πόλη του είπα να πάει ;
-Μήπως ήταν κλειστό το μαγαζί;
-Τι λες ρε Πετρή δεν βλέπεις εκεί τον καπνό, έβαλε μπροστά την ψησταριά του ο άνθρωπος. Λες να χάθηκε πουθενά ο μικρός. Λες να έπαθε τίποτα ;
Στην ιδέα ότι μπορεί να έπαθε κάτι ο μικρός ταράχθηκε ο κυρ Γιώργης. Σηκώθηκε αμέσως πάνω και πήγε για την στροφή του δρόμου. Χτύπησε πάνω στο εργαλείο που πέταξε πριν. Σε άλλη περίπτωση θα βλαστημούσε αλλά τώρα μέσα του προσευχόταν να μην έπαθε τίποτα ο μικρός.
-Ρεεε ελάτε εδώ να δείτε γιατί νομίζω ότι δεν βλέπω καλά εγώ.
Μαζεύτηκαν όλα τα μαστόρια στην στροφή του δρόμου δεν το χώραγε ο νους τους αυτό που έβλεπαν. Ο Μητσάρας είχε κερδίσει τις εντυπώσεις με τις πρώτες ώρες της συνεργασίας μαζί τους, αλλά τώρα τους είχε αφήσει άναυδους. Είχε περάσει πίσω από τον λαιμό το μπαστούνι του, πάνω σε αυτό ήταν περασμένο το πανάκριβο ποδήλατο και στις άκρες δυο μεγάλες σακούλες. Με αργό βηματισμό έφτασε κοντά τους. Έτρεξαν και τον βοήθησαν να ξεφορτωθεί.
-Αφεντικό στην μια σακούλα είναι οι φραπέδες και στην άλλη ο πάγος, έχεις και τα χαιρετίσματα του μαγαζάτορα.
-Καλά ρε Μήτσο εγώ δεν σου είπα να πας και να έρθεις με το ποδήλατο, τι κόλπα είναι αυτά; ( Ο Μήτσος κατέβασε τα μάτια, το αίμα του κορμιού του μαζεύτηκε όλο στο πρόσωπο.)
-Αφεντικό δεν ξέρω να κάνω ποδήλατο… για αυτό σου είπα να πάω από την πλαγιά.
-Και γιατί δεν το έλεγες;
-Ο μπάρμπας μου είπε , ο λόγος του κυρ Γιώργη νόμος.
Ο μάστορας έριξε μια ματιά στην πλαγιά, πέντε λεπτά δρόμος για τον Μήτσο και στον δρόμο της μιας ώρας μετά του πανάκριβου ποδηλάτου. Έβαλε τα γέλια.
-Έλα κάτσε κοντά μας να δροσιστείς…. Την άλλη φορά με τα πόδια.
*Οι νεοέλληνες αρνηθήκαμε την δύναμη των ποδιών μας και την ταχύτητα με την οποία κατεβαίναμε και ανεβαίναμε κυρίαρχοι στις πλαγιές του χωριού μας. Δυτικότροπες μαϊμούδες δανειστήκαμε μεγάλα ποσά για πανάκριβα ποδήλατα των ευρωπαϊκών λεωφόρων ακατάλληλα για τα χώματα μας και εμείς αδέξιοι χρεωμένοι χειριστές. Όταν στον κυκλωτικό χορό ανακαλύψουμε την δύναμη της πατριωτικής και ταξικής συνείδησης με την νέα όραση θα διαπιστώσουμε ότι το μονοπάτι είναι δίπλα μας… Θα το ανέβουμε ξανά;
**Η ιστορία πέρα από τα φανταστικά στοιχεία στηρίχθηκε στο ποδηλατικό γεγονός που διηγήθηκε ο κουμπάρος μου ο Δημήτρης. Γεγονός το οποίο συνδέθηκε χρονικά με την Επικούρεια οσφρητική και γευστική, μνήμη πλέον, από το περίτεχνα φτιαγμένο και ψημένο μοσχαρίσιο συκώτι, σύμφωνα με την δική του μυστική συνταγή, μοναχικός συνεχιστής του ελληνικού γευστικού πολιτισμού…..