Ο θάνατος του Γκουσγκούνη και το θρυλικό «Figaro»
Η ουρά με τα γαϊδούρια και τα άλογα στα οποία επέβαιναν καλλίγραμμες νεαρές, ακούγοντας επευφημίες, χειροκροτήματα και πειράγματα, διέσχισε το δρομάκι στο παλιό λιμάνι των Σπετσών που οδηγούσε στο κατάλευκο κτίριο της ντισκοτέκ «Figaro» για άλλο ένα «country night». Εκεί που οδηγούσαν ούτως ή άλλως όλοι οι δρόμοι του νησιού από το 1980 μέχρι το 2003 την ελίτ της υψηλής αθηναϊκής κοινωνίας, γαλαζοαίματους, jet setters, πολιτικούς, μοντέλα και γόνους εφοπλιστικών οικογενειών που μόλις ανδρώνονταν.
Ηταν το απόλυτο και το πιο in κλαμπ του νησιού, εκεί που οι Νιάρχοι ένιωθαν σαν στο σπίτι τους και χόρευαν απενοχοποιημένα, μαζί με τον Ρούντολφ Νουρέγιεφ. Την ίδια στιγμή ο Βασίλης Γκουσγκούνης φρόντιζε όλα να κυλούν αρμονικά στο κλαμπ στο οποίο έχτισε τη δική του ξεχωριστή ιστορία για εκατοντάδες καλοκαιρινές νύχτες, που αργούσαν πάντα να ξημερώσουν στη «Figaro». Νύχτες που από το 2003 δεν ξανάρθαν στο λευκό κτίριο με τις καμάρες, το οποίο βρισκόταν μια ανάσα από τους ταρσανάδες του παλιού λιμανιού, όταν οι ιδιοκτήτες του αποφάσισαν να μην ανανεώσουν το μισθωτήριο. Τα φώτα της ντίσκο δεν άναψαν ξανά και ο ιθύνων νους της έσβησε την περασμένη Δευτέρα χτυπημένος από την επάρατη νόσο και χωρίς τελικά να καταφέρει αυτό που ήθελε. «Συνέχεια έχω στο μυαλό μου να αναβιώσω την ‘‘Figaro’’, ίσως σαν ένα ποιοτικό lounge bar, για να θυμούνται οι παλιοί και να μαθαίνουν οι νεότεροι», είχε εκμυστηρευτεί σε μια συνέντευξή του.
Opening night με 500 σκάφη!
Ο Βασίλης Γκουσγκούνης δεν είχε ποτέ επαγγελματική σχέση με τη νύχτα. Εχοντας μεγαλώσει στις Σπέτσες (ο πατέρας του Σωτήρης είχε μια βιοτεχνία που προμήθευε με ριχτάρια, μαρινιέρες και υφαντά τα καταστήματα του νησιού), πήγε σχολείο στη φημισμένη Αναργύρειο-Κοργιαλένειο Σχολή και σπούδασε μηχανικός αεροσκαφών. Τον χειμώνα σύχναζε ως θαμώνας στη «Figaro» του Κολωνακίου και στο «Papagayo», δύο θρυλικά μαγαζιά του Λεωνίδα Ιωαννίδη, με τον οποίο ήταν φίλοι κολλητοί. Η επικοινωνιακή του αύρα ήταν τέτοια που όλοι όσοι έμπαιναν στο μαγαζί μετά από λίγο καιρό τον χαιρετούσαν σαν να γνωρίζονταν χρόνια.
«Αποφάσισα να ασχοληθώ με τη νυχτερινή ζωή για πλάκα. Στην πραγματικότητα, δεν ήξερα πού θα πήγαινε αυτό, αλλά καθώς τα καλοκαίρια στις Σπέτσες υπήρχε μόνο ένα κλαμπ, ο ‘‘Απόλλωνας’’, σκέφτηκα το 1977 να ανοίξω δίπλα σε κάτι παλιές αποθήκες και ανάμεσα σε ταρσανάδες, ένα άλλο, που το ονόμασα ‘‘Καρνάγιο’’». Η αρχή είχε γίνει, το κλαμπ γνώρισε μεγάλη επιτυχία και έτσι ο Λεωνίδας Ιωαννίδης συνέπραξε με τον Βασίλη, άλλαξαν χώρο και στις 5 Ιουνίου του 1980 η «Figaro» άνοιξε πανηγυρικά με ένα opening που έμεινε αξέχαστο. Πάνω από 500 σκάφη κατέπλευσαν στις Σπέτσες για το συγκεκριμένο εναρκτήριο πάρτυ της νέας ντισκοτέκ και, όπως ήταν αναμενόμενο, δημιουργήθηκε το αδιαχώρητο, μέσα και έξω. Επιχειρηματίες, εφοπλιστές, καλλονές, νεαροί γόνοι ισχυρών οικογενειών και πολλοί άλλοι συνωστίζονταν στον χώρο, αφού τα tender από τα σκάφη και τις θαλαμηγούς αποβίβαζαν συνεχώς κόσμο μπροστά από το κτίριο της «Figaro», που ήταν μιαν ανάσα από τη θάλασσα. Οι νύχτες των Σπετσών απέκτησαν αμέσως καινούριο νόημα και δεν χρειάστηκε παρά η επόμενη μέρα και οι συζητήσεις για το ποιοι ήταν εκεί, για να εδραιωθούν δύο πράγματα: οι ουρές έξω από την ντισκοτέκ κάθε βράδυ και ο μύθος της. Ο Φίλιππος και ο Σπύρος Νιάρχος ήταν μόνιμοι θαμώνες, όπως και ο large Δημήτρης Καρέλλας, ο Γιάννης Βαρδινογιάννης (Τζίγγερ), ο νεαρός τότε Γιάννης Καραγιώργης, μαζί με δεκάδες άλλους νεαρούς γόνους γνωστών οικογενειών, νεαρούς τότε τηλεοπτικούς δημοσιογράφους και γοητευτικές ηλιοκαμένες νεαρές, οι οποίες πολιορκούνταν στενά όλο το βράδυ. Επισήμως, το πρόγραμμα ξεκίναγε και τελείωνε κάθε βράδυ με ένα συγκεκριμένο κομμάτι του Στίβι Γουόντερ, το οποίο ήταν το αγαπημένο του Ιωαννίδη.
Κάποιοι επιμένουν ότι ήταν το «Part time lover», έτεροι υποστηρίζουν ότι ήταν το «Master blaster». Μικρή σημασία… Το σημαντικότερο είναι ότι η «Figaro» έγινε το κλαμπ που όλοι ήθελαν να πάνε για να νιώσουν διαφορετικοί, να γλεντήσουν χωρίς να νοιάζονται για τίποτε και ενίοτε να ερωτευτούν για ένα, δύο, τρία ή ποιος ξέρει πόσα βράδια, επιστρέφοντας πάντα για νέες περιπέτειες στο κλαμπ με τις θρυλικές καμάρες.
Νύχτες με τον Νουρέγιεφ, τους Νιάρχους και τον Νίκι Μαυρολέοντα
Κάποια αυθόρμητα φωτογραφικά κλικ της στιγμής κατόρθωσαν να αιχμαλωτίσουν τη μαγεία ενός μικρού ελληνικού «Studio 54», όπου ο νεαρός Τζίγγερ χόρευε με τρεις καλλονές ταυτόχρονα και ο Φίλιππος Νιάρχος φλέρταρε χαλαρά, ακούγοντας ή προσπαθώντας να ακούσει μέσα σε ντελίριο κεφιού τι του ψιθύριζε μια νεαρή στο αυτί.
Κατά έναν μαγικό τρόπο ο Βασίλης Γκουσγκούνης κατάφερνε να κρατάει τις ισορροπίες και να εξυπηρετεί τους πάντες, έστω κι αν κάποιοι κατέφταναν πολλές φορές απροειδοποίητα. Κάπως έτσι ο Νίκι Μαυρολέων απολάμβανε τα δεκάδες βλέμματα που συγκέντρωνε η τότε σύζυγός του, διάσημη ηθοποιός Μπάρμπαρα Καρέρα, όταν λικνιζόταν στους λάτιν και ντίσκο ρυθμούς του dj, o οποίος ήταν πάντα ενήμερος για τις μεγαλύτερες χορευτικές επιτυχίες της εποχής.
Ντροπαλός σχετικά ο γιος του τέως βασιλιά Κωνσταντίνου και πρίγκιπας χωρίς θρόνο, Παύλος, έκανε τα πρώτα του ξενύχτια εκεί, ενώ υπήρξε και μια μαγική νύχτα που ο Ρούντολφ Νουρέγιεφ έμαθε για τα καλά τι σημαίνει ελληνικό καλοκαίρι σε νησί.
Εκείνη την περίοδο ήταν φιλοξενούμενος του αείμνηστου Σταύρου Νιάρχου στη Σπετσοπούλα και οι γιοι του μεγιστάνα που είχαν κάνει στέκι τους τη «Figaro» τον πήγαν να διασκεδάσει. Οπως ήταν φυσικό, τα μάτια όλων έπεσαν στον διάσημο χορευτή και τους γιους Νιάρχου, οι οποίοι έδιναν το «παρών» και στις περίφημες θεματικές βραδιές. Σε μια «Country night» νεαρή καλλονή εισήλθε στην ντισκοτέκ πάνω στο άλογο, όπως είχε κάνει η Μπιάνκα Τζάγκερ στο θρυλικό «Studio 54», εν μέσω αποθέωσης από τους θαμώνες, ενώ σε έτερη θεματική βραδιά με τον τίτλο «Hawaiian night» δεκάδες νεαρές αφίχθησαν με στεφάνια λουλουδιών στα μαλλιά, μαγιό και φούστες από άχυρα. Οπως είχε πει σε συνέντευξή του ο Βασίλης, «κάθε βράδυ ήταν μια έκπληξη. Οι παρέες, το κέφι, η ξενοιασιά του καλοκαιριού, όλα αυτά δημιουργούσαν μια ξεχωριστή ατμόσφαιρα» – η οποία έφτανε στο πικ της όταν ο dj μίξαρε την πασίγνωστη άρια «Figaro» από τη διάσημη όπερα του Ροσίνι «Ο κουρέας της Σεβίλλης».
Σύμφωνα με τους δεκάδες, αν όχι εκατοντάδες εγχώριους διάσημους θαμώνες της, από την ιστορική ντισκοτέκ «αποφοίτησε» η ελίτ της υψηλής αθηναϊκής κοινωνίας και του επιχειρείν. Τα ηχεία της «Figaro» ήχησαν για τελευταία φορά το καλοκαίρι του 2003, όταν οι ιδιοκτήτες του κτιρίου ειδοποίησαν τον Βασίλη και τον Λεωνίδα ότι δεν θα ανανέωναν τη μίσθωση. Οταν το νέο μαθεύτηκε, ο ίδιος ο Σπύρος Νιάρχος είπε στον Γκουσγκούνη να τον φέρει σε επαφή με τους ιδιοκτήτες προκειμένου να βοηθήσει ακόμη και οικονομικά αν χρειαζόταν, για να συνεχίσει να λειτουργεί η ντισκοτέκ.
Συναντήθηκε μαζί τους τρεις φορές, αλλά ούτε αυτός δεν κατάφερε να τους μεταπείσει, ώστε να ξαναζήσει μαζί με τον αδελφό του και τους φίλους τους ονειρικές βραδιές που αργούσαν πολύ να ξημερώσουν στο παλιό λιμάνι. Τότε που χόρευαν στο λευκό κτίριο με τις τρεις καμάρες, το οποίο χτίστηκε ανάμεσα στους ταρσανάδες και έγραψε τη δική πολύ ξεχωριστή ιστορία στο ελληνικό nightlife.
ΠΗΓΗ