Καρότσι πιάνεις καθόλου;
Ο διευθυντής του Γυμνασίου στο προάστιο των Αθηνών ήταν κυριολεκτικά σφηνωμένος μέσα στο κουστούμι του. Ένας στιλπνός υφασμάτινος σωλήνας τα αψεγάδιαστα ρούχα του. Άκαμπτος στάθηκε μπροστά στο άκαμπτο μικρόφωνο. Με βαθιά σκληρή πηγαδίσια φωνή που έβγαινε από μεταλλικό πηγάδι έβγαλε τον καθιερωμένο λόγο του. Μόνο τα χείλη του κινούνταν. Μπροστά του εξασφαλισμένο κοινό οι μαθητές του γυμνασίου αρρένων σε άριστη ρυμοτομική διάταξη νεόδμητης πολιτείας. Για άλλη μια φορά άκουσαν τον ξύλινο λόγο, επιβαλλόμενος από το καθεστώς, «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών» και άλλα εθνικοαπελευθερωτικά. Ο Μιχάλης μαθητής της δευτέρας γυμνασίου, παρατηρούσε τον λαιμό του διευθυντή. Οι λέξεις κοντά η μια στην γίνονταν μια μεγάλη συρμάτινη κεραία που έβγαινε μέσα από τον μυϊκό σωλήνα, πήγαινε κάθετα προς τον ουρανό αναζητώντας ένα σημάδι επικοινωνίας , αλλά μάταια συνέχιζε την προσπάθεια της . Και ξαφνικά τούτη η μεγάλη συρμάτινη σειρά λέξεων χωρίς νόημα έσπαζε σε μικρούς τρίλεκτους κυλίνδρους, όνομα και επώνυμο και πατρώνυμο για να πάρει ο καθένας το πτυχίο αποφοίτησης.
Ένας -ένας ανέβαιναν στο υπερυψωμένο μπαλκόνι σε μια μονόδρομη πορεία από δεξιά προς τα αριστερά λες και ακολουθούσαν την ιδεολογική πορεία των νέων της εποχής. Αντάλλασαν μια ελάχιστης απτικής επαφής χειραψία με τον αυστηρό καθεστωτικό διευθυντή. Η ίδια παλάμη που τώρα έδινε συγχαρητήρια είχε μοιράσει άπειρο αριθμό ερυθροποιητικών χαστουκιών στα μάγουλα σχεδόν όλων των μαθητών, εκτός των παιδιών των δύο αστυνομικών.
– Μιχάλης Ιωάννου του Ιωάννη.
Με δρασκέλισμα που ακολουθούσε το βήμα των προπορευόμενων ο Μιχάλης ανέβηκε να παραλάβει το κυλινδρικό έγγραφο. Σχεδόν ανέπαφα πέρασε τον σκόπελο της χειραψίας , ακολούθησε πορεία προς τα αριστερά για να μπει ξανά στην θέση του. Κρατώντας το πτυχίο στα χέρια του ένοιωσε το κάψιμο ηλιοκαμένου μετάλλου στα χέρια του. Το χαρτί καθώς περνούσαν τα δευτερόλεπτα αποκτούσε βάρος, πολύ βάρος, με δυσκολία προχωρούσε. Ένας συμμαθητής τον έσπρωξε για να πάρουν γρήγορα την θέση τους. Ο Μιχάλης είδε την πρώτη σταγόνα ιδρώτα να απλώνεται με μια κυκλική υγρασία στην πάνω κορυφή του αποφοιτηρίου. Είκοσι Ιουνίου τέλειωνε το γυμνασιακό καλοκαίρι στην Αθήνα και την άλλη μέρα ξεκινούσε το εργατικό του καλοκαίρι στα Καλάβρυτα.
– Θα βάλω πλάτη να σπουδάσεις, αλλά τα καλοκαίρια θα δουλεύεις μαζί μου στην οικοδομή. ( Είπε πριν δυο χρόνια ο μεγάλος του αδελφός στην οικογενειακή μάζωξη. Ακολούθησαν μερικά δευτερόλεπτα αρυτίδωτης σιωπής, σε αυτή την περίπτωση τα ακίνητα πρόσωπα επιβεβαιώνουν την σιωπηρή οικογενειακή συμφωνία. ) Θα πληρώνεσαι αλλά λεφτά δεν θα παίρνεις !!! ( Πάλι σιωπή, αλλά μια ανοδική πορεία των φρυδιών έγραψε μια ρυτιδιασμένη απορία στο βλέμμα και στο μέτωπο του Μιχάλη. Ο μεγάλος αδελφός συνεχίζοντας έδωσε την απάντηση. ) Τα λεφτά σου θα τα παίρνει η μεγάλη μας αδελφή, η φοιτήτρια, μαζί θα μείνετε. Θα σου τα δίνει λίγα- λίγα όσα χρειάζεσαι. Συμφωνείς; ( Η καταφατική κίνηση του κεφαλιού του μικρού έκλεισε την συμφωνία ανάμεσα στα δύο αδέλφια.) Κόλα το ρε μάγκα. ( Εκείνα τα χρόνια, δεκαετία του εβδομήντα, μια μπεσαλίδικη χειραψία είχε μεγαλύτερη αξία και από το πιο έγκυρο συμβόλαιο. )
Το μικρό χέρι του Μιχάλη παλάμη με την παλάμη υπόγραψε την συμφωνία με τον αδελφό του. Το προηγούμενο καλοκαίρι κατάλαβε στην πράξη τι σήμαινε η συμφωνία που υπέγραψε.
– Τώρα που θα δουλέψει μαζί μας θέλω να τον τσακίσεις. Ανάσα να μην παίρνει . Να ματώσουν τα χέρια και τα πόδια του. Και νηστικό να τον αφήνεις που και που. Ας διαλέξει μόνος του οικοδομή ή γράμματα. Εμένα κανένας δεν μου έδωσε επιλογή, η οικοδομή ήταν μονόδρομος επιβίωσης. Και που είσαι, μην τολμήσεις να του πεις τίποτα μέχρι να γυρίσει με πτυχίο .( Είπε ο μεγάλος αδελφός στον αρχιμάστορα του, θα ήταν και ο υπεύθυνος για τον Μιχάλη. Μπεσαλής και εκείνος κράτησε τον λόγο του. Μετά από πολλά χρόνια όταν γύρισε με πτυχίο από το πανεπιστήμιο έμαθε ο Μιχάλης την αλήθεια για την βασανιστική συμπεριφορά του αρχιμάστορα. )
Αν και μαθηματικός δεν μπορεί να υπολογίσει πόσους χιλιάδες τενεκέδες με τσιμέντο σήκωσε στην πλάτη του. Το σάρκινο σημάδι της χαρακιάς στον μυ πάνω από την κλείδα είναι το αδιάσειστο σωματικό του πειστήριο. Ατέλειωτες και οι διαδρομές που έκανε με τα βαριά καρότσια. Εδώ είχε ένα μέτρο υπολογισμού. Μάλλον χιλιομετρικά κάλυπτε τον γύρο της Ελλάδας με το μονόροδο καρότσι φορτωμένο χώμα ή τσιμέντο. Κάποια βράδια όταν έβγαινε στην πλατεία να δει τους φίλους του ένοιωθε ότι το σώμα και τα χέρια του έπαιρναν την θέση που έπαιρναν όταν οδηγούσε το οικοδομικό καρότσι.
Ένα έντονο φως αναβόσβησε στην κρεβατοκάμαρα. Η γυναίκα του Μιχάλη ξύπνησε, είχε ανήσυχο ύπνο, περίμενε νέα από τον γιό τους. Στην αρχή νόμισε ότι πρόκειται για αστραπές πού πέρασαν ευθύβολα τις λάμψεις τους από το μικρό τζαμιλίκι της πόρτας. Ο καιρός ήταν άστατος αυτό το καλοκαίρι. Αλλά αστραπή η οποία να συνοδεύεται από την βαριά μεταλλική φωνή του Βασίλη Παπακωνσταντίνου, « και την αλήθεια θα την βρω στα χέρια μου και στην καρδιά μου»,*** ήταν αδύνατον να υπάρχει. Για πρώτη φορά ο Μιχάλης είχε πάρει το κινητό στην κρεβατοκάμαρα. Με μια ελαφριά λαβή δείκτη αντίχειρα η γυναίκα του τον έπιασε απαλά στα αριστερά του λαιμού του, εκεί που ήταν το σημάδι από τον ατέλειωτο τενεκέ της οικοδομής.
– Μιχάλη ξύπνα τηλέφωνο… ( άπλωσε το χέρι της να πιάσει το κινητό, πρόσεξε τις παλάμες του σφιχτά κλειστές σα να έπιανε κάτι και με τα δύο χέρια).
Ο Μιχάλης ξύπνησε αλλά ακόμα ήταν στο όνειρο. Ισορροπούσε πάνω σε επικίνδυνα μαδέρια το βαρυφορτωμένο καρότσι , σκαλωσιά την σκαλωσιά ανέβαζε τον παραγεμισμένο με πηχτό τσιμέντο τενεκέ. Στο σημείο που τον πίεσε απαλά η γυναίκα του για να τον ξυπνήσει, άναψε το προσωπικό του βίντεο με μνήμες και έπαιζε σε πλειμπάκ με καταιγιστικό ρυθμό εικόνες της εφηβείας του. Η γυναίκα του κοίταξε την κλήση στο κινητό.
– Μιχάλη, το παιδί είναι στο τηλέφωνο, ο Γιάννης μας.
Όταν άκουσε το όνομα του γιού με ένα αυτόματο τρόπο το μυαλό του , πάτησε διακοπή λειτουργίας των εφηβικών ονειρικών μνημών και τον επανέφερε στην πραγματικότητα αμέσως. Ο γιος του μηχανολόγος στο επάγγελμα βρέθηκε για σπουδές στο εξωτερικό. Τώρα με την έντονη κρίση στην Ελλάδα του προσφέρθηκε η δυνατότητα για μια καλή εργασία στον τομέα του. Βαριά η ξενιτιά μα πιο βαριά η ανεργία. Απαισιόδοξος ο Λονδρέζικος ουρανός αλλά απελπιστικό να μην μπορείς να εργάζεσαι σε κάτι που θέλεις και αγαπάς.
– Έλα Γιάννη μου καλημέρα. (Η γυναίκα του έκανε νόημα να βάλει ανοικτή ακρόαση, αλλά αυτός έκανε πως δεν την καταλάβαινε. Του θύμωσε λίγο. Ήξερε όμως γιατί ήθελε να ακούσει πρώτος τα νέα. Αν δεν ήταν τα αυτά που περίμεναν θα εύρισκε ένα γλυκό τρόπο να της ανακοινώσει τα δυσάρεστα.)
– Όχι δεν με ξύπνησες . Για πες μου τι έγινε με την συνέντευξη στην εταιρία;
– Πέρασα μπαμπά, πριν λίγα λεπτά μου είπαν ότι είμαι μέλος της επιστημονικής ομάδας.
– Για πες του μου ξανά δεν άκουσα καλά. ( Πάτησε το κουμπί της ανοιχτής ακρόασης. Φωτίστηκε το πρόσωπο της γυναίκας του, κατάλαβε τον δακτυλικό οιωνό για το καλό μαντάτο.)
– Πέρασα στην συνέντευξη, είμαι μέλος της επιστημονικής ομάδας της εταιρείας, πες στο στην μαμά.
– Σε ακούει! Εγώ δεν είχα καμία αμφιβολία, καμία αγωνία για την επιτυχία σου. ( Η γυναίκα του κοίταξε με ένα βλέμμα ειρωνικής απορίας το κινητό που κράταγε στα χέρια του ο Μιχάλης. Αυτός που δεν είχε καμία αγωνία για πρώτη φορά στην ζωή του έφερε το κινητό δίπλα του στο κομοδίνο.) Δεν μου λες τι ακριβώς θα κάνεις εκεί;
– Θα έχω ένα επιστημονικό εποπτικό και ελεγκτικό ρόλο στα έργα της εταιρείας.
– Καρότσι θα πιάνεις καθόλου;
– Μπαμπά μου φαίνεται ότι δεν έχεις ξυπνήσει ακόμα.
– Μια χαρά ξύπνιος είμαι. Έχεις χρόνο;
– Μα και βέβαια.
– Άκου λοιπόν, θα σου πω μια ιστορία μάλλον την στιγμή που πρέπει……
* Ζούμε στην εποχή της ταπεινωτικής αγχωτικής κρίσης. Η κρίση μας απειλεί γιατί χάσαμε την αυτάρκεια, την αυτονομία και την δημιουργικότητα μας. Από δημιουργοί μαστόροι καταντήσαμε απλά χρήστες και καταναλωτές. Οι Έλληνες μέχρι την δεκαετία του 70 ζούσαμε σε απίστευτη φτώχεια σε σχέση με τα σημερινά δεδομένα. Ήταν όμως ακόμα ζωντανό το ιστορικό σώμα της αυτόνομης κοινότητας όπως έλαμψε στα χρόνια της τουρκοκρατίας. Ιστορικό σώμα το οποίο περπάτησε μέχρι την πόρτα του Πολυτεχνείου αλλά καταπλακώθηκε από το τανκς της μικροαστικής υπερκατανάλωσης, του ψυχωτικού μιμητισμού ενός ευρωπαϊκού ονείρου σε συνδυασμό με την απαξίωση για κάθε τι ελληνικό . Εξαθλιωμένος είναι αυτός που δεν έχει πιάσει καθόλου το καρότσι της ζωής στα χέρια του, αυτός που δεν έχει σημάδια στο κορμί του από την μάχη της βιοπάλης. Υπόδουλος είναι αυτός που δεν πιστεύει στα χέρια του και στην καρδιά του. Αν δεν πιάσεις το καρότσι στα χέρια σου κάποιοι άλλοι θα σε πάνε καροτσάδα….
** Η ιστορία διαθέτει φανταστικά στοιχεία αλλά έχει σταθερή επαφή με την πραγματικότητα Προσπαθώντας να βρω τον μυστικό κωδικό της τύχης με πέντε νούμερα και ένα τζίνι- τζόκερ στο πρακτορείο ΟΠΑΠ του Μιχάλη μου είπε την ατάκα «καρότσι πιάνεις καθόλου;» και μου έδωσε και εικόνες που την συνόδευαν. Εκείνη την στιγμή του είπα: Την επόμενη Πέμπτη «παίζεις» στον Αναγνώστη. Κράτησα το λόγο μου.
*** Βαρέθηκα τα χωρατά. Στίχοι μουσική Χαρούλα Αλεξίου, Τραγούδι Βασίλης Παπακωνσταντίνου (1978)