ΆρθροΑρχείο

Η μπάλα…

Ο κυρ Γιώργης με τα χέρια πίσω από την πλάτη του, ένας ηλικιωμένος Οβελίξ,  κρατώντας ένας τεράστιο παραλληλόγραμμο «μενίρ» έκανε την δυναμική του είσοδο στο καθιστικό του γιού του. Ο συνονόματος εγγονός αποκωδικοποίησε το «γαλατικό» σημάδι  και η ατμόσφαιρα μύρισε «δωρίλας».

-Παππού θες βοήθεια για να ξεφορτώσεις;

-Μπράβο Γιωργάκη μου μόνο εσύ κατάλαβες πόσο κουρασμένος είμαι.

Ο εγγονός με επιδέξιες κινήσεις ξεφόρτωσε το μεγάλο παραλληλόγραμμο πολύχρωμο  «μενίρ». Ο κυρ Γιώργης στο κατάστημα δώρων πάντα ζητούσε να τυλίγουν τα δώρα του μικρού μέσα σε πολύχρωμα χαρτιά. Τον απογείωνε το έντονο βλέμμα του παιδιού μέχρι να αποκαλύψει το δώρο του. Δεν μιλάμε για τρία με τέσσερα δώρα το χρόνο. Εβδομαδιαία ήταν η επίσκεψη του στο παγνιδάδικο και καμιά φορά και δυο φορές την εβδομάδα. Όταν κάποτε ο γιος του προσπάθησε να απλώσει μια ομπρέλα παιδαγωγικής προστασίας στην δωροκαταιγίδα του παππού αυτός του απάντησε με εκείνο το γνώριμο αυστηρό ύφος.

-Να πάρεις αυτός όσα δεν πήρες εσύ.

Με τον γιο του ο κυρ Γιώργης δεν μπόρεσε να είναι πολύ κοντά. Η σκληρή βιοπάλη μεροκάματο το μεροκάματο έχτισε ένα τείχος ανέκφραστων συναισθημάτων μεταξύ τους. Αγαπούσε ο ένας τον άλλο σε μεγάλο βαθμό, αλλά ποτέ δεν βρέθηκε ένα παράθυρο σε αυτόν τον σκληρό τοίχο επιβίωσης για να το πουν πρόσωπο με πρόσωπο. Ακολουθούσαν παράλληλη  πορεία,  αφουγκράζονταν ο ένας τα βήματα του άλλου. Δίαυλος επικοινωνίας ανάμεσα τους ήταν η μάνα του. Όταν ο Πέτρος ήθελε κάτι από τον πατέρα του , η μάνα εκτελώντας χρέη Ισθμού  της Κορίνθου μετέφερε με επιτυχία το μήνυμα από το Αιγαίο στο Ιόνιο και αντίστροφα. Ένα ρόλο που εκτελούσε με μεγάλη επιθυμία και επιτυχία, εξ  άλλου αυτοί οι δυο άντρες ήταν τα δυο πελάγη της, η θάλασσα της ευτυχίας της. Η γέννηση του μικρού Γιώργου συμπτωματικά ήρθε μαζί με την συνταξιοδότηση του κυρ Γιώργη, έτσι διαμορφώθηκε ένα  χρονικό ξέφωτο επικοινωνίας για  να γνωρίσει πιο καλά ο Πέτρος τον πατέρα του, πάλι μέσω μεσάζοντα αλλά σαφώς πολύ πιο άμεσα τώρα. Όλο και πιο συχνές οι επισκέψεις του παππού στον εγγονό όλο και πιο πολλές οι κουβέντες πατέρα και γιού, μέρα με την ημέρα γκρέμιζαν το τείχος που έφτιαξε ο χρόνος και τρόμαζαν όταν καταλάβαιναν πόσο έμοιαζε ο ένας στον άλλο.

-Παππού είσαι και ο πρώτος, είναι ακριβώς αυτό που ήθελα.

Ο κυρ Γιώργης κοκκίνισε σαν άτακτη παιδούλα την ώρα που την πιάνουν να κάνει την αταξία της. Ο μικρός Γιώργος έγινε η  «αχίλλειος πτέρνα» του σκληροτράχηλου παππού αλλά ο Πέτρος ποτέ δεν σήκωσε το βέλος του μυθικού Πάρη. Έστω και τώρα είχε την ευκαιρία να μάθει τον πατέρα του, τώρα πια δεν φορούσε την άτρωτη σκληρή  πανοπλία του μαχόμενου βιοπαλαιστή . Ο μικρός άπλωσε κάστρα δράκους και στρατιώτες στο πάτωμα έτοιμος να χαθεί σε μια μεγαλοπρεπή φαντασιακή μάχη.  Πατέρας και εγγονός κοιτούσαν τον ευφυή στρατηγό να στήνει τους άντρες του στο πεδίο της μάχης. Ο μικρός ήταν η κορυφή μιας αμβλείας οπτικής γωνίας, που ένωνε τα βλέμματα του πατέρα του και του παππού του. Ο κυρ Γιώργης είδε στο πρόσωπο του γιού του εκείνο το μισό στραβό χαμόγελο, εκεί που το ένας χείλι  επιτίθεται πάνω στο άλλο και ζωγραφίζουν μια έκφραση θυμού στο πρόσωπο.

-Μην αρχίσεις τα ίδια πάλι τα παιδαγωγικά σου. Ένα εγγόνι έχω!

-Όχι κάτι άλλο ήθελα να σε ρωτήσω.

Τα χείλη του Πέτρου έντονα  πορφυρά,  σφιγμένα  πόδια αθλητή που περιμένει να ακούσει τον πυροβολισμό και να χυθεί στον στίβο. Πέρασαν δέκα περίπου δευτερόλεπτα, αλλά το στόμα του έμεινε εκεί κολλημένο στην αφετηρία του θυμού. Την πιθανή λογομαχία σταμάτησε η είσοδος της γυναίκας του με ένα μεγάλο δίσκο γεμάτο ουζομεζέδια και όλα τα υγρά χρειαζούμενα.  Απέφυγε με επιδεξιότητα τις παγίδες που είχε στρώσει ο πολέμαρχος γιος της στο πάτωμα. Αντιλήφθηκε το θυμωμένο γεμάτο βέλη βλέμμα του άντρα της έτοιμο να χτυπήσει με το τόξο των λόγων , και τον αγέρωχο παππού να περιμένει κοιτώντας με απορία.

-Ελάτε έξω στο μπαλκόνι έχει δροσιά.

-Για λέγε γιατί στράβωσες  πριν από λίγο; ( Ρώτησε ο κυρ Γιώργης. Ήπιε μονορούφι το πρώτο ούζο ανέρωτο. Ακούμπησε το τον ενωμένο δείχτη αντίχειρα στην μέση στο πάνω χείλι και άνοιξε τα δάκτυλα του με πίεση πάνω στο παχύ μουστάκι του, απτικό κωδικός ότι ήταν στην διάθεση του ομιλητή του .)

-Εμένα ποτέ δεν μου πήρες τόσα δώρα!!!

Ο κυρ Γιώργης ήπιε άλλο ένα ούζο, επανάλαβε την κίνηση των δακτύλων δυο φορές πάνω στο μουστάκι του, προσπαθώντας να κατανοήσει τι του έλεγε ο γιός του.

-Δεν φαντάζομαι να ζηλεύεις το παιδί;  Πατέρας του είσαι!!!! (Τον κοίταξε με εκείνο το δυνατό βλέμμα του ανθρώπου που κοίταξε την Μέδουσα ζωή στα ίσια και δεν μαρμάρωσε. Ο γιός χαμήλωσε το βλέμμα, αναζήτησε μια δόση θάρρους σε ένα ποτηράκι ούζου.)

-Όχι πατέρα, αλλά μέχρι να περάσω στο πανεπιστήμιο μόνο μπάλες μου έπαιρνες.  Και πάντα με την διαμεσολάβηση της μάνας.

-Ξέρεις καλά ότι δεν είχαμε λεφτά για παιγνίδια τότε, ήμασταν πιο  κάτω από φτωχοί.

-Και μπάλες πως μου έπαιρνες και μάλιστα δερμάτινες.

-Δεν μπορούσαν να αντισταθώ όταν ζήταγες μπάλα ποδοσφαίρου, η μάνα σου το είχε καταλάβει. Πως τα λέτε εσείς οι μορφωμένοι, όταν άκουγα για μπάλα με άγγιζες πάνω σε ψυχικό τραύμα. Κάθε φορά που σου αγόραζα μια μπάλα, ένα μεροκάματο και βάλε για μένα, νόμιζα ότι έβαζα ένα ράμμα σε μια δική μου παιδική πληγή. Θυμάσαι κάποτε που μας έλεγες σε μένα και στην  μάνα σου το πείραμα ενός Παβλόφ, χτύπαγε το καμπανάκι και έτρεχαν σάλια του σκύλου. Μόλις άκουγα για ποδοσφαιρική μπάλα  το μυαλό μου με διάταζε να σου την πάρω.

Η νύφη του φάνηκε στην ανοιχτή μπαλκονόπορτα, άκουσε τα λόγια του παππού, εντυπωσιάστηκε, πρώτη φορά τον άκουγε να ανοίγεται.  Έλεγξε  αν λείπει τίποτα, όρθια με το κεφάλι γυρτό στην κάσα της πόρτας περίμενε να ακούσει την συνέχεια.

-Εμείς εκείνα τα χρόνια της πιο αιματηρής φτώχειας που γνώρισε η Ελλάδα παιγνίδια δεν είχαμε.  Το ποδόσφαιρο ήταν το αγαπημένο μας παιγνίδι αλλά μπάλες δεν υπήρχαν. Δηλαδή υπήρχαν αλλά λεφτά δεν υπήρχαν για να αγοράσουμε.  Κουκουνάρια, κουτιά από κονσέρβες, χαρτοπολτός από εφημερίδες που μας έδινε ο καφετζής ήταν οι μπάλες μας. Μεγάλη τύχη για μας να πάρουμε την φούσκα, την κύστη του γουρουνιού όταν έσφαζε κανένας. Η καλύτερη απομίμηση για μπάλα που είχαμε. Εκείνη την εποχή το παζάρι ήταν μεγάλο ταξίδι έτσι ανθούσε το επάγγελμα του γυρολόγου. Ο κυρ Αντώνης , ερχόταν με δυο ζώα φορτωμένα καλούδια να τα πουλήσει στο χωριό. Μετά από λίγα χρόνια πήρε και ένα μικρό φορτηγάκι, κάθε Παρασκευή ήταν το γεγονός του χωριού. Αρχές του εξήντα είχαν βγει τα πρώτα ποδοσφαιρικά άλμπουμ , όταν το συμπλήρωνες όλο, το δώρο σου θα ήταν μια δερμάτινη μπάλα! Η μάνα μου, μόλις είδε τα απλωμένα ποδοσφαιρικά άλμπουμ αγόρασε ένα και δύο φακελάκια με κάρτες. Δεν είχε καταλάβει ότι πρέπει να το γεμίζουμε όλο. Κάθε Παρασκευή όταν ακούγονταν από την κάτω ρεματιά το κλάξον του γυρολόγου, οι κόρες των ματιών μου άνοιγαν και γίνονταν δυο μεγάλες δεκάρες. Τόσα λεφτά χρειαζόμουν για να πάρω δυο φακελάκια κάρτες.  Άκουγα τον κλάξον, την κοιτούσα με κοιτούσε, μέσα από την αόρατη τσέπη της ποδιάς της ο ταχυδακτυλουργός της χαράς μου έβγαζε τις δυο δεκάρες.  Η τύχη μου πήγαινε καλά, συμπλήρωνα το άλμπουμ εβδομάδα με την εβδομάδα, αν είχα διπλή κάρτα την αντάλλασα με κάποιον άλλο. Αλλά η τύχη μου σταμάτησε στον Νεστορίδη της Αεκάρας, ήταν η πιο σπάνια κάρτα. Η κάρτα κλειδί για να πάρεις την δερμάτινη μπάλα. Είχαμε γεμίσει όλοι με διπλές και τριπλές κάρτες. Παρασκευή το κλάξον του γυρολόγου, δεκάρες τα μάτια του Γιώργη, αλλά ο Νεστορίδης πουθενά, λες και είχαν βγάλει κόκκινη κάρτα στο όνειρο μου.

-Γιώργη δεν πρέπει να χαλάμε όλα τα λεφτά μας σε κάρτες, άμα ήταν να βρεθεί κάποιος θα την είχε πάρει. Οι έμποροι κάνουν και τα κόλπα τους, για να πουλήσουν.

-Μάνα τελευταία φορά…

-Πήρα τις δυο δεκάρες και τις πέρασα από το αριστερό πόδι του Αϊ Γιώργη στα εικονίσματα της μάνας μου.

-Και γιατί από το αριστερό μόνο πατέρα ; (Ρώτησε η νύφη του.)

-Γιατί είμαι αριστεροπόδαρος. Ο Αϊ Γιώργης το έκανε το θαύμα του. Πρώτη κάρτα ο Νεστορίδης. Στα χέρια με σήκωσαν οι φίλοι και φώναζαν Νεστορίδης-  Νεστορίδης, ζούσα τις δικές μου δόξες στην τοπική μου Φιλαδέλφεια. Ο γυρολόγος με χαρά  έδωσε την πρώτη δερμάτινη μπάλα που έκανε την εμφάνιση της στην πλατεία του χωριού. Τα νέα διαδόθηκαν πολύ γρήγορα και δυο αντίπαλες ομάδες στήθηκαν στην πίσω αυλή του σχολείου. Ζούσαμε πασχαλιάτικες , αναστάσιμες χαρές, σαν άπιστοι Θωμάδες ό ένα μετά τον άλλο την έπιανε στα χέρια του, να ψηλαφήσει το δέρμα τις ραφές την βαλβίδα. Ξεκίνησε ένα δυνατό παιγνίδι. Στο δέκατο περίπου λεπτό κερδίζουμε το πρώτο κόρνερ από αριστερά. Παίρνω φόρα και βάζω πολύ δύναμη στο αριστερό μου πόδι σαν να χτυπούσα την χαρτοπολτένια μπάλα. Η μπάλα απογειώθηκε σε ένα ταξίδι θανάτου πήγε και έσκασε στο απέναντι μπαλκόνι μέσα στην τριανταφυλλιά της αυστηρής θείας μου, αδελφή του πατέρα μου. Η θεία βγήκε στο μπαλκόνι με κοίταξε με εκείνο το κοφτερό της βλέμμα και με ζώσανε τα φίδια. Όταν είδα το μεγάλο μαύρο ψαλίδι για την κουρά των προβάτων παρέλυσαν τα πόδια μου. Η δερμάτινη μπάλα, σχεδόν άπαιχτη,  ένας δερμάτινος Ισαάκ στα χέρια ενός θυμωμένου Αβραάμ, σήκωσα τα μάτια μου ψηλά, άγγελος Κυρίου πουθενά. Στον ΑΪ  Γιώργη δεν έταξα κερί, κατάλαβα τι θα γινόταν! Δεν την κοίταξα, μόνο άκουσα τον ξεψυχισμένο αέρα της πρώτης ψαλιδιάς . έτσι λοιπόν χάθηκε η πρώτη και τελευταία δερμάτινη μπάλα που πέρασε από τα χέρια μου. Είχα δεν είχα λεφτά μόλις η μάνα σου μου έλεγε για μπάλα έτρεχα να σου την πάρω…. να γιάνω την παλιά πληγή.

-Καλά πατέρα γιατί δεν μου το είπες τόσα χρόνια;

-Μα δεν με ρώτησες ποτέ. Ας ρώταγες ας μάθαινες…..

 

* Η ιστορία πέρα από τα φανταστικά στοιχεία  στηρίχθηκε σε πραγματικό γεγονός στα ορεινά της Αρκαδίας ο κυρ Δημήτρης έχασε την πρώτη και μοναδική τυχερή του μπάλα όταν έπεσε στην γλάστρα της θείας του αρχές του 60. Στον γιο του το μοναδικό δώρο που δεν στέρησε ήταν μπάλες ποδοσφαίρου.