Το στρατηγικό βάθος μετατρέπεται σε στρατηγικό αδιέξοδο
Είναι αλήθεια πως η Τουρκία βρίσκεται ακόμα στην αναζήτηση του περιφερειακού της ρόλου, ενώ η ιστορική της αφήγηση, περνάει μέσα από μία ημι-μόνιμη εσωτερική κρίση. Η πρόσφατη αμφισβήτηση της Συνθήκης της Λωζάνης από τον Τούρκο Πρόεδρο Ταγίπ Ερντογάν προκάλεσε έντονες αντιδράσεις στην Ελλάδα. Και όχι αδίκως. Είναι επίσης αλήθεια ότι σε διμερές επίπεδο, η συγκεκριμένη Συνθήκη αποτελεί το θεμέλιο διπλωματικό κείμενο και οποιαδήποτε «ένσταση» πάνω στη δεδομένη ισχύ της, δε μπορεί να μας εμπνέει εμπιστοσύνη.
Επιπρόσθετο σημείο προβληματισμού, αποτελεί και η επαναπροσέγγιση Τουρκίας – Ρωσίας, η οποία επιβεβαιώθηκε με την πρόσφατη επίσκεψη του Βλαντιμίρ Πούτιν στην Τουρκία- ερμηνευόμενη συχνά ως μια προσπάθεια αλλαγής των συσχετισμών στην ευρύτερη περιοχή. Είναι όμως έτσι;
Mια πιο ψύχραιμη αποτίμηση των εξελίξεων οδηγεί σε μια πιο σύνθετη εικόνα. Η επαναπροσέγγιση με τη Ρωσία, φαίνεται να έχει περιορισμένο βάθος. Σε κάθε περίπτωση οι δύο χώρες έχουν διαμετρικά αντίθετους στόχους στο πλέον φλέγον ζήτημα της περιοχής, τον τερματισμό του πολέμου στη Συρία. Με άλλα λόγια το πιθανότερο είναι ότι η νέα «ειδική» σχέση μεταξύ των δύο χωρών θα αποδειχθεί καιροσκοπική και βραχύβια.
Το «παζάρι» είναι λέξη τουρκική και συνιστά το αγαπημένο σπορ της τουρκικής ηγεσίας. Παρόλα αυτά είναι μια κατάσταση που αντιμετωπίζει η ελληνική διπλωματία σε διμερή αλλά και πολυμερή fora εδώ και δεκαετίες με επιτυχία.
Από την άλλη είναι σαφές πως ο κ. Ερντογάν με τη δήλωσή του, απευθυνόταν ταυτόχρονα τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό ακροατήριο.
Στο εσωτερικό ακροατήριο, ο βασικός στόχος του κ. Ερντογάν ήταν να αμφισβητήσει, για μια ακόμα φορά, τους «ιερούς μύθους» με τους οποίους έχει περιβληθεί η Κεμαλική αφήγηση και, κατά συνέπεια, και το ίδιο το σύγχρονο τουρκικό κράτος. Κατηγορώντας τους διαπραγματευτές της Συνθήκης της Λωζάνης, συμπεριλαμβανομένων στενότατων συνεργατών του Κεμάλ Ατατούρκ, για ανικανότητα ουσιαστικά, ο κ. Ερντογάν έβαλε ευθέως κατά του ιδίου του ιδρυτή της σύγχρονης Τουρκίας. Ο απώτερος στόχος του είναι φυσικά να «επανιδρύσει» το τουρκικό κράτος με βάση τις δικές του ιδεολογικές, πολιτιστικές και θρησκευτικές πεποιθήσεις.
Στο εξωτερικό ακροατήριο, ο βασικός στόχος του, δεν ήταν άλλος από αυτόν που παραδοσιακά έχει χαράξει η στρατηγική της Τουρκίας τα τελευταία χρόνια.
Ήδη από την δεκαετία του ’70, το σενάριο αμφισβήτησης status quo στο Αιγαίο, βρίσκεται στην πρώτη γραμμή της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής.
Παίρνοντας αφορμή από την πραγματικά υπαρκτή, εκκρεμότητα της μη οριοθετημένης υφαλοκρηπίδας επιδιώκει να ανατρέψει το σύνολο του παγιωμένου πλαισίου συναντίληψης στο Αιγαίο, όπως αυτό έχει διαμορφωθεί εδώ και δεκαετίες. Με αυτόν τον τρόπο, η Τουρκία έχει υιοθετήσει ακόμα και το πρωτοφανές στις διεθνείς σχέσεις επιχείρημα, ότι νησιά και νησίδες που δεν αναφέρονται ρητά σε συνθήκες αποτελούν μέρος της ή τουλάχιστον θα έπρεπε να θεωρείται αμφισβητούμενο το καθεστώς κυριαρχίας τους. Άρα, η επιχειρηματολογία του κ. Ερντογάν δεν κάτι το καινούργιο. Το «παζάρι» είναι λέξη τουρκική και συνιστά το αγαπημένο σπορ της τουρκικής ηγεσίας. Παρόλα αυτά είναι μια κατάσταση που αντιμετωπίζει η ελληνική διπλωματία σε διμερή αλλά και πολυμερή fora εδώ και δεκαετίες με επιτυχία. Μπορεί ο Τούρκος Υφυπουργός Ευρωπαϊκών Υποθέσεων κ. Ali Şahin να υποστήριξε πρόσφατα, κατά την παρουσία του στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, ότι η αναφορά στην Συνθήκη της Λωζάνης ήταν στο πλαίσιο μίας εσωτερικής συζήτησης, η Ελλάδα όμως δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να εφησυχάζει. Απαιτείται προσοχή και διαρκής ετοιμότητα γιατί η ιστορία μας έχει αποδείξει ότι όταν υπάρχει εθνικιστική πλειοδοσία, αυτή η εσωτερική συζήτηση, εξωτερικεύεται, και ψάχνει «γείτονες» συνομιλητές. Και όχι πάντα με την καλύτερη διάθεση. Εξάλλου πάει καιρός που το στρατηγικό βάθος του Νταβούτογλου έχει μετατραπεί σε στρατηγικό αδιέξοδο του Ερντογάν.