ΆρθροΑρχείο

Άλλο αγρότης στο Κουτσοπόδι κι άλλο εποχικός σερβιτόρος στη Μύκονο

Τρεις μέρες σε ένα σπίτι αγροτών στην Αργολίδα τότε που χιόνιζε ήταν η έμπνευση για το άρθρο που υπογράφει ο Στέλιος Ελληνιάδης στην εφημερίδα «Δρόμος της Αριστεράς» με τίτλο: «Πολιτισμός: Άλλο στη Λοζάνη κι άλλο στην Κοζάνη!».


Όπως αναφέρεται σε αυτό:

Τρεις μέρες σε ένα σπίτι αγροτών, στην Αργολίδα, τις μέρες που χιόνιζε, ήταν διαφωτιστικό. Περπατώντας πάνω στο φρέσκο χιόνι ανάμεσα στις πορτοκαλιές και τις λεμονιές, έβλεπα αποτυπωμένα στα δέντρα όλα αυτά που άκουγα στις συζητήσεις ανάμεσά τους. Η προσπάθεια που έκαναν τα φυτά να αντέξουν στην παγωνιά φαινόταν ανάγλυφα ακόμα και σε έναν αδαή που έχει γεννηθεί και μεγαλώσει σε μεγαλούπολη χωρίς την καθημερινή βιωματική σχέση με τις ζωντανές δυνάμεις της φύσης. Ζαρωμένα και μαζεμένα τα καταπράσινα φύλλα για να μειώσουν τις εκτεθειμένες επιφάνειές τους και να διατηρήσουν τους χυμούς που αναπτύσσονται μέσα στους κατακίτρινους καρπούς. Αγωνία στον αγρότη για τη θερμοκρασία που δεν πρέπει πέσει κάτω από το μείον 4 μέχρι το πρωί. Κι όλη νύχτα, οι καλλιεργητές αυτών των πολύτιμων φρούτων με τις πιο θρεπτικές για τη ζωή ουσίες να παλεύουν με τεχνητά μέσα που δεν φτάνουν για να αντισταθμίσουν τις δυσμενείς καιρικές συνθήκες, αλλά μπορούν ίσως να μετριάσουν κατά ένα βαθμό την ψύξη∙ με τις ανεμογεννήτριες από πάνω και τα ποτιστικά από κάτω στο φουλ, για να κερδίσουν χρόνο μέχρι να συννεφιάσει ή να βγάλει ήλιο, προτού ο παγετός τα κάψει όλα.

Εκείνες τις κρίσιμες ώρες, η ψυχή των δέντρων, το κυκλοφορικό και το νευρικό τους σύστημα, δέχονται τεράστιες πιέσεις, πονάει όλο τους το σώμα και δυσκολεύεται πολύ να αναπνεύσει. Ό,τι ζωοποιό έχει το δέντρο βρίσκεται σε θανάσιμο κίνδυνο. Αν είχαν στόμα τα δέντρα, θα αντιλαλούσε ο κάμπος από ένα αντάρτικο τραγούδι ή από ένα μακρόσυρτο μοιρολόι… Αγγίζοντας -ανήμπορος να βοηθήσεις τα βαρυφορτωμένα δέντρα- σου φαίνεται πολύ γήινη η πεποίθηση των ντόπιων ότι και τα φυτά έχουν αισθήσεις, ακόμα και νοημοσύνη. Και γιατί όχι και το χώμα που τα θρέφει και τα βουνά που τα προστατεύουν από τους βοριάδες. Και δεν μπορείς παρά να νιώσεις αλλιώς αυτούς τους ανθρώπους που είναι ένα μ’ αυτά τα δέντρα, που ξέρουν τα χούγια τους, που έχουν την έγνοια τους, που ζουν από τους καρπούς τους. Στις παγωνιές, τις πλημμύρες, τις ξηρασίες και τους καύσωνες καταλαβαίνεις καλύτερα το βίο των δέντρων και το μόχθο των ανθρώπων, για το πόσο αλληλένδετες είναι οι ζωές τους. Κι εκεί συνειδητοποιείς την αξία που έχει το δέσιμο με τη γη, ακόμα και για τους αστούς σαν και μένα που γεμίζουν μια σακούλα με πορτοκάλια στη λαϊκή αγορά χωρίς δεύτερη σκέψη για το που, πώς και από ποιους αυτή η ανάγκη μας ικανοποιείται τόσο εύκολα. Ούτε για τη σημασία που έχει η υπεράσπιση αυτού του σύνθετου κόσμου, όχι μόνο για τη διατροφή μας με υγιεινά προϊόντα που είναι πολύ σημαντική, αλλά και για τη διατήρηση της απαραίτητης για κάθε ζωή ισορροπίας στη φύση. Και κάτι επίσης πάρα πολύ σπουδαίο για την κοινωνία το οποίο, με την τροπή που έχει πάρει ο σύγχρονος πολιτισμός, υποβαθμίζεται και εγκαταλείπεται.


Ο πολιτισμός της υπαίθρου

Η αγροτική ζωή εμπεριέχει μία εμπειρία που έχει αποκτηθεί μέσα σε εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια. Μια πολύ βαθιά κατανόηση, μία πολύπλοκη γνώση και άπειρες πρακτικές. Για τις ιδιότητες του εδάφους, το κλίμα, τα ζώα, τα δέντρα, τα επίγεια και υπόγεια νερά, τη διατροφή με την παραγωγή και τη συντήρηση, τα βότανα και τις θεραπείες, το χτίσιμο των σπιτιών, την οργάνωση των τοπικών κοινοτήτων, την άμυνα και την αντοχή τους στις κακοκαιρίες, τις ξηρασίες, τις πλημμύρες και τα ζιζάνια, την ανταλλαγή προϊόντων, την αλληλεγγύη, τα μεταβαλλόμενα χρώματα, τις άπειρες γεύσεις και τα φυσικά αρώματα, τους ξεχωριστούς ήχους, τις ντοπιολαλιές, τα τραγούδια και τους χορούς.

Με μεγάλη λύπη, απογοήτευση και ανησυχία άκουγα ότι οι νέοι δεν θέλουν να γίνουν αγρότες, παρ’ όλο που η τεχνολογία βοηθάει σήμερα να αποφεύγονται κάποιες εργασίες που ήταν πολύ βαριές. Η αβεβαιότητα, η φορολογία και οι εισφορές που αυξάνονται, οι όλο και πιο υψηλές τιμές των λιπασμάτων και των φυτοφαρμάκων, οι χαμηλές τιμές των προϊόντων που καθορίζονται από τις μεγάλες εμπορικές αλυσίδες, ο κατακλυσμός της αγοράς από προϊόντα των πολυεθνικών χωρίς προστασία της εθνικής παραγωγής, σε συνδυασμό με την αστυφιλία και, εσχάτως, τη μαζική μετανάστευση των νέων στο εξωτερικό, συρρικνώνουν τον αγροτικό κόσμο ακόμα και κάτω από το όριο ασφαλείας.

Κι αυτό δεν μας καταδικάζει μόνο στο να διατρεφόμαστε από προϊόντα εισαγωγής, μεταλλαγμένα, κατεψυγμένα και θερμοκηπίου, αλλά -εξαφανίζοντας από το ζωτικό μας χώρο τον αγροτικό κόσμο- διαταράσσει άσχημα και επικίνδυνα την εσωτερική ισορροπία του τόπου και δημιουργεί μια τερατογένεση. Μια Ελλάδα, με την πιο όμορφη και παραγωγική φύση στον κόσμο, χωρίς αγρότες, χωρίς κατοικημένα χωριά, χωρίς διατροφική αυτάρκεια, χωρίς έναν ολόκληρο δικό της πολιτισμό με πάμπολλες ποικιλίες που διαμορφώθηκε μέσα σε χιλιάδες χρόνια. Η σοφία που απορρέει από τη φύση και η γνώση από την καλλιέργειά της χάνεται και χάνεται για πάντα. Κανένα γραπτό κείμενο και κανένα τεχνολογικό μέσο δεν μπορεί να την αναπληρώσει. Και οι αγρότες που μεταλλάσσονται σε κάτοικους των πόλεων γίνονται κι αυτοί ξένοι στην ίδια τους τη χώρα, που μαζί με τους άλλους θα επισκέπτονται πλέον την ύπαιθρο χώρα, δηλαδή αυτό που αποκαλούμε Ελλάδα, σαν τουρίστες που κοιτούν τα τοπία.

Η αγροτική παραγωγή μπορεί να συνεχιστεί και χωρίς αρτιμελείς τοπικές κοινότητες. Με εργάτες από το Μπάνγκλαντες και με τηλεκατευθυνόμενα τρακτέρ όπως στις φάρμες της Αμερικής. Αλλά όλος αυτός ο πολιτισμός που εξαφανίζεται μαζί με τις κοινότητες, μεταμορφώνει την Ελλάδα σε κάτι άλλο απ’ αυτό που είναι, σε κάτι πολύ άσχετο με τη μυθολογία της, την ιστορία της, τους αγώνες της και τις κουλτούρες της. Μειώνει το πολιτισμικό μας απόθεμα και φτωχαίνει την πολιτισμική μας σύσταση, άνευ των οποίων γινόμαστε κάποιοι άλλοι (κι ας μην το συνειδητοποιούμε). Κι αυτό σε συνδυασμό με την εξάλειψη της διατροφικής αυτάρκειας, περιορίζει πολύ ουσιαστικά και την εθνική μας κυριαρχία. Με πολίτες αποστερημένους από την πολιτισμική τους βάση, η δουλοπρέπεια βρίσκει πιο πρόσφορο έδαφος για να αναπτυχθεί. Γι’ αυτό, όσοι φοβούνται μόνο την αλλοίωση της γλώσσας ή την απώλεια εδαφών σαν κινδύνους για την ύπαρξή μας, δεν βλέπουν όλο το δάσος. Χάνοντας τον αγροτικό μας κόσμο χάνουμε κάτι εξίσου (αν όχι πιο) σημαντικό για την Ελλάδα. Γιατί, άλλο αγρότης στο Κουτσοπόδι κι άλλο εποχικός σερβιτόρος στη Μύκονο ή ξένος υπάλληλος στο Μόναχο!

 

Υ.Γ. Η Αριστερά που δεν πιάνει το βάθος τέτοιων ζητημάτων και δεν παλεύει με πάθος και όραμα γι’ αυτά, πώς θα εμποδίσει την καταστροφή και θα συνεισφέρει ικανοποιητικά για ένα κόσμο καλύτερο;