ΠολιτισμόςΑρχείο

Στην ανηφοριά του Λυγουριού!

Οι δρόμοι μας στο πάνω Λυγουριό
τραβούν ατέλειωτα τη δύσκολη την ανηφόρα
κι αλλοίμονο σε όποιον σακατεμένο ή κουτσό
τον πιάσει μοναχό η ξαφνική η μπόρα.
 
Αλί, αλί κι αλλοίμονο στους πολυμεθυσμένους
που ξεπερνούν σε βάσανα όλους τους κολασμένους,
που όταν τέλειωνε στο ποτήρι τους το βάλσαμο το πιόμα
φεύγανε από το καπηλειό με την ψυχή στο στόμα…
 
Να βλαστημάνε πρόστυχα την ώρα και τη στιγμή
τρεκλίζοντας να προσπαθούν να φτάσουνε στο σπίτι
μη ξέροντας αν θά΄βρουνε την έξω πόρτα ανοιχτή
ή διπλοκλειδωμένη από μέσα με το σύρτη.
 
Ξεχωριστή περίπτωση και κείνη του γέρο Μιλτιάδη
που ταχτικά, στη μέθη του, πηγαινοερχότανε στον Άδη.
Όπως τότε που μια νύχτα γλίστρησε κι έπεσε σ΄ένα χαντάκι
χτύπησε πόδι, χέρι, πλάτη, έσκισε και το σακκάκι…
 
Ανάσκελα όπως ήτανε είδε ψηλά κάποιον στο μπαλκόνι
έκανε να σηκωθεί, φρακάρισε, του άνοιξε και το παντελόνι.
Τον έπιασε απελπισία, φώναξε, μήπως κάποιος τον βοηθήσει
πράγματι μια σκιά πλησίασε κι έσκυψε για να τον γνωρίσει.
 
-«Πατέρα», άκουσε από τον ουρανό μια έκπληκτη φωνή,
πανάθεμά σε δεν είδες το χαντάκι, χτύπησες πολύ;»
Τότε ο πεσμένος Μιλτιάδης αναθάρρησε κι απάντησε δεόντως:
-«Νικολάκη εσύ είσαι, βρε τρομάρα σου, ο υιός του πεσόντος;»
 
Τα χαντάκια τα είχε ανοίξει η Κοινότητα για το δίκτυο του νερού,
το χρήσιμο αυτό έργο έγινε επί προεδρίας Θοδόση Καλαματιανού.
 
Πάντως οι σκαμμένοι δρόμοι ήταν ένα πρόβλημα της εποχής
και οι ταβερνόβιοι του χωριού αναζητούσαν τρόπους διαφυγής.
Έτσι μετά το ατύχημα του Μιλτιάδη, όλοι οι μεθυσμένοι
έμπαιναν στα χαντάκια για να πορεύονται εξασφαλισμένοι…
 
Κατ΄αυτόν τον τρόπο τα ατυχήματα μειώθηκαν σημαντικά
και οι «πιωμένοι» έφταναν στα σπίτια τους σύντομα και ταχτικά.
Γι΄αυτό πολλοί υποστήριξαν πως πρέπει το έργο να καθυστερήσει,
έως ότου ο σκοτεινός χειμώνας με το καλό να τερματίσει…