Ο Γιάννης και ο Συνεταιρισμός
Τρεις φίλοι και κουμπάροι ήταν οι πρώτοι του Συνεταιρισμού
που το «Τριάντα» ίδρυσαν οι αγρότες μας του Λυγουριού.
Πρόεδρος έγινε ο Αλέκος, ο Κωσταντής γραμματικός
κι ο Γιάννης, ο εξ Αμερικής, ταμίας γενικός.
Και ενώ όλα φαίνονταν πως πήγαιναν με τάξη και σειρά,
σε λίγο καιρό ακούστηκαν μαντάτα μάλλον θλιβερά.
Κάποιοι αποκάλυψαν πως το ταμείο τους «δεν είχε μία»
κι η ευθύνη, όπως ήταν φυσικό, έπεσε στον ταμία.
Έγιναν έλεγχοι σε αποδείξεις και παραστατικά
τα χρήματα που έλειπαν από το ταμείο ήταν αρκετά.
Ο Γιάννης ορκιζότανε πως άδικα ένοχο τον κρίνανε
κι «έδειχνε» τους Γραμματείς που γράφανε και σβήνανε.
Τα πράγματα ζορίσανε, το έλλειμμα έπρεπε να καλυφθεί
κι ο ένοχος ταμίας, δανειζότανε για να ξεχρεωθεί.
Έτσι από την Τράπεζα σταμάτησαν οι ειδοποιήσεις
αλλά ξεκίνησαν από τους δανειστές οι κοινοποιήσεις.
Και όταν από τις κατασχέσεις κινδύνεψαν τα πάντα
ήρθε «ευτυχώς» για τον ταμία ο πόλεμος του «Σαράντα»,
ο οποίος δυστυχώς έφερε εχθρούς, πείνα, κατοχή
και «χάλασε» τα χρήματα που είχανε πλούσιοι και φτωχοί.
Εκείνη ακριβώς την εποχή ήρθε ένα μήνυμα στο Γιάννη
από έναν Μερμπακίτη συμπολεμιστή του στο Μπιζάνι.
Δεν εύρισκε πετρέλαιο για τη μηχανή του στο πηγάδι
και ζητούσε να του αγοράσει το κουτσό του το μουλάρι.
Θα του έδινε ένα γαϊδούρι με σαμάρι και τριχιά,
ένα τσουβάλι πατάτες και τριάντα χιλιάδες μετρητά.
Ο Γιάννης συμφώνησε γιατί η προσφορά ήτανε καλή
και δεν άργησε να κλείσει τη συμφέρουσα συναλλαγή.
Το βράδυ όταν ήρθαν Γιάννης, γαϊδούρι, πατάτες, μετρητά
όλοι τρέξανε ν΄ αρπάξουν το ταγάρι που είχε τα λεφτά.
Τόσα πολλά χιλιάρικα στο σπίτι τους δεν είχαν ξαναδεί
γι΄ αυτό και τα παιδιά τ΄ απλώσανε στην κουρελού την υφαντή.
Τη νύχτα όλοι εκεί κοιμήθηκαν με τα λεφτά τους αγκαλιά
και είδανε στον ύπνο τους παράδεισους σε όνειρα γλυκά.
Την καλύτερη νύχτα της ζωής τους την έζησαν στην κατοχή
για να πιστοποιηθεί πως η ευτυχία είναι σχετική.
Την επομένη ο Γιάννης με το ταγάρι γεμάτο λεφτά
δεν άργησε να επισκεφτεί όσους του είχαν δώσει δανεικά.
Ο Λεωνίδας του έδωσε τα γραμμάτια ευχαριστημένος
ενώ ο Λιούγκας του έκλεισε την πόρτα αγανακτισμένος…
Έτσι ο Γιάννης ξεχρεώθηκε για πάντα και οριστικώς
και δεν ήθελε ν΄ ακούσει πάλι τη λέξη «Συνεταιρισμός».
Ενώ για την κατοχή θυμήθηκε τη ρήση του …ρητού
που διαπιστώνει πικρώς ότι: «ουδέν καλόν αμιγές κακού».