73 χρόνια από τη Μάχη του Αχλαδοκάμπου
Στις 17 Μαΐου του 1944 οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ έστησαν ενέδρα σε φάλαγγα αυτοκινήτων των κατακτητών στο Χάνι του Αχλαδοκάμπου με αποτέλεσμα δεκάδες νεκρούς και τραυματίες από την πλευρά των Γερμανών και την συγκέντρωση σημαντικού αριθμού οπλισμού ως λάφυρα.
Το παρακάτω κείμενο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Φείδων» στο φύλλο Ιανουαρίου- Φεβρουαρίου του 1984. Ο Κ. Κυριαζόπουλος περιγράφει με γλαφυρότητα όσα ο Ανθυπολοχαγός Γ. Αγγελίδης – ένας από τους πρωταγωνιστές της συγκεκριμένης μάχης – του αφηγήθηκε.
Το 1944 είναι ο χρόνος των παθών για την Χιτλερική Γερμανία. Τα συμμαχικά στρατεύματα προελαύνουν σε όλα τα μέτωπα και οι αντιστασιακές οργανώσεις στην κατεχόμενη Ευρώπη με καθημερινές πράξεις σαμποτάζ, με ενέδρες και φονικές μάχες καθιστούν τη θέση των στρατευμάτων κατοχής απελπιστική. Εκείνο όμως που ιδιαίτερα απασχολεί τη Γερμανική διοίκηση στην Ελλάδα είναι η με πάση θυσία διατήρηση ανοιχτής της οδού διαφυγής των Γερμανικών στρατευμάτων απ’ το Μωριά προκειμένου έτσι ν’ αποφύγουν τον εγκλωβισμό τους από τις προελαύνουσες προς νότο Ρωσικές στρατιές. Για τον λόγο αυτόν οι Γερμανικές αρχές θα εξαπολύσουν αιματηρές εκκαθαριστικές επιχειρήσεις σ’ ολόκληρο το Μωριά την άνοιξη του ’44 με στόχο βασικό να κάμψουν το ηθικό του μαχόμενου για την ελευθερία του Ελληνικού λαού, και να αποδυναμώσουν έτσι την πολεμική δραστηριότητα των πατριωτικών δυνάμεων.
Στο αιματηρό αυτό όργιο κατά τουΕλληνικού λαού θα τους συμπαρασταθούν ολόψυχα και οι Έλληνες συνεργάτες τους άτομα αυστηρά επιλεγμένα από το βούρκο του υποκόσμου με ανεπάρκεια πνευματική και ανύπαρκτη εθνική συνείδηση. Αποκαλυπτική της απόγνωσης στην οποία έχουν περιέλθει οι δυνάμεις κατοχής στο Μωριά είναι και η πιο κάτω έκθεση απ’ τα μυστικά αρχεία του Γ. Ράϊχ της 25-5- 44 η οποία λέει: Έκθεσις της Γερμανικής υπηρεσίας πληροφοριών της αντικατασκοπείας Αϊνς Τσέ, εξ’ Ελλάδος της 25-5-44. Η κατάστασις εις Πελοπόννησον κατέστη τόσον σοβαρά από πολυπληθείς πράξεις σαμποτάζ στις μεταφορές μας, και επιθέσεις στρατηγικών θέσεων, ώστε απέβη αναγκαίον να χαρακτηρισθή ολόκληρος η περιοχή ως πεδίον επιχειρήσεων.
Η ίδια αυτή Γερμανική υπηρεσία σε άλλη της έκθεση αναφέρει: Εις Πελοπόννησον η παρουσία του Αρχηγού των Ελλήνων ανταρτών Άρη Βελουχιώτη οδηγεί εις περαιτέρω έντασιν της δραστηριότητος των ανταρτών… Υπό την καθοδήγησίν του οργανώθησαν επιθέσεις που εστοίχισαν πολλάς απώλειας εις τους αντάρτας… Συνεχείς ανατινάξεις επί των σιδηροδρομικών γραμμών και αιματηραί συμπλοκαί μεταξύ των ημετέρων κομάντος και Ταγμάτων Ασφαλείας.
Από τα πιο πάνω κείμενα βλέπει κανείς την έκταση του ψυχολογικού αδιέξοδου στο οποίο έχουν περιέλθει οι Γερμανοί κατακτητές και οι συνεργάτες τους… Κι ακόμα την παραδοχή των αρχών κατοχής ότι (η κατάστασις στην Πελοπόννησο κατέστη τόσο σοβαρά από την πολεμική δραστηριότητα των Ελλήνων ώστε απέβη αναγκαίο να χαρακτηρισθεί ολόκληρη η περιοχή της Πελοποννήσου ως πεδίον επιχειρήσεων). Και την εφιαλτική αυτή κατάσταση της δραστηριότητας των Ελλήνων ανταρτών θα την ζήσουν οι Γερμανοί στρατιώτες μέχρι την πλήρη αποχώρησή τους από την Ελλάδα.
Μέσα λοιπόν σ’ αυτό το γενικό περίγραμμα της πολεμικής δραστηριότητας των Ελλήνων ανταρτών συγκαταλέγεται και η μάχη στο χάνι Αχλαδοκάμπου της 17-5-44 που σε γενικές γραμμές και με πολύ συγκίνηση μου αφηγήθηκε πριν λίγες μέρες ο Ανθυπολοχαγός Γ. Αγγελίδης από τους πρωταγωνιστές της μάχης εκείνης.
Τον τελευταίο καιρό στην ορεινή ιδιαίτερα Αργολίδα, οι Γερμανοί και οι Έλληνες συνεργάτες τους στοχεύοντες στην καθυπόταξη του πληθυσμού της υπαίθρου είχαν επιδοθεί σ’ ένα χωρίς προηγούμενο αιματηρό όργιο. Η οργάνωση του ΕΑΜΆργους σ’ αυτήν την οργανωμένη αιματηρή επιχείρηση αντιδρά με την είσοδο αντάρτικων ομάδων κρούσης μέσα στην πόλη του Άργους, που τα χαράματα της 15ης Μαΐου συλλαμβάνουν έναν Αργίτη συνεργάτη του εχθρού, και την επομένη πυροβολούν και τραυματίζουν έναν άλλον σε κεντρικό δρόμο της πόλης.
Οι Γερμανικές αρχές μπροστά στην παράτολμη αυτή ενέργεια των ανταρτών καταλαμβάνονται από πανικό και επιβάλλουν περιορισμό της κυκλοφορίας του πληθυσμού της πόλης από της 6ης απογευματινής μέχρι της 6ης πρωινής. Δεν έφτανε όμως η τιμωρία των συνεργατών του εχθρού. Έπρεπε να υποστούν τις συνέπειες αυτού του αιματηρού οργίου κατά του λαού της υπαίθρου, και οι ίδιοι οι Γερμανοί. Την αποστολή αυτή η οργάνωση του Άργους ανέθεσε στη διοίκηση του6ου Συντάγματος.
Η Οργάνωση του ΕΑΜ της Τρίπολης πληροφορεί το Σύνταγμα ότι μεταξύ της 16ης και 20ης Μαΐου (χωρίς ν’ αναφέρεται η ώρα) θα κινηθεί από Τρίπολη προς Άργος φάλαγγα Γερμανικών φορτηγών αυτοκινήτων με 100 περίπου εφέδρους αξιωματικούς του πυροβολικού της 117 μεραρχίας (άλλες πληροφορίες έλεγαν ότι επρόκειτο για υπαξιωματικούς της τοπογραφικής υπηρεσίας).
Η εντολή για την εκτέλεση της επιχείρησης ανετέθη στο διοικητή του 6ου λόχου του 6 τάγματος μόνιμο υπολοχαγό Τούτουνα Τάσο και στον επίσης μόνιμοΑνθυπολοχαγό Άρχον Στέφανον, οι οποίοι δια προσωπικής αναγνώρισης και με την βοήθεια Εφεδροελασιτών των γύρω χωριών που γνώριζαν σ’ όλες τις λεπτομέρειες τη μορφολογία του εδάφους της περιοχής, καθόρισαν απ’ την παραμονή τις λεπτομέρειες της μάχης που είχε επιλεγεί η θέση ΧΑΝΙ και πιο συγκεκριμένα η θέση Ντούλια, μια τοποθεσία στο δημόσιο δρόμο Άργους – Τρίπολης και σε απόσταση 4 περίπου χιλιόμετρα από τον Αχλαδόκαμπο προς την πλευρά του Άργους.
Ο λόχος που βρισκόταν στο χωριό Λαύκα, ξεκίνησε από κει στις 15 Μαΐου και πεζοπορώντας μέσω Καρυάς – Κρυάβρυσης φτάνει τη νύχτα στη θέση εκείνη που από την ιστορία είχε επιλεγεί για να γραφτεί εκεί μια σελίδα ηρωισμού και δόξας για τα Ελληνικά όπλα. Η κύρια δύναμη του λόχου από 80 περίπου άνδρες, ήταν πλαισιωμένη και από 8 – 10 Ιταλούς στρατιώτες από κείνους που προσχώρησαν στο αντάρτικο μετά την συνθηκολόγηση της Ιταλίας, τον Σεπτέμβρη του ’43. Ακόμα ο λόχος ενισχύθηκε και με καμιά τριανταριά εφεδροελασίτες της περιοχής που προσέφεραν πολύτιμες υπηρεσίες με τον ηρωισμό τους.
Εκτός από τον ατομικό τους οπλισμό οι Έλληνες πολεμιστές διέθεταν επτά οπλοπολυβόλα και αρκετές επιθετικές χειροβομβίδες. Το σχέδιο διάταξης της δύναμης, προέβλεπε την κάλυψη απ’ το μεγαλύτερο μέρος της, μιας έκτασης 200 περίπου μέτρων επί του δημοσίου δρόμου και στην βορεινή πλευρά του. Δυο άλλες μικρές ομάδες από 10 περίπου άνδρες η κάθε μια θα ‘παιρναν θέσεις, η μια προς την πλευρά της Τρίπολης και σε απόσταση500 μέτρων απ’ την ενέδρα, και η άλλη το ίδιο προς της πλευρά του Άργους. Αυτές οι δυο μικρές δυνάμεις ανέλαβαν τα καθήκοντα του παρατηρητή και ακόμα την παρεμπόδιση γερμανικών ενισχύσεων στη διάρκεια της μάχης.
Η διοίκηση του λόχου από 15 άνδρες και 4 Ιταλούς τραυματιοφορείς με καθήκοντα εφεδρικής δύναμης θα ‘παιρνε θέση 50 -60 μέτρα μακριά από την ενέδρα. Στους άνδρες του λόχου δίνονται οι τελευταίες λεπτομέρειες δράσης, και στο κάθε τμήμα χωριστά γίνεται η κατανομή των αποστολών τους. Αυστηρή εντολή… Απόλυτη σιωπή… Καμιά μετακίνηση… Ένα με το χώμα… Το σύνθημα της επίθεσης θα δινόταν αποκλειστικά και μόνο από τον διοικητή του λόχου με έναν πυροβολισμό και η αποχώρηση με μια πράσινη φωτοβολίδα,.. και οι ώρες μέσα στην ανοιξιάτικη νύχτα περνάνε γεμάτες αγωνία και νευρικότητα… Παντού βασιλεύει μια απέραντη σιωπή… Μια σιωπή τόσο μονότονη, τόσο κουραστική, που τσακίζει τα νεύρα όλων εκείνων που ώρες τώρα ακίνητοι στις θέσεις τους και που έχουν γίνει ένα με το χώμα, καρτεράνε να ‘ρθη εκείνη η μεγάλη στιγμή…
Η στιγμή εκείνη που οι κλαγγές των όπλων θα στείλουν στους αετούς του Ολύμπου για ν’ ακουστούν στα πέρατα της γης χαιρετισμό περήφανο απ’ τους αντρειωμένους του Μωριά. Παντού σιωπή… Το ίδιο σιωπηλή και η θάλασσα εκεί κάτω στον Αργολικό έτσι όπως φαίνεται από ψηλά σαν ένα τεράστιο απλωμένο σεντόνι κεντημένο από χιλιάδες κίτρινα φαναράκια πού ‘ναι τ’ αστέρια τ’ ουρανού… Παντού σιωπή… Κάπου- κάπου ένα τριζόνι ταράζει την ησυχία της νύχτας και την ακοή των παλικαριών, που κάνει την προσοχή τους σαν αφηνιασμένο άλογο, αχαλίνωτη να καλπάζει σε κινδύνους φανταστικούς, και την ματιά τους να ψαχουλεύει τον εχθρό μέσα απ’ τα αδιαπέραστα σκοτάδια του μακρινού τοπίου. Άλλοτε πάλι η σκιά ενός αγγελιοφόρου που γλιστράει μέσα στη νύχτα για να φέρει κάποιο μήνυμα απ’ τη διοίκηση, αποσπά την προσοχή και χαλαρώνει τα νεύρα των ανδρών του αποσπάσματος απ’ την υπερένταση.
Και περνάνε οι ώρες και περνάνε οι στιγμές πού ‘ναι τόσο άδειες, τόσο ατέλειωτες και βασανιστικές…Και κάποτε θα ‘ρθει η χαραυγή… Ένα χρυσοκόκκινο φως εκεί προς την ανατολή… Μήνυμα πως σε λίγο θα φέξει… Σε λίγο.. Και το ξημέρωμα θα φέρει μαζί του εκείνο το παγωμένο ανοιξιάτικο αγιάζι, που θα κάνει τα κορμιά των ανδρών να τρέμουν από το κρύο… Και τα πουλιά από θάμνο σε θάμνο πετώντας παρακολουθούν σαστισμένα εκείνες τις περίεργες σιλουέτες που ώρες τώρα στέκουν ακίνητες και σιωπηλές, και που έχουν γίνει ένα με το χώμα…
Ώρα 6η πρωινή. Ο βόμβος μιας μηχανής ταράζει την πρωινή ησυχία και κάνει τις ματιές όλων σαν φωτεινοί προβολείς ν’ ανιχνεύουν το θαμπό ορίζοντα. Ένα μαύρο πουλί που όσο πλησιάζει παίρνει τεράστιες διαστάσεις έτσι όπως περνάει ξυστά πάνω απ’ τους γύρω λόφους και χάνεται πίσω τους, εκεί προς την πλευρά της Τρίπολης. Είναι ένα ανιχνευτικό αεροπλάνο που πριν από λίγο απογειώθηκε από τ’ αεροδρόμιο του Άργους για κάποια ποιος ξέρει αποστολή. Ώρα 8.30 πρωινή. Απ’ τη πλευρά του Άργους έρχεται ένα γερμανικό αυτοκίνητο με κατεύθυνση την Τρίπολη. Σε λίγο ένα άλλο αυτοκίνητο από Τρίπολη αυτή τη φορά προς Άργος. Και στις δυο περιπτώσεις τ’ αυτοκίνητα πέρασαν ανενόχλητα. Ώρα 9η πρωινή. Το παρατηρητήριο απ’ την πλευρά της Τρίπολης επισημαίνει φάλαγγα γερμανικών φορτηγών αυτοκινήτων που προηγούνται, μια μοτοσικλέτα και ένα μικρό κλειστό αυτοκίνητο. Η είδηση σαν αστραπή μεταφέρεται στους άνδρες του λόχου. Έτοιμοι σε θέση μάχης. Αγωνία και νευρικότητα…
Όλων οι ματιές είναι στραμμένες εκεί ψηλά στην τελευταία στροφή του δρόμου που σε λίγο θα φανεί η φάλαγγα των αυτοκινήτων. Έτοιμοι όλοι με το χέρι στη σκανδάλη. Και να τώρα, η μοτοσικλέτα που προηγείται της φάλαγγας κάνει την εμφάνισή της και πίσω της μια κλειστή κούρσα που την ακολουθούν σ’ απόσταση σαράντα περίπου μέτρων τ’ άλλα αυτοκίνητα. Στρίβουν αριστερά στη στροφή, και πάλι δεξιά στην άλλη στροφή. Αλλά κάτι περίεργο συμβαίνει. Η φάλαγγα των αυτοκινήτων προχωράει ασυνήθιστα αργά. Τι να συμβαίνει άραγε… Μπορεί μήπως τ’ αεροπλάνο, ή κάποιο απ’ τ’ αυτοκίνητα που πέρασαν πριν από λίγο να διέκριναν κάτι το ύποπτο και να ειδοποίησαν τη φάλαγγα, ή μήπως πάλι αυτό μπορεί να οφείλεται σε κάποια μηχανική βλάβη ενός αυτοκινήτου, ή μήπως αυτό είναι δημιούργημα της ταραγμένης τους φαντασίας από κάποιο συναίσθημα φόβου και πανικού. Είναι δυνατόν κάτι τέτοιο;.
Μπορεί να συμβαίνει κάτι τέτοιο σ’ αυτούς τους άνδρες που ματωμένοι και νηστικοί, πήραν τα όπλα και διάβηκαν βουνοκορφές και λαγκάδια, κι ανέβασαν ψηλά στους ουρανούς τ’ όραμα της λευτεριάς και που για χάρη της στερήθηκαν τα πάντα, και που ποτέ δε ζήτησαν γι’ αυτό ούτε δόξες ούτε τιμές. Είναι δυνατόν αυτοί οι σταυραετοί να δείλιασαν μπροστά στην ιδέα του θανάτου, αυτοί που χιλιάδες φορές έσφιξαν στις χούφτες τους τ’ αστροπελέκια της καταιγίδας και που χιλιάδες νύχτες ξάπλωσαν κάτω στο χώμα να κοιμηθούν αγκαλιά με το θάνατο… Μπορεί να δείλιασαν οι αντρειωμένοι, που ο λαός σ’ αυτούς έχει εναποθέσει τις ελπίδες του για τη χιλιάκριβη τη λευτεριά… Ή μήπως πάλι ο φόβος της αποτυχίας στην αποστολή τους. Τα δευτερόλεπτα περνάνε τόσο αργά που οι λεπτοδείχτες των ρολογιών μοιάζουν να είναι καρφωμένοι στις θέσεις τους… Ακόμα και οι αναπνοές είναι σταματημένες σαν να υπάρχει κίνδυνος ν’ ακουστούν απ’ τον εχθρό…
Μονάχα οι καρδιές των παλικαριών χτυπάνε τόσο δυνατά λες και είναι ξεκολλημένες απ’ τη θέση τους… Και οι ματιές ορθάνοιχτες παρακολουθούν εκεί πάνω τον κινούμενο στόχο τους και που τις κάνει να δακρύζουν απ’ τον πόνο και τα δάκρυα να γίνονται ένα με τον ιδρώτα που τρέχει στα φλογισμένα απ’ την αγωνία πρόσωπά τους. Και τεντωμένη η ακοή τους μήπως και χαθεί μέσα στον θόρυβο των αυτοκινήτων εκείνος ο πυροβολισμός πού ‘ναι το σύνθημα για την επίθεση… Τώρα ολόκληρη η φάλαγγα των αυτοκινήτων βρίσκεται μέσα στο στόχαστρο των ντουφεκιών… Σε λίγες στιγμές… Σε λίγα δευτερόλεπτα μονάχα.. Κι αυτές τις μεγάλες στιγμές της ανείπωτης αγωνίας, της νευρικότητας και της υπέρτατης από πατριωτικό παλμό ψυχικής ανάτασης, δυο ανύποπτοι χωρικοί της περιοχής με φορτωμένα τα ζώα τους από ξύλα θα μπούνε μέσα στον κλοιό της ενέδρας. Ανάθεμά τους… Βλαστήμιες και κατάρες, ακούγονται… Να πάρει η οργή… Τώρα τι θα γίνει.. Είναι δυνατόν να ματαιωθεί η επιχείρηση… Η φάλαγγα προχωράει αργά, και να που τώρα η μοτοσικλέτα βγαίνει από την ενέδρα… Τώρα βγαίνει από την ενέδρα και η κούρσα… Δεν απομένουν παρά μονάχα δέκα μέτρα για να βγει και ολόκληρη η φάλαγγα των αυτοκινήτων… Δέκα μέτρα μονάχα… εννέα… οχτώ.. επτά.. έξι.. πέντε… τέσσερα…
Ένας ξερός πυροβολισμόςακούγεται, κι αμέσως μετά ομοβροντίες όπλων και πολυβόλων συγκλονίζουν τα βουνά και τις χαράδρες της περιοχής και σηκώνουν σύννεφα μαύρου καπνού που φτάνουν στους ουρανούς και φλόγες φωτιάς που ξεπηδάνε απ’ τα αυτοκίνητα που τινάζονται στον αέρα από τις εκρήξεις των πυρομαχικών. Τ’ αυτοκίνητα αμέσως με τους πρώτους πυροβολισμούς ακινητοποιούνται και οι Έλληνες μαχητές κατευθύνουν τώρα τα πυρά τους επί ακινήτου στόχου.
Οι Γερμανοί πανικόβλητοι από τον αιφνιδιασμό, παίρνουν θέσεις άμυνας κάτω απ’ τα καιόμενα αυτοκίνητα ή στην άκρη του δρόμου πλάι στα βράχια. Η μάχη διεξάγεται με τρομερό πείσμα και απίθανη γενναιότητα και απ’ τις δυο πλευρές. Χαρακτηριστική είναι και η περίπτωση ενός Γερμανού που μάχεται ηρωικά με το ένα χέρι γιατί το άλλο κρέμεται φρικτά ακρωτηριασμένο από χειροβομβίδα… Και τη στιγμή που η μάχη βρίσκεται στο αποκορύφωμά της, ένα πολυβόλο των Ελλήνων θα υποστεί εμπλοκή. Ο εχθρός εκμεταλλευόμενος αυτό το κενό θα εξαπολύσει σφοδρή αντεπίθεση.
Οι στιγμές είναι κρίσιμες λόγω της υπεροχής πυρός του εχθρού, και οι Έλληνες κάτω από το βάρος αυτής της υπεροχής αρχίζουν να κάμπτονται. Η διοίκηση μπροστά στον κίνδυνο ολοκληρωτικής καταστροφής, ρίχνεται και αυτή στις φλόγες και η σάλπιγγα δίνει το σύνθημα δια της εφ’ όπλου λόγχης επίθεσης. Οι Έλληνες αφού πρώτα χρησιμοποιούν επιθετικές χειροβομβίδες μ’ αστραφτερά σπαθιά που αυλακώνουν τον άνεμο σαν γίγαντες φτερωτοί ορμάνε στις φλόγες κι έρχονται στα χέρια με τον εχθρό. Τώρα η μάχη διεξάγεται σώμα με σώμα και η αγριότητά της παίρνει απίθανες διαστάσεις σφαγής που κάνει το αίμα να βάφει κόκκινη την άσφαλτο και να τρέχει ποτάμι κάτω στη χαράδρα… Τι φρίκη… Τι παραφροσύνη… Τι όργιο αίματος…Τι απαίσιο πράγμα ο πόλεμος… Το θέαμα είναι τόσο φρικιαστικό, τόσο απάνθρωπο, που καμιά ανθρώπινη δύναμη δε θ’ άντεχε για να το περιγράψει…
Μέσα σ’ αυτήν την τιτανομαχία, μέσα σ’ αυτό το όργιο της σφαγής, τραυματίζεται βαριά ο ανθυπολοχαγός Αγγελίδης και μεταφέρεται αιμόφυρτος από Ιταλούς τραυματιοφορείς μακριά απ’ αυτήν την κόλαση. Μια και πλέον ώρα κράτησε αυτή η ιστορική μάχη της 17ης Μαΐου του ’44 στο Χάνι Αχλαδοκάμπου.
Οι απώλειες του εχθρού ήσαν βαρύτατες… 67 νεκροί και τραυματίες και 6 αιχμάλωτοι. Λάφυρα, 4 μυδραλιοβόλα, 2 τηλέφωνα, 2 ασύρματοι, 1 διόπτρα, 56 τουφέκια μάουζερ, 2 βαρείς όλμοι, 18 πιστόλια, 52 φωτοβολίδες, 13 προσωπίδες και 5000 φυσίγγια. Οι απώλειες των Ελλήνων ήσαν 4 νεκροί και 9 τραυματίες. Έτσι τέλειωσε η ιστορική μάχη εκείνη, για να προστεθεί ακόμα μια σελίδα άφθαστου ηρωισμού, μεγαλείου και δόξας στους αιματοβαμμένους τόμους της Ελληνικής ιστορίας. Μια μάχη γιγάντων… Μια μάχη υπεράνθρωπη σε αγωνιστικότητα και δυναμισμό, το ίδιο μεγάλη, το ίδιο γενναία όπως και κάποια άλλη σε κάποιο άλλο χάνι, σε κάποιες άλλες εποχές, εκεί πάνω στη Γραβιά… Και που το τέλος αυτών των συντελεστών της νίκης, αυτών των γενναίων παλικαριών και στις δυο αυτές περιπτώσεις ήταν (τι σύμπτωση) το ίδιο τραγικό, από τους ίδιους (τι σύμπτωση) άκαπνους προσκυνημένους δήθεν (εθνικόφρονες) …
Ο πατριωτισμός και η τιμιότητα εχάθησαν κι όποιος τα έχει αυτά, τον κιντυνεύουν. Κι όθεν προδότης, κλέφτης και κατεργάρης εκείνος έχει την τύχη του». Στρατηγός Μακρυγιάννης.