Ένας Αργείτης βιολιντζής, ένας Κρανιδιώτης χτίστης και ένας Αγιορείτης καλόγερος στο Παλαμήδι
Πέρασε και η γιορτή του «Αγίου Ανδρέως», η επέτειος της άλωσης του Παλαμηδιού… Δυο από τους πρωταγωνιστές αυτού του ιστορικού γεγονότος σκιάζονται από το ημίφως της επίσημης ιστορίας. Είναι οι δυο που μετέφεραν την μεγάλη σκάλα από το εκκλησάκι της Αγια Παρασκευής, μέχρι τη ρίζα του κάστρου του Παλαμηδιού, στην Γιουρούς Τάπια.
Το στρατιωτικό σώμα που έκανε εκείνο το βράδυ την έφοδο, αποτελείτο από άντρες του Σταϊκόπουλου (ανάκατοι την καταγωγή, αλλά είχαν βρεθεί να εργάζονται το Μάρτη του 21 σε Σπέτσες, Ύδρα, Ερμιονίδα και συντάχθηκαν κάτω από τον Στάϊκο) και από τακτικούς με αρχηγό τον Ιταλό Ντε Γκουβερνάντις. Μαζί ήταν και τρεις άοπλοι… Ο ένας ήταν ο γέρο μάστρο Σκρεπετός, ένας Κρανιδιώτης χτίστης που τον είχαν αγγαρέψει πολλές φορές οι Τούρκοι για δουλειές στο κάστρο και ήταν από τους ελάχιστους Έλληνες που γνώριζαν τότε πως ήταν διαμορφωμένο το εσωτερικό του Παλαμηδιού.
Ο άλλος ήταν ένας Αργείτης Βιολιντζής που αναφέρεται μόνο με το όνομα Πορτοκάλης (μάλλον παρατσούκλι, γιατί τότε τα πορτοκάλια ήταν σπάνια στο Άργος). Αυτόν τον συναντάμε και μετά από δέκα χρόνια στα επεισόδια της Σφαγής του Άργους, όταν οι Γάλλοι φίλοι μας σκότωσαν πάνω από 100 Αργείτες… Τότε γλύτωσε τον θάνατο, γιατί τους έπαιξε την Μασσαλιώτιδα!!! Άλλα στοιχεία για αυτόν δεν έχουμε… Προφανώς στα στρατόπεδα των Ελλήνων του 21 περιφέρονταν και διάφοροι μουσικάντες, για ψυχαγωγία…
Ο τρίτος ήταν ένας καλόγερος, ο Παφνούτιος. Ο Λαμπρυνίδης λέει πως ήταν από το Άγιον Όρος. Ο Φωτάκος στους «Βίους των Πελοποννησίων ανδρών», τον θέλει Σουλιώτη, που ήρθε από την Ρωσία, από το Ταϊγάνιον (στα ρώσικα Τανγκάροκ) όπου είχε χτίσει μια μεγάλη εκκλησία ο Βαρβάκης. Αναφέρει ότι είχε μεγάλη προσφορά στην πολιορκία του Ναυπλίου. Μετά όμως χάθηκε… κανένας πια δεν τον αναφέρει πάλι. Ο Φωτάκος γράφει σαν να τον είχε γνωρίσει προσωπικά… ο Λαμπρυνίδης μόνο από τις φήμες που είχαν παραμείνει τρεις γενιές μετά στην πόλη μας.
Γιατί έβαλαν να μεταφέρουν αυτοί οι δυο την σκάλα, εκείνο το βροχερό βράδυ της 29ης Νοεμβρίου 1822; Δεν το γνωρίζουμε… δεν θα το μάθουμε ποτέ… καλύτερα, γιατί οι θρύλοι πρέπει πάντα να υπάρχουν.
Τόλης Κοΐνης