Σλαβομακεδονική ή Μακεδονική γλώσσα;
Η Συμφωνία των Πρεσπών ψηφίστηκε κατά πλειοψηφία στο Ελληνικό Κοινοβούλιο, τέθηκε σε ισχύ και έκλεισε μία ανοιχτή πληγή με πολλαπλές επιπτώσεις, που ταλάνιζε εδώ και είκοσι πέντε χρόνια τη χώρα μας.
Αμέσως με την ψήφιση της Συμφωνίας των Πρεσπών ο αρχηγός της αντιπολίτευσης κ. Κ. Μητσοτάκης πήρε για μια ακόμα φορά «μπάλα» τη Μακεδονία για ψηφοθηρικούς λόγους καταφερόμενος κατά της Κυβέρνησης και της γειτονικής χώρας, της «Βόρειας Μακεδονίας» πλέον. Ωστόσο η πλήρης αποτυχία της Νέας Δημοκρατίας να λύσει το Μακεδονικό στην μοναδική, ευνοϊκή συγκυρία το 1991 – 1993 με την καταλληλότερη ονομασία, ως Σλαβομακεδονία, «κάηκε» και χάθηκε η ιστορική ευκαιρία για τη χώρα, από τις εσωκομματικές έριδες και αντιπαλότητες μεταξύ του Κων/νου Μητσοτάκη και Μ. Έβερτ, με αποτέλεσμα τα «εθνικιστικά παραληρήματα» του τότε, παντελώς ακατάλληλου για την περίπτωση Υπουργού Εξωτερικών κ. Α. Σαμαρά και η γειτονική χώρα να αναγνωρισθεί με σύνθετη ονομασία ως ΠΔΓΜ, αλλά και ως σκέτο «Μακεδονία» από 140 χώρες. Ενώ μετά την ενδιάμεση συμφωνία το 1995, το 2008 πάλι η Νέα Δημοκρατία ζητούσε ως λύση απλώς ένα γεωγραφικό προσδιορισμό στο καθιερωμένο πλέον όνομα «Μακεδονία». Αλλά πριν από το 1991 – 1993 είχαν προηγηθεί και άλλες υπονομευτικές ενέργειες από την ΕΡΕ – Νέα Δημοκρατία, τις οποίες η ιστορία θα καταγράψει σε «μελανές σελίδες».
Την αφορμή και την αιτία για το άρθρο μας αυτό αποτέλεσε το πρόσφατο άρθρο του δεξιόστροφου ομότιμου καθηγητή πλέον της Γλωσσολογίας στο Παν/μιο Αθηνών κ. Γ. Μπαμπινιώτη στο «Βήμα» 10 – 2 – 2019 με τίτλο «Τα ονόματα δεν είναι αθώα», μόνο που ο κ. καθηγητής, ως γλωσσολόγος και ειδικός σύμβουλος, παρέλειψε εσκεμμένα την επιλογή του το έτος 1977 στην Σύνοδο του ΝΑΤΟ στην Αθήνα για το παραπάνω θέμα. Τότε επί Νέας Δημοκρατίας επί Κων/νου Καραμανλή και υπουργού εξωτερικών Δ. Μπίτσιου, η σλαβική γλώσσα της τότε Επαρχίας της Μακεδονίας της Γιουγκοσλαβίας ονομάσθηκε επίσημα πλέον ως Μακεδονική και κατοχυρώθηκε έκτοτε επίσημα στον ΟΗΕ.
Στο παραπάνω άρθρο του ο κ. Γ. Μπαμπινιώτης αναφέρεται στην ελληνική και διεθνή βιβλιογραφία κορυφαίων γλωσσολόγων, του Ν. Ανδριώτη, καθηγητή γλωσσολογίας στο Αριστοτέλειο Παν/μιο Θεσ/νίκης που έχει διεξοδικά ασχοληθεί με τη σλαβική γλώσσα των Σκοπίων, των A. Vaillant, A. Millet – N. Coher, S. Kanikova, κ.λ.π. ότι η γλώσσα των Σκοπίων είναι Σλαβική και θα μπορούσε να ονομάζεται με επιστημονικά κριτήρια: Βουλγαροσερβική ή Σερβοβουλγαρική ή Βουλγαρομακεδονική ή Νεοσλαβική ή Σλαβομακεδονική ή ότι άλλο θέλουν. Πολύ ωραία και σωστά όλα αυτά αλλά «στερνή μου γνώση να σ’ είχα πρώτα». Αυτά όλα τα γνώριζε ο κ. καθηγητής, όταν το 1977 στην Αθήνα ως ειδικός δεξιόστροφος και πρωτάρης σύμβουλος της Κυβέρνησης της Ν. Δημοκρατίας και της χώρας, στη σύνοδο του ΝΑΤΟ, δεν έφερε αντιρρήσεις ως επιστημονικά υπεύθυνος για τη γλώσσα των Σκοπίων και αποδέχθηκε επίσημα η γλώσσα της γείτονος χώρας να ονομάζεται πλέον στον ΟΗΕ ως «Μακεδονική γλώσσα». Έτσι έχουν τα πράγματα. Βέβαια η τότε κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας του Κων/νου Καραμανλή δεν επέλεξε αξιοκρατικά, ως όφειλε, έναν έμπειρο γλωσσολόγο που να έχει ασχοληθεί επιστημονικά με τη γλώσσα της σλαβικής Μακεδονίας από το Παν/μιο Θεσ/νίκης, όπως μετά τον κορυφαίο γλωσσολόγο Ν. Ανδριώτη, τον αντάξιο διάδοχό του καθηγητή Ν. Σετάτο. Αλλά όταν από το 1959 ο τότε υπουργός Εξωτερικών και μετέπειτα πρόεδρος της Ν. Δημοκρατίας Ευάγγελος Αβέρωφ είχε διακηρύξει ότι η γλώσσα της Επαρχίας της Μακεδονίας (πρώην Γιουγκοσλαβίας) είναι η Μακεδονική! και έχει γραμματική και συντακτικό, δεν έχουμεν «χρείαν άλλων μαρτύρων» για τη θέση της Νέας Δημοκρατίας στο κρίσιμο, εθνικό αυτό θέμα. (Γκέγκε; φίλοι της Νέας Δημοκρατίας;)
Ο κ. Γ. Μπαμπινιώτης στο άρθρο του στρογγυλεύει τα πράγματα και παραλείπει τις σοβαρές ευθύνες του κατά την κρίσιμη στιγμή της συνόδου του ΝΑΤΟ το 1977 στην Αθήνα για το σοβαρότατο εθνικό γλωσσολογικό, ολίσθημά του της καθιέρωσης διεθνώς ως Μακεδονικής γλώσσας, της γείτονος χώρας. Άλλωστε ο νέος τότε καθηγητής της Γλωσσολογίας κ. Γ. Μπαμπινιώτης, το 1977 στη σύνοδο του ΝΑΤΟ γνώριζε τη θέση της Νέας Δημοκρατίας και του Κ. Καραμανλή και του Ε. Αβέρωφ και ως πολιτικά ανιστόρητος! και ανώριμος δεν είχε κάποιο συνειδησιακό επιστημονικό πρόβλημα, ούτε φυσικά μπορούσε να διανοηθεί ως «apolitique” τις τεράστιες εθνικές επιπλώσεις, που θα είχε στη συνέχεια η καθιέρωση της σλαβικής ως μακεδονικής γλώσσας, των «Σκοπίων» – Βόρειας Μακεδονίας, σήμερα – ούτε φυσικά και η τότε κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας; (Γκέγκε;). Στόχος του νέου παραπάνω καθηγητή προφανώς ήταν να ανέλθει στην πανεπιστημιακή του καριέρα και να γίνει στο τέλος και ακαδημαϊκός, δηλαδή «Αθάνατος», σιγονταριζόμενος και από την τότε κρατούσα δεξιά διακυβέρνηση. Ακαδημαϊκός φυσικά δεν έγινε και από έναν άλλο σοβαρότατο καθαρά στοιχειώδη επιστημονικό λόγο, πέρα από την παραπάνω πολιτική του ανευθυνότητα.
Το μοναδικό Ίδρυμα Νεοελληνικής Γλώσσας – Μ. Τριανταφυλλίδη, στη Θεσσαλονίκη, στελεχωμένο με κορυφαίους γλωσσολόγους στη δεκαετία του 1990, προγραμμάτιζε την έκδοση νέου Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσας με σύγχρονο επιστημονικό τρόπο. Ο καθηγητής της Γλωσσολογίας στην Αθήνα κ. Γ. Μπαμπινιώτης είχε αποφασίσει και αυτός να εκδώσει ένα νέο Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, όχι μέσω επιστημονικού ιδρύματος π.χ. της έδρας της Γλωσσολογίας του Παν/μίου Αθηνών, αλλά το λεξικό θα εκδιδόταν από τον ίδιο προσωπικά σε συνεργασία με εκδοτικό οίκο, προφανώς και για οικονομικούς! λόγους. Έπρεπε λοιπόν κατά την επιλογή του το δικό του λεξικό να εκδοθεί ενωρίτερα από το ανάλογο λεξικό του μοναδικού ιδρύματος της Νεοελληνικής Γλώσσας της Θεσ/νίκης. Επρόκειτο προφανώς για τον καθηγητή ένα είδος επιστημονικού και οικονομικού ανταγωνισμού Θεσσαλονίκης – Αθήνας!, δηλαδή ποδοσφαιροποίηση της επιστημονικής έρευνας.
Αλλά όποιος βιάζεται σκοντάφτει και έκανε πάλι μία αδιανόητη αντιεπιστημονική γκάφα ολκής, στοιχειώδους γλωσσολογικής αρχής και δεοντολογίας, που σχετίζεται πάλι δυστυχώς με την Μακεδονία. Φαίνεται ότι από τις επιλογές του η Μακεδονία τον καταδιώκει για πάντα. Στο λήμμα της λέξης: Βούλγαρος στο λεξικό του κ. Μπαμπινιώτη μεταξύ των άλλων αναγραφόταν ότι η λέξη «Βούλγαρος», εκτός από τον κάτοικο της Βουλγαρίας, «υβριστικά σημαίνει και οπαδό της ποδοσφαιρικής ομάδας του ΠΑΟΚ (Θεσ/νίκης)». Λαμβανομένου σοβαρά υπόψη ότι την ομάδα αυτή δεν την ίδρυσαν Έλληνες π.χ. εκ Βουλγαρίας καταγόμενοι, αλλά πρόσφυγες της Κων/πολης στη Θεσ/νίκη. Μόλις κυκλοφόρησε στα γρήγορα και πρώτο το λεξικό του κ. Γ. Μπαμπινιώτη ξεσηκώθηκε θύελλα με καθαρά επιστημονικά κριτήρια, από την επιστημονική κοινότητα των Ελλήνων Γλωσσολόγων και Φιλολόγων. Διότι για να καταγραφεί μία έννοια λέξης στο λεξικό οποιασδήποτε γλώσσας και στην Ελληνική πρέπει να έχει υιοθετηθεί να ομιλείται και να χρησιμοποιείται τουλάχιστον από το πενήντα τοις εκατό (50%) των ομιλούντων την ελληνική γλώσσα. Με το όνομα όμως «Βούλγαρος» αποκαλούσαν υβριστικά κάποιοι; ελάχιστοι φίλαθλοι, ποδοσφαιρικών ομάδων της νότιας Ελλάδος τους οπαδούς του ΠΑΟΚ. Μετά το γενικό «κράξιμο» ο καθηγητής Γ. Μπαμπινιώτης στη δεύτερη έκδοση του λεξικού απέσυρε άρον – άρον την έννοια αυτής της λέξης: Βούλγαρος, αλλά η ανεπανόρθωτη ζημιά είχε γίνει. Έτσι λοιπόν ο γλωσσολόγος καθηγητής κ. Γ. Μπαμπινιώτης δεν έγινε «ακαδημαϊκός» παρά το ότι πολύ το επιθυμούσε, η Μακεδονική γλώσσα των «Σκοπιανών» που αποδέχθηκε ως ειδικός χωρίς αντιρρήσεις καθιερώθηκε από το 1977 με υπαιτιότητά του, αλλά και η λέξη «Βούλγαρος» των προσγείωσαν ανώμαλα στην αντικειμενική πραγματικότητα και του καταρράκωσε το «επιστημονικό του κύρος». Το πρόβλημα δηλαδή για το αν η γλώσσα των γειτόνων ονομαζόταν σλαβομακεδονική κ.λ.π. ή Μακεδονική εξαρτάται από τους χειρισμούς κάθε χώρας και σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο. Ο νοών …νοείτω. Η αρχαία Μακεδονική δεν είναι γλώσσα, αλλά διάλεκτος της Ελληνικής γλώσσας.
Και επειδή εδώ και ένα χρόνο η Ν. Δημοκρατία έχει «ανεβεί στα κεραμίδια» ξιφουλκώντας ανιστόρητα κατά των πολιτικών της αντιπάλων και τις κυβερνητικής πλειοψηφίας με σημαία τη λέξη «Μακεδονία», για την οποία, αν δεν ήταν ο Ελ. Βενιζέλος, η Ελλάδα θα εκτεινόταν το πολύ μέχρι τον Όλυμπο ή λίγο παραπάνω. Επειδή η «Μακεδονική» γλώσσα των Σκοπίων καθιερώθηκε με πολιτική ευθύνη της Νέας Δημοκρατίας, από το 1977 στη σύνοδο του ΝΑΤΟ στην Αθήνα, στον ΟΗΕ. Επειδή με τις εσωτερικές της έριδες απέτυχε παταγωδώς να λύσει το μακεδονικό στην μοναδική ευκαιρία του 1991 – 1993, με αποτέλεσμα η γείτονα χώρα να αναγνωρισθεί σκέτο Μακεδονία. Επειδή η κυβέρνηση Κώστα Καραμανλή το 2008 στο Βουκουρέστι διακήρυξε λύση, μετά το φιάσκο του 1991 – 1993, με γεωγραφικό προσδιορισμό στο καθιερωμένο όνομα ως «Μακεδονία» της γείτονος. Επειδή η Ν.Δ. άγεται και φέρεται από ακροδεξιές, εθνικιστικές κορώνες παριστάνοντας παράλληλα τον προστάτη της Μακεδονίας και δεν ψήφισε τη λύση με το όνομα της γείτονος ως «Βόρειας Μακεδονίας», την οποία υποστηρίζουν οι σοβαροί πολιτικοί άνδρες – Μακεδόνες από την περιοχή της Φλώρινας, όπως ο Ν. Μέρτζος, ο πρώην βουλευτής Γ. Λιάνης αλλά και ο δήμαρχος Μπουτάρης που γνωρίζουν καλύτερα από τον καθένα μας το Μακεδονικό πρόβλημα και γνωρίζουν από κοντά τους Σκοπιανούς, γίνεται φανερό ότι με τους ακροδεξιούς πολιτικούς της Νέας Δημοκρατίας από τις οποίες άγεται και η Νέα Δημοκρατία θα πληρώσει το τίμημα των πράξεων και των ενεργειών που της αναλογεί για τη Μακεδονία. Όλα τα λάθη…πληρώνονται. Η ιστορία είναι αμείλικτη για όλους. Πρόσφατα ο αρχηγός της Ν.Δ. Κ. Μητσοτάκης δήλωσε ότι ο λαός θα αποφασίσει με δημοψήφισμα για το πώς θα αποκαλούνται τα «Σκόπια» – Βόρεια Μακεδονία. Όταν δηλαδή οι παλιοί και νέοι αρχηγοί και οι βουλευτές της Ν.Δ. ερίζουν μεταξύ τους, όπως το 1991 – 1993 για το Μακεδονικό και δεν έχουν εκφράσει ακόμα την άποψή τους για το όνομα της γείτονος χώρας, τότε σπεκουλάρουν σε ψηφοθηρικό λαϊκό δημοψήφισμα κατόπιν εορτής.
Χρήστος Πιτερός, αρχαιολόγος
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ