Τί ψάχνει ο Καμπόσος στη Grecia Salentina;
Στα Ελληνόφωνα χωριά της Νότιας Ιταλίας βρίσκεται από την Τρίτη ο δήμαρχος Άργους Μυκηνών Δημήτρης Καμπόσος. Τί όμως ψάχνει όμως ο δήμαρχος εκεί;
Όπως λέει ο ίδιος «βρισκόμαστε εδώ με τους Δημάρχους της ΠΕΔ Πελοποννήσου στα πλαίσια της συνεργασίας με τους Δήμους της περιοχής».
Αλλά σίγουρα δεν πρόκειται απλά για μια εθιμοτυπική επίσκεψη. Ίσως το σχόλιό του να υποδηλώνει κάτι περισσότερο: «Εδώ δακρύζεις όταν ακούς τους γέροντες να μιλάνε Ελληνικά με αρχαίες Ελληνικές λέξεις, να σε αγκαλιάζουν σαν αδερφό τους. Μια άλλη Ελλάδα που χάνεται σιγά σιγά. Τα νέα παιδιά δεν μιλάνε τη γλώσσα και χάνεται», συμπληρώνει.
Στην περιοχή εκείνη της Κάτω Ιταλίας υπάρχει η Γκρέτσια Σαλεντίνα (Unione dei Comuni della Grecia Salentina). Αποτελείται από έντεκα πόλεις και είναι μέρος της επαρχίας του Λέτσε στη διοικητική περιφέρεια της Απουλίας. Ο σκοπός της ένωσης είναι η προώθηση των γνώσεων και της ιστορίας των Γκρίκο, η διατήρηση του πολιτισμού τους, μέσω ερευνών του πανεπιστημίου, η διδασκαλία της γλώσσας τους στα σχολεία και την έκδοση λογοτεχνικών βιβλίων και ποιημάτων στην απειλούμενη με εξαφάνιση γλώσσα τους.
Η Ελληνική παρουσία στην Ιταλική χερσόνησο ανάγεται στον 16ο αιώνα π.Χ. με τους Μυκηναίους ναυτικούς, οι οποίοι προερχόμενοι από την Ελληνική χερσόνησο, ξεκίνησαν μία περίοδο επαφών μακράς διαρκείας με τους κατοίκους της Δυτικής Μεσογείου.
Στο Σαλέντο (Νότια Απουλία) –όπου και η φωτογραφία -, μερικές παραθαλάσσιες κοινότητες, οι οποίες ιδρύθηκαν ανάμεσα στα μέσα του 15ου και στις αρχές του 14ου αιώνα π.Χ., είχαν οχυρωματικά τείχη και μια διάρκεια εκατοντάδων χρόνων, φτάνοντας μέχρι την εποχή του σιδήρου. Σ’ αυτές τις κοινότητες, η σαφέστερη αρχαιολογική απόδειξη των επαφών με τον πολιτισμό του Αιγαίου, προκύπτει από άπειρα κεραμικά θραύσματα που έχουν βρεθεί στην περιοχή, ένα μεγάλο μέρος των οποίων προέρχεται από την Ελλάδα και ένα άλλο, κατασκευασμένο από τους αυτόχθονες το οποίο αποτελεί απομίμηση των ελληνικών προτύπων.
Στα τέλη του 11ου αιώνα π.Χ. με την παρακμή του Μυκηναϊκού πολιτισμού φαίνεται να διακόπτονται οι σχέσεις με τον ελληνικό κόσμο για όλον τον 10ο και για ένα μεγάλο μέρος του 9ου αιώνα π.Χ.
Τα ευρήματα του τέλους του 9ου αιώνα, των αρχαιολογικών ανασκαφών σε διάφορες περιοχές της Νότιας Aπουλίας και ειδικά στον Υδρούντα, μας αποδεικνύουν τις νέες επαφές με τον ελλαδικό χώρο, αρκετές δεκαετίες πριν από την ίδρυση των αποικιών στην Μεγάλη Ελλάδα και σχετίζονται με την εγκατάσταση Ελλήνων στον κόλπο των αυτοχθόνων κοινοτήτων. Σύμφωνα με τις αρχαίες λογοτεχνικές παραδόσεις, η παρουσία των Ελλήνων στην Γη του Υδρούντα, ανάγεται σε εποχές που ταυτίζονται με την καταγωγή των κατοίκων του αρχαίου Σαλέντο. Κατά την παράδοση, έχουν φθάσει από το Αιγαίο και την Bαλκανική χερσόνησο υπό την ηγεσία ηρώων, αρχηγών και επωνύμων μυθικής προελεύσεως όπως ο Αρκάδας Πευκέτιος, ο Αθηναίος Θησέας, ο Κρήτας Ιαπυγάς, γιός του Δαιδάλου, ο Άργειος Διομήδης με ένα πλήθος Αιτωλών, ο Βοιωτός Μεσσάπιος και ο Κρήτας Ιδομενέας.
Οι πηγές, φέρνουν στο φως και άλλα στοιχεία της παρουσίας των Ελλήνων και του Ελληνικού πολιτισμού στο Σαλέντο. Είναι εξόριστοι (από τον Τάραντα), οι λαμπροί φιλοξενούμενοι, όπως οι Αθηναίοι στρατηγοί Δημοσθένης και Ευρυμέδοντας το 413 π.Χ., στην αυλή του Μεσσαπίου δυνάστη Άρτα.
Στην Νότια Απουλία, στο σημερινό Σαλέντο, έχουμε δύο Ελληνικές εμπορικές βάσεις, τον Υδρούντα και την Καλλίπολη. Κατά τον 6ο αιώνα π.Χ. τα Eλληνικά ευρήματα σ’ αυτήν την περιοχή είναι πολύ σημαντικά. Βρίσκουμε και αγγεία με επιγραφές Eλληνικών ονομάτων.
Η επιρροή των Ελλήνων είναι ισχυρή σε διαφόρους τομείς όπως η υιοθέτηση του νομίσματος, η απεικόνιση των θεοτήτων με ανθρωπόμορφα χαρακτηριστικά και το σπουδαιότερο από όλα, η υιοθέτηση της γραφής. Η γραφή της γλώσσας των Μεσσαπίων, των κατοίκων της περιοχής, είναι Ελληνική Γραμμική Β αλλά η γλώσσα είναι διαφορετική. Η ελληνική επίδραση συνεχίζεται και κατά την Ελληνιστική περίοδο, με την καλλιτεχνική κοινή γλώσσα που συνδέει την Απουλία με την Ήπειρο και την Μακεδονία, όπως έχει εξακριβωθεί ιδιαιτέρως σε ταφικούς χώρους, στους τομείς της αρχιτεκτονικής, της ζωγραφικής και της γλυπτικής. Οι Μεσσαπικοί υπόγειοι τάφοι της Εγνατίας, του Λέτσε (ο τάφος Παλμιέρι), του Ρούντιε και του Βάστε (ο τάφος των Καρυάτιδων), παρουσιάζουν πολλά κοινά με τους Μακεδονικούς Βασιλικούς Τάφους.
Καθ’ όλην την περίοδο της Ρωμαϊκής κατακτήσεως της Γης του Υδρούντα οι επαφές με την Ελλάδα αλλά και την τότε ελληνόφωνη Ρωμαϊκή Μικρά Ασία ήταν πολύ στενές. Στον τομέα των επιγραφών υπάρχει μία σημαντική ένδειξη της παρουσίας Ελληνικών ονομάτων σε φούρνους κεραμικών στο Ugento, όπου βρίσκουμε τα ονόματα Έρως και Αριστείδης. Στο φούρνο του Felline βρίσκουμε το όνoμα Ζώσιμος. Πάντα στην ίδια περιοχή έχουμε το όνομα του ιδιοκτήτη ενός φούρνου, Άλλιος Διονύσιος και ενός δούλου, του Νικηφόρου. Ένας άλλος φούρνος βρισκόταν στο San Cataldo, λίγα χιλιόμετρα έξω από το Λέτσε. Αγνοούμε το όνομα του ιδιοκτήτη αλλά έχουμε τα ονόματα των εργατών: Δημήτριος, Λυκαών και Διοκλής. Αυτά τα ονόματα τα βρίσκουμε και σε σφραγίδες αμφορέων της ίδιας περιόδου στο Brindisi. Έχουν βρεθεί γενικά 68 Ελληνικά ονόματα αυτής της περιόδου στην περιοχή. Στον Υδρούντα έχει βρεθεί και μία επιτύμβια επιγραφή η οποία αναφέρεται στην νεαρή Γλύκα. Έχουμε και άλλες επιγραφές από την Λεύκα και το Torre dell’ Orso.
Η Ελληνική γλώσσα, διδασκόταν και κατά τον 15ο αιώνα, σε πολύ υψηλό επίπεδο, στο Τσολλίνο από τον Σέρτζιο Στίζο. Οι μαθητές του, ήταν διανοούμενοι και ευγενείς της Αραγωνικής Αυλής, που ήθελαν να μάθουν Ελληνικά. Ο μεγάλος ανθρωπιστής και φιλόσοφος Antonio de Ferraris “Galateo” (1444-1517), γιός και εγγονός Ελλήνων ιερέων, μας πληροφορεί για την ύπαρξη ενός Ελληνικού Λυκείου στο Ναρντό, όπου διδασκόταν τα καλύτερα Ελληνικά του Βασιλείου της Νεαπόλεως και στο οποίο ερχόταν μαθητές από όλο το βασίλειο. Μετά την Σύνοδο του Τρέντο, η οποία τελείωσε το 1564, αρχίζει να δύει η Ορθοδοξία στην Νότια Ιταλία και συγχρόνως εξαφανίζεται και η Ελληνική γλώσσα από ένα μεγάλο αριθμό χωριών και πόλεων της περιοχής. Σε μία έκθεση του τέλους του 16ου αιώνα, με τίτλο “Relazione dei Greci di Otranto”, η οποία βρίσκεται σε μια συλλογή χειρογράφων, που φυλάγεται στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Νεαπόλεως, ονομάζεται “Miscellanea Brancacciana IB6” και αφορά τα Ορθόδοξα χωριά του Σαλέντο, γράφεται ότι σε είκοσι χωριά της περιοχής, υπάρχουν Έλληνες (αναφέρεται βέβαια όχι μόνον στην γλώσσα, αλλά και στην θρησκεία). Αυτό μας δείχνει ότι το Ελληνικό στοιχείο συνεχίζει να υπάρχει σε μια ευρύτατη περιοχή του Σαλέντο στο τέλος του 16ου αιώνα, κάτι που φαίνεται και από τα επίθετα και τα τοπωνύμια που υπάρχουν ακόμη και σήμερα σε όλη την περιοχή σε χώρους που απέχουν δεκάδες χιλιόμετρα από την σημερινή Σαλεντινή Ελλάδα (Grecia Salentina).
Κατωιταλική ή Γκραικάνικη διάλεκτος (ή Γκραικάνικα) ονομάζεται η διάλεκτος της Ελληνικής που περιλαμβάνει ιταλικά στοιχεία και ομιλείται από τους Έλληνες της Κάτω Ιταλίας – Μεγάλη Ελλάδα της νότιας Ιταλίας. Είναι κυρίως γνωστή ως Κατωιταλική διάλεκτος, ενώ οι ομιλητές της την ονομάζουν Γκρίκο (Grico) ή Κατωιταλιώτικα. Η Κατωιταλιώτικη είναι σε κάποιον βαθμό κατανοητή από τους ομιλητές της Ελληνικής γλώσσας.
Υπάρχουν δύο βασικές θεωρίες σχετικά με την προέλευση της διαλέκτου:
Η θεωρία του Morosi (1870) και άλλων Ιταλών γλωσσολόγων (κυρίως του Oronzo Parlangeli), σύμφωνα με την οποία η Κατωιταλιώτικη προέρχεται από τη γλώσσα των Βυζαντινών εποίκων του 9ου αιώνα.
Η θεωρία του Γερμανού γλωσσολόγου Gerhard Rohlfs και Ελλήνων γλωσσολόγων (Χατζιδάκι, Καρατζά, Καραναστάση, Τσοπανάκη, Μηνά κ.ά.), σύμφωνα με την οποία οι ρίζες της διαλέκτου ανάγονται πολύ παλαιότερα, στον αποικισμό της Μεγάλης Ελλάδας τον 8ο αιώνα π.Χ.. Στην ορθότητα της θεωρίας αυτής συνηγορεί ο μεγάλος αριθμός δωρισμών της Κατωιταλικής.
Υπάρχει σημαντική προφορική παράδοση, ενώ ορισμένα τραγούδια και ποιήματα στην Κατωιταλιώτικη είναι δημοφιλή στην Ιταλία και στην Ελλάδα. Γνωστά μουσικά σχήματα από το Σαλέντο είναι οι Ghetonia και οι Aramirè. Επίσης, αξιόλογοι Έλληνες καλλιτέχνες όπως η Μαρία Φαραντούρη και ο Διονύσης Σαββόπουλος έχουν εκτελέσει κομμάτια στα Γραικάνικα. Το συγκρότημα Encardia από την Αθήνα συνθέτει και ερμηνεύει τραγούδια μόνο στα Γραικάνικα.