Γάλα Μαγνησίας στο Άργος
Οι Εκδόσεις Μεταίχμιο και ο Σύνδεσμος Φιλολόγων Αργολίδας παρουσιάζουν το βιβλίο «Γάλα Μαγνησίας» του Κώστα Ακρίβου, το Σαββατο 4 Μαϊου, στις 8 το βράδυ, στην βιβλιοθήκη του 3ου Δημοτικού Σχολείου Άργους.
Για το βιβλίο θα μιλήσουν οι Φιλόλογοι Τάσος Χατζηαναστασίου, Δρ. Ιστορίας ΑΠΘ, και Απόστολος Τσιτσιγιάννης. Μαζί τους θα είναι και ο συγγραφέας, ο οποίος θα συνομιλήσει με το κοινό.
Για το βιβλίο
Νεανικοί έρωτες, ποδόσφαιρο στις αλάνες, τσιγάρα στα κρυφά, φάρσες σε καθηγητές και συµµαθητές, πολιτικές ανησυχίες, σχέδια και όνειρα για το µέλλον είναι οι καθηµερινές έγνοιες µιας παρέας εφήβων που µεγαλώνουν εσώκλειστοι σ’ ένα εκκλησιαστικό οικοτροφείο του Βόλου της δεκαετίας του ’70.
Σε µια πόλη που καθρεφτίζεται στα νερά του παρελθόντος, σε µια χώρα που προσπαθεί σιγά σιγά να συνέλθει από τα σκοτάδια της δικτατορίας, ο κάθε άλλο παρά µεγαλόσωµος Αχιλλάκος, ο ψαροµούρης Μπράσκας, ο σωσίας του τραγουδιστή των Rolling Stones Μικ και ο αριστεροπόδαρος Ζερβής είναι έτοιµοι να ανοίξουν φτερά για τα ωραία χρόνια που έπονται, ώσπου ένα τραγικό περιστατικό έρχεται να σηµαδέψει τη ζωή τους.
Χρόνια αργότερα, οι ήρωες εξακολουθούν να βασανίζονται από αγωνιώδη ερωτήµατα σχετικά µ’ αυτό: Τι πραγµατικά συνέβη; Έγιναν όλα έτσι όπως τα θυµούνται ή µήπως η µνήµη του καθενός άλλα γεγονότα τα εξωράισε και άλλα τα αλλοίωσε προς το χειρότερο;
Μπορούµε να εµπιστευτούµε αποκλειστικά και µόνο τη δική µας µνήµη ή χρειαζόµαστε και
τις µνήµες των φίλων µας για να µάθουµε την αλήθεια, ακόµα κι αν αυτή πονάει;
Δεν µπορούσε να ξεχάσει.
Το µυαλό του όλα αυτά τα χρόνια ήταν καρφωµένο εκεί. Τις νύχτες έβλεπε εφιάλτες και τη µέρα είχε συνέχεια τη σκηνή µπρος στα µάτια του. Άκουγε φωνές. Γύριζε την πλάτη και πίσω του νόµιζε ότι φωνάζουν «Βοήθεια!». Στη µνήµη του δεν είχε ξεθωριάσει ούτε το πρόσωπο ούτε οι κινήσεις του. Τόσα χρόνια δεν είχαν σταθεί ικανά να νικήσουν µία και µόνο µέρα, τη ∆ευτέρα 9 Ιουνίου 1975.
Το βλέµµα του, έτσι όπως σήκωσε τα µάτια, είχε µια σκοτεινιά που µε πάγωσε. Όµως βιάστηκα, τα χειρότερα δεν τα είχα ακόµη ακούσει.
Την ώρα που σηκώθηκε είπε εκείνο που έµελλε να φέρει τούµπα το παρελθόν µου: «Κι αν θες να ξέρεις, εσύ φταις που πνίγηκε!»