ΆρθροΑρχείο

21η Απρίλη 1967, με τα μάτια ενός τότε οχτάχρονου στο Άργος

ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΣΑΝ ΤΟΤΕ, όταν το πρωινό έπαιζε εμβατήρια κι άνθρωποι σιωπούσαν. Όχι όλοι. Κάποιοι ετοίμαζαν το καλό τους κουστούμι. Οι χαφιέδες έτρεχαν να τους μπαλώσουν τις τρύπες που άνοιξε ο σκόρος που είχαν μέσα τους και η εκκλησία τους ευλογούσε αφού δεν είχε προλάβει να καταλάβει τι γινόταν αφού…«διάβαζε».

ΤΟ ΒΡΑΔΥ ακούγαμε μπι μπι σι. Οι γονείς είχαν χλομιάσει. Μικροαστοί, με την ΕΡΕ ο πατέρας, με τον Γεροπαπανδρέου η Μάνα, αλλά δημοκράτες. «Πρόσεξε» το πρωί στο σχολείο να μην πεις πως έγινε πραξικόπημα μου» είπαν, «ούτε πως το ακούγαμε στο Μπι μπι σι». Τι ήταν το μπι μπι σι, το ήξερα, ένας ραδιοφωνικός σταθμός που ώρες ώρες μιλούσε ελληνικά και τον άκουγαν συχνά οι δικοί μου. Τι ήταν πραξικόπημα δεν ήξερα, ούτε τόλμησα να ρωτήσω τους δικούς μου. Τους έβλεπα ταραγμένους και άρχισα να υποθέτω πως θα είναι καμιά παλιαρρώστια και θα μας αρχίσουν ξανά στα καμφορά για να την διώξουν. Άρχισε να με πιάνει ο τρόμος πως αν την αναφέρω μπορεί και να απομονωθώ στο δωμάτιο μέχρι να γιάνω.  Πήρα την δερμάτινη τσάντα μου και ξεκίνησα για το σχολείο μου.

Β` ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ τον Απρίλη του 1967 και στα 200 μέτρα μέχρι το 3ο δημοτικό σχολείο του Άργους το μυαλό μου το σκίαζε η λέξη πραξικόπημα.  Το 3ο Δημοτικό λειτουργούσε τότε επί της Γούναρη. Ένα διόροφο κτήριο που στο προαύλιό του ήταν παρατημένο ένα μηχάνημα που μας έλεγαν πως ζέσταινε το γάλα για τα παιδιά της κατοχής. Οι ανατολικές αίθουσες είχαν γείρει και παρ όλο που είχαν μέσα θρανία δεν γινόταν μάθημα. Οι δυτικές ήταν μια χαρά. Κρύες, αλλά γερές.

ΣΑΝ ΠΡΟΑΥΛΕΙΟ χρησιμοποιούσαμε τις πλατειούλες της Δ Εθνοσυνέλευσης, χωμάτινες αλάνες, αλλά και τον δρόμο της Γούναρη που τα αυτοκίνητα τότε που περνούσαν ήταν μετρημένα στα δάχτυλα.
Με το που είδα και τα άλλα παιδιά ξέχασα την τρομάρα που είχα πάρει από το ραδιόφωνο. Με παραξένευε όμως που το σχολείο δεν άνοιγε, ώσπου ήρθε η μία καθαρίστρια από την «συνοικία των λαγωών», και μας είπε πως «σήμερα θα παραμείνει το σχολείο κλειστό γιατί απεργούν οι δάσκαλοι». Πετάξαμε από την χαρά μας. Κλειστό σχολείο, περισσότερος χρόνος για παιχνίδι. Η καλύτερή μας.

ΣΙΓΑ ΣΙΓΑ οι παρέες άρχισαν να αραιώνουν. Είχαν μείνει μερικά παιδιά που αγωνιωδώς έριχναν την σβούρα τους πάνω στην σβούρα των άλλων, για να τις σπάσουν και κάποια άλλα έπαιζαν με τους βόλους τους. Κάποια στιγμή βρέθηκα με ένα μακρινό ξάδελφό μου να χαζεύουμε τους «μάγκες» να παίζουν. Κι αυτός προερχόμενος από μικροαστική οικογένεια, επιθεωρητής εκπαίδευσης σήμερα. Δεν θυμάμαι ποιος άνοιξε την κουβέντα για το τι θα μπορούσε να είχε συμβεί τα ξημερώματα της 21ης Απριλίου του 1967. Όμως η αντιπαράθεσή μας ήταν αν έγινε πραξικόπημα, όπως το είχε πει το μπι μπι σι των δικών μου ή αν επιβλήθηκε χούντα, όπως είχε πει η ντόιτσε βέλλε, που άκουγε ο δάσκαλός πατέρας του. Οι φωνές ανεβήκαν λίγους τόνους. Πραξικόπημα έλεγα εγώ, χούντα μου ανταπαντούσε αυτός. Τα παιδιά των χαμηλότερων τάξεων, όσα είχαν μείνει και έπαιζαν μας κοίταγαν σαν εξωτικά. Ούτε είχαν ακούσει κάτι, ούτε τα ένοιαζε. Και με την Δημοκρατία και με την χούντα, σκλάβοι στα χέρια των αφεντικών τους θα ήταν

ΒΛΕΠΟΝΤΑΣ τα μάτια τους να μας κοιτούν με απορία, χαμηλώσαμε ξανά τους τόνους, θυμηθήκαμε πως και στους δύο μας είχαν πει από τα σπίτια μας να μην μιλάμε για τι καθεστώς είχε επιβληθεί, κι έτσι κύλισαν τα χρόνια μέχρι που το «Πολυτεχνείο» μπορεί να μην έριξε την χούντα, όμως μας ξαναέδωσε φωνή. Τότε τα καθεστώτα επέβαλαν με βία τους νόμους, ενώ σήμερα οι νόμοι επιβάλλουν την βία.