Λογοτεχνικές εικόνες αργολικής πασχαλιάς
Μπορεί το Πάσχα του 2020 να μείνει στην ιστορία της χώρας ως ένα από εκείνα που γιορτάσθηκαν με κλειστές εκκλησιές. Όμως, ακόμη και για εκείνους που το βιώνουν σαν φολκλόρ παραμένει ακριβώς αυτό: ένα βίωμα. Μπορεί ακόμη να καταγραφεί στην αργολική ιστορία ως Πάσχα της «ασχημονούσας ντουντούκας», αλλά θα παραμείνει μια γιορτή της Αγάπης και της Συγχωρήσεως που περιλαμβάνει τους πάντες, ακόμη και τους δημόσια ασχημονούντες. Κι αν ακόμη, όσοι πραγματικά αναζητούν στα νοήματα της Μ. Εβδομάδας εσωτερική γαλήνη, καρτερία και δύναμη, δεν μπορούν φέτος να εκκλησιαστούν, σίγουρα έχουν και άλλους τρόπους για να προσεγγίσουν τους αιώνιους συμβολισμούς της Καθόδου στον Άδη και της Αναστάσεως.
Ένας από τους τρόπους αυτούς είναι και η βιωματική λογοτεχνική καταγραφή της Μ. Εβδομάδας, με έναν πλούτο εικόνων που δημιουργεί ποικίλα συναισθήματα στον αναγνώστη. Ανάμεσα στα πολλά αναγνώσματα, η αργολική λογοτεχνική δημιουργία μας έχει χαρίσει εξαιρετικές σελίδες μιας ανθρώπινα βιωματικής πασχαλιάς, όπως ακριβώς την έχουν καθορίσει αιώνες εκκλησιαστικής και λαϊκής πρακτικής. Έτσι, η προσευχή, το κερί, το θυμίαμα, η εκκλησιαστική μελωδία, η χαρά των πιτσιρικάδων που χτυπάνε την καμπάνα και ο κόπος των νοικοκυρών που φτιάχνουν τα τσουρέκια τους, η μυσταγωγική ανάγνωση των δώδεκα ευαγγελίων στην Ωραία Πύλη από τον ιερέα και το χαρούμενο μπέρδεμα του γερο-εφημέριου, αποτελούν μερικές από τις αμέτρητες στιγμές που αποτυπώνονται στις γραμμές της πασχαλινής αργολικής λογοτεχνίας.
Φώτο: Μεγάλη Πέμπτη στην Αγία Μαρίνα – Λάρισα Άργους.
Σε ένα από τα ωραιότερα κείμενα των «Εφήμερων και Αιωνίων» του Διογένη Μαλτέζου, «Το πιο γλυκό φως», η Μεγάλη Εβδομάδα αποτελεί και την καλύτερη στιγμή προσωπικού διαλόγου με το νόημά της, για έναν άνθρωπο. Μέσα από τον διάλογο αυτό ο άνθρωπος (επι)κοινωνεί τη σχέση του με το Θείο και με τους συνανθρώπους του. Οι στιγμές παρότι επαναλαμβανόμενες είναι πάντα μοναδικές.
«Μεγάλη Εβδομάδα· νά’τος κι απόψε σε μια γωνιά της εκκλησίας· προσεύχεται· κρατάει ανοιχτή μια «Σύνοψη». Είναι παλιά, γεμάτη κεριά, της λείπει το πίσω εξώφυλλο. Είναι οικογενειακό κειμήλιο· ήταν του παππού· και μετά της μάνας του· κάτι λεκέδες σε πολλά φύλλα, ίσως να ήταν δάκρυα. Πως να μην την κρατάει με δέος;
Παρακολουθεί όσα ψάλλουν οι ψάλτες και ο παπάς. Διαβάζει για λίγο, μετά σηκώνει τα μάτια του και κοιτάζει γύρω, ανάβει ένα κεράκι, το σβήνει, το ανάβει πάλι, κρατάει το ίσο, και πάλι σωπαίνει. Δεν είναι γαλήνιος. Είναι ανήσυχος. Κάτι τον απασχολεί. Ναι, παλεύει με τον εαυτό του να δώσει απάντηση σε όσα συμβαίνουν. Όλα αυτά είναι υπέρ λόγον. Αισθάνεται το λογικό του να σταυρώνεται. Από την καρδιά του περιμένει απάντηση.
Ο Πάνος Λαλιάτσης μας θυμίζει πως στην εκκλησιαστική παράδοση και πρακτική του Πάσχα υπήρξαν έντονες στιγμές συμβολισμού που όμως σταδιακά ξεχάστηκαν και σήμερα είναι σχεδόν άγνωστες στο εκκλησίασμα. Γράφει λοιπόν ο κ. Λιαλιάτσης: «Κατά την έξοδο του Επιταφίου, τη Μεγάλη Παρασκευή, ψαλλόταν άλλοτε ένα τροπάριο που είναι γνωστό με τον τίτλο «Δος μοι τούτον τον ξένον» – από τη συχνή επανάληψη της φράσεως αυτής. Είναι ένα ωραιότατο ιδιόμελον το οποίον σπάνια ψάλλεται σήμερα. Γι’αυτό μόνο σε μερικά λειτουργικά βιβλία καταχωρείται. Παρουσιάζει τον Ιωσήφ τον από Αριμαθαίας να ζητεί επίμονα από τον Πιλάτο το σώμα του Ιησού: «Δος μοι τούτον τον Ξένον τον εκ βρέφους ως Ξένον ξενωθέντα εν κόσμω (…) Δος μοι τούτον τον Ξένον, ίνα κρύψω εν τάφω, ος ως Ξένος ουκ έχει που την κεφαλήν κλίνη».
«Ο Ιησούς βαδίζει αργά στο χρόνο και συναντάει κάθε ψυχή, που τη βασάνισε ο πόνος και η θλίψη. Περίμενε την απάντηση του ουρανού ως το τέλος και ανέκραξε πάνω στο Σταυρό: «Θεέ μου, Θεέ μου, ίνα τι με εγκατέλιπες;» Ο κενός τάφος, μετά τρεις ημέρες, έφερε στον κόσμο την αναπνοή της Ελπίδας, η οποία «ου καταισχύνει». Θα παραμένει η Ελπίδα ως τα στερνά του κόσμου και θα παρηγορεί μόνο τους «κοπιώντας και πεφορτισμένους», όσους δηλ. η αγρύπνια της ψυχής τους Τον είδε σαν τον μοναδικό Αδελφό και όχι σαν τον Ξένο, όπως Τον βλέπουν, πάντοτε, οι χορτάτοι και οι ευτυχισμένοι».
Στις πασχαλινές καταγραφές σημαντική θέση κατέχουν οι ιερείς και ίσως, η αργολική λογοτεχνία να μην έχει ωραιότερη πασχαλινή περιγραφή ιερέα από αυτήν του Σπ. Μήλια στον «Παπα-Λησμόνα». Αν δεν φτάνει, θυμίζει τουλάχιστον τις περιγραφές του Αγίου των Ελληνικών Γραμμάτων Αλ. Παπαδιαμάντη. Ο Σπ. Μήλιας λοιπόν περιγράφει ένα Πάσχα του παπα-Λησμόνα, ιερέα δηλαδή του Αγ.Νικολάου «του παλαιού» στο Άργος, που πήρε το όνομα αυτό επειδή ξέχναγε συχνά λόγω του προχωρημένου της ηλικίας του. «Συνταξιούχος δημοδιδάσκαλος, έγινε παπάς σε μεγάλη ηλικία και ιερουργούσε στην ενορία του Αγ.Νικολάου, στην παλιά εκκλησία, με ψάλτη τον μπαρμπα-Γιάννη το Μαλτέζο, τον καλό αυτό άνθρωπο, πατέρα των αδελφών Μαλτέζου, των εκπαιδευτικών της πόλεώς μας. Η καταγωγή του παπά ήταν από τα χωριά της Ανατολικής Αργολίδας, από την Πουλακίδα, που μίλαγε και τ’Αρβανίτικα. Αλλά και ο μπαρμπα-Γιάννης Μαλτέζος ήξερε λίγα Αρβανίτικα. Γεροντάκι, λοιπόν, ο παπα-Κιμπουρόπουλος κι’όπως έλεγαν και οι Αρχαίοι πρόγονοί μας (ου γαρ μόνο το γήρας), έτσι κι αυτός ξέχναγε κατά την ώρα της λειτουργίας, αλλά τον βοήθαγε ο μπαραμπα-Γιάννης Μαλτέζος και ξανάρχιζε τη λειτουργία. Εξ’ου και παπα-Λησμόνας, τον έλεγαν τότε. Ακούτε τώρα το διάλογο:
Έβγαινε στην Ωραία Πύλη ο παπάς να λειτουργήσει και ξέχναγε. Ο μπαρμπα-Γιάννης του υπενθύμιζε ας πούμε «του Κυρίου δεηθώμεν». Ο παπάς το ‘πιανε, αλλά τσαντιζότανε, κι έλεγε του Μαλτέζου που ήτανε στο ψαλτήρι «Πάψε Γιάννη» κι ο Μαλτέζος του απαντούσε αρβανίτικα «έκε χαρουάρου» (έχει ξεχάσει) κι ο παπάς τσαντισμένος «ψιο νάνι ντιαλέθ» (πάψε που θα μου πεις πως αλησμονάω διάολε). Ο διάλογος από Ωραία Πύλη και το ψαλτήρι και οι εκκλησιαζόμενοι χριστιανοί τ’άκουγαν όλα και του κόλλησαν το παρατσούκλι παπα-Λησμόνας».
Πάσχα Κυρίου Πάσχα! Κάθε περιγραφή της μεγάλης εορτής τελειώνει με το πασχαλινό αρνί και την ιεροτελεστία της Κυριακής του Πάσχα. Ο Γιώργος Καραμάνος με τη σειρά του έχει διασώσει ένα πλούσιο λαογραφικό υλικό από το Μάνεση και την υπόλοιπη Αργολίδα, είτε με τις φωτογραφίες του, είτε με τα κείμενά του. Στο διήγημά του «Το Πάσχα είναι για όλους» περιγράφει μια δύσκολη οικονομικά περίοδο κατά την οποία τόσο οι χωρικοί όσο και το ταμείο του Αγ.Δημητρίου όπου λειτουργεί ο παπα-Γιάννης, βρίσκονται σε δεινή κατάσταση. Ο παπάς κάλεσε λοιπόν την εκκλησιαστική επιτροπή για να βρούνε τρόπο να βάλουν χρήματα στο ταμείο της εκκλησίας και μετά από συζήτηση βρήκαν ενδιαφέρουσα και πραχτική την ιδέα του παπα-Γιάννη:
«- Θα κάνουμε έρανο.
– Αυτό τόχουμε σκεφτεί κι εμείς αλλά τούτες τις μέρες έχει έξοδα ο κόσμος.
– Μα δε θα τους πάρουμε λεφτά.
– Αλλά;
– Θα τους ζητήσουμε τα τομάρια από τ’αρνιά που θα σφάξουν.
Πραχτική η ιδέα του παπα-Γιάννη ενθουσίασε την επιτροπή. Και τα τρία μέλη της έπιασαν να σταυρώνουν το θέμα με ζωηρό ενδιαφέρον.» (…) Ο Διαμαντής του Πατέτσου ανέλαβε για λογαριασμό της εκκλησίας να σφάξει τα σαράντα τρία αρνιά των οικογενειών του χωριού. Ο Διαμαντής άρχισε γρήγορα και καλά, αλλά η δουλειά άρχιζε να στραβώνει με τα κεράσματα.
«Μπήκε ζαλάδα στο κεφάλι του Διαμαντή και τα χέρια του άρχισαν να τρέμουν.(…) Με την προθυμία να ευχηθεί το «καλοφάγωμα» σε όλους ήπιε ακόμα μερικά «ζεστά» και στα μισά της σφαγής παραδόθηκε. Ανίκανος να συνεχίσει άλλο ακούμπησε σ’ένα απάγκιωμα και τόρριξε στην ψαλμωδία. Ξεχασμένος από κάθε σκοτούρα τούρθανε βολικά τα αναστάσιμα και σήκωσε το Χριστό πριν την ώρα του.
Χριστόόόός Ανέέέέστη εκ νεκρώώώώών,
Θανάάάάτω, θάάάάνατον πατήήήήήσας…
ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ – ΚΑΛΟ ΠΑΣΧΑ
(Γιώργος Κόνδης)