Αρχείο

Έχει παγίδα για τους δανειολήπτες η επιδότηση;

Με μιά …περίεργη διάταξη που περιλαμβάνεται στο νομοσχέδιο με το πρόγραμμα επιδότησης δανείων με εμπράγματες εξασφαλίσεις στην κύρια κατοικία και οι δανειολήπτες υποχρεούνται για διάστημα 6-18 μηνών, μετά τη λήξη της 9μηνης συνεισφοράς του δημοσίου, να είναι συνεπείς στις δανειακές υποχρεώσεις τους. Αν κάποιοι δεν είναι, κηρύσσονται αναδρομικά έκπτωτοι του προγράμματος και το δημόσιο απαιτεί να του επιστραφεί (και με τόκο 2%) το σύνολο του ποσού της επιδότηση, έχοντας το δικαίωμα να φθάσει μέχρι και σε αναγκαστικά μέτρα είσπραξης (κατασχέσεις κινητών και ακινήτων κλπ). 

Όπως αποκαλύπτει το ρεπορτάζ του Δ. Κυριακόπουλου στο Σοφοκλέουςin είναι απολύτως λογικό το δημόσιο να αξιώνει ο δανειολήπτης να καταβάλλει εμπρόθεσμα το μέρος δόσης δανείου που του αναλογεί κατά το 9μηνο του προγράμματος κρατικής στήριξης, φαίνεται τουλάχιστον παράδοξο να απαιτείται να δεσμευθεί για ένα επιπρόσθετο διάστημα 6-18 μηνών. Και μάλιστα σε μιά πολύ δύσκολη και ρευστή περίοδο, λόγω της κρίσης του κορονοϊού, στην οποία η ανεργία εκτοξεύεται, τα εισοδήματα συρρικνώνονται και η αγορά στενάζει. 

Ασφαλώς, οι μόνες που ωφελούνται από τη διάταξη είναι οι τράπεζες, οι οποίες «δένουν» τους δανειολήπτες, που θα ενταχθούν στο πρόγραμμα επιδότησης στεγαστικών δανείων, για 6-18 μήνες παραπάνω, με τον φόβο να εμπλακούν σε περιπέτειες με το δημόσιο. 

Αναδρομική έκπτωση δανειοληπτών 

Ειδικότερα, στο νομοσχέδιο του Υπουργείο Οικονομικών που κατατέθηκε αργά το βράδυ της Παρασκευής (17/7) στη Βουλή και σχετικά με τις υποχρεώσεις των δανειοληπτών αναφέρονται τα εξής:   

«Καθ’ όλη τη διάρκεια της καταβολής της συνεισφοράς του Δημοσίου, ο οφειλέτης πρέπει να καταβάλλει εμπρόθεσμα το ποσό της οφειλής που βαρύνει τον ίδιο και να παρέχει πρόσβαση στα στοιχεία από τα οποία αποδεικνύεται η επιλεξιμότητά του, καθώς και σε κάθε πληροφορία που θα του ζητηθεί, έτσι ώστε να είναι δυνατός και ο εκ των υστέρων έλεγχος των στοιχείων της αίτησής του από το Δημόσιο.

Το ποσό των εκατόν πενήντα (150) ευρώ, ως όριο για την εμπρόθεσμη και προσήκουσα καταβολή, τίθεται, προκειμένου να μην κινδυνεύσουν οι οφειλέτες με απώλεια της συνεισφοράς του Δημοσίου, σε περίπτωση καθυστέρησης καταβολής μικροποσών.

Προς αποτροπή της κατάχρησης της συνεισφοράς του Δημοσίου από στρατηγικούς κακοπληρωτές, προβλέπεται ρητά, ότι και μετά την ολοκλήρωση της καταβολής της συνεισφοράς του Δημοσίου, ο οφειλέτης θα πρέπει να καταβάλλει προσηκόντως τις δόσεις της οφειλής του, κατά το χρόνο που είναι καταβλητέες, καθ’ όλη τη διάρκεια παρακολούθησης μετά τη λήξη της επιδότησης. Το χρονικό διάστημα παρακολούθησης κυμαίνεται από έξι (6) έως δεκαοκτώ (18) μήνες, ανάλογα με την κατηγορία του υπαγόμενου στη ρύθμιση δανείου.

Έτσι, για τα εξυπηρετούμενα δάνεια, ή αυτά που παρουσιάζουν καθυστέρηση μικρότερη των ενενήντα (90) ημερών την 29η.2.2020, η διάρκεια παρακολούθησης είναι έξι (6) μήνες, για τα δάνεια που παρουσιάζουν καθυστέρηση για διάστημα άνω των ενενήντα (90) ημερών την 29η.2.2020, η διάρκεια παρακολούθησης είναι δώδεκα (12) μήνες και για τα καταγγελμένα δάνεια είναι δεκαοκτώ (18) μήνες.

Προς διασφάλιση της συνέπειας του οφειλέτη στην τήρηση των υποχρεώσεών του, προς αποτροπή καταστρατήγησης της ρύθμισης και προς διασφάλιση των συμφερόντων του Δημοσίου, προβλέπεται ρητά, ότι σε περίπτωση μη τήρησης των υποχρεώσεων του παρόντος άρθρου, ο οφειλέτης εκπίπτει από τη συνεισφορά του Δημοσίου, αυτή διακόπτεται για το μέλλον και ποσά που έχουν καταβληθεί, αναζητούνται. Ειδικά δε, για την περίπτωση που ο οφειλέτης υπάρξει ασυνεπής κατά την περίοδο παρακολούθησης μετά το πέρας της συνεισφοράς του Δημοσίου, ορίζεται ότι η έκπτωση επέρχεται αναδρομικά και το ποσό της συνεισφοράς αναζητείται στο σύνολό του».

Τα αναγκαστικά μέτρα είσπραξης- Τόκος 2% 

Επίσης η παρ. 1 του άρθρου 81 τυποποιεί το δικαίωμα του Δημοσίου να αναζητά από τον οφειλέτη την επιστροφή της καταβληθείσας συνεισφοράς, αν ο οφειλέτης εκπέσει από το δικαίωμά του σε περίπτωση υπερημερίας ή ασυνέπειας. 

Συγκεκριμένα αναφέρονται μεταξύ άλλων τα εξής:

«Τα καταβληθέντα ποσά συνεισφοράς αναζητούνται από τον οφειλέτη, του καταλογίζονται και επιστρέφονται εντόκως με επιτόκιο 2%. Στην περίπτωση που αποδειχθεί με δημόσια έγγραφα, ότι η αίτηση υπαγωγής είναι ψευδής και η ανακρίβεια επιδρά στην επιλεξιμότητα του αιτούντος, τα καταβληθέντα ποσά επιστρέφονται εντόκως με επιτόκιο πέντε τοις εκατό (5%) από το χρόνο καταβολής τους. 

Για την ανάκτηση των ποσών εφαρμόζονται όσα προβλέπονται στις παρ. 1, 2, 3, 4, 5 και 6 του άρθρου 45 του ν του ν. 4520/2018 (Α’ 30). Σε περίπτωση μη οικειοθελούς επιστροφής τους, τα ποσά αυτά αναζητούνται σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. δ. 356/1974 (Α’ 90)» (σ.σ. Κώδικας Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων στον οποίο περιλαμβάνονται και τα αναγκαστικά μέτρα).