Ζευγολατιό: Ζωντάνεψε ο θρύλος της Νεράιδας της Βρύσης
Μια σπουδαία ανακάλυψη, ενός υπόγειου, πλούσια διακοσμημένου σπηλαίου, ήρθε στο φως στο Ζευγολατιό Κορινθίας. Το σπήλαιο, που θεωρείται η κατοικία της Νεράιδας της Βρύσης, το έζωναν θρύλοι και δοξασίες, χωρίς να το έχουν δει και η ανακάλυψή του τους επιβεβαίωσε.
Δίπλα στην κεντρική βρύση του χωριού, όπου για εκατοντάδες χρόνια υδρευόταν ο οικισμός, υπάρχει το μικρό στόμιο που μέσω ενός στενού διαδρόμου οδηγεί σε έναν μεγάλο πλούσια διακοσμημένο με σταλακτίτες, θάλαμο.
Στη Βρύση διατηρείται μέχρι και σήμερα ο θρύλος της νεράιδας που πολλοί πιστεύουν ακόμη και τώρα ότι την βλέπουν τις αφέγγαρες νύχτες να λούζει τα μαλλιά της. Μάλιστα, ο θρύλος έχει δώσει το όνομά της Κυράς της Βρύσης στον κοντινό οικισμό του Ζευγολατιού που ονομάζεται “Κυρά-Βρύση”.
Χάρη στις ενέργειες του δημοτικού συμβούλου Θανάση Δημ. Μανάβη και με την υποστήριξη του δήμου και του δημάρχου Βέλου-Βόχας Αννίβα Παπακυριάκου, στο σημείο ήρθαν μετά από πρόσκλησή τους, επιστήμονες του Τμήματος Σπηλαιολογίας του Υπουργείου Πολιτισμού, οι οποίοι εξερεύνησαν για πρώτη φορά επίσημα ως εκπρόσωποι της ελληνικής πολιτείας, το υπόγειο σπήλαιο. Τα αποτελέσματα της έρευνας εξέπληξαν όλους όσοι συμμετείχαν.
Οι εκτιμήσεις των ειδικών, με βάση τα στοιχεία ανάπτυξης των σταλακτιτών μιλούν για ένα σπήλαιο πλέον των 2000 ετών, εντός του οποίου υπάρχουν υπολείμματα πήλινων υδροφόρων αγωγών, τα οποία σύμφωνα με τους ειδικούς χρονολογούνται πριν την Τουρκοκρατία και ενδεχομένως αποτελούν τα απομεινάρια ενός αρχαίου υδρευτικού δικτύου.
Επιπλέον, στην περιοχή έξω από το σπήλαιο, εντοπίστηκαν σημάδια λάξευσης σε βράχους τα οποία σύμφωνα και την αυτοψία που διενήργησε η 25η Εφορεία Αρχαιοτήτων Κορίνθου υποδεικνύουν τη θέση αρχαίας υδατοδεξαμενής, η οποία σε συνδυασμό με το υπόγειο σπήλαιο προφανώς αποτελούσε ένα εμβληματικό έργο ύδρευσης κατά τους αρχαίους χρόνους!
Η Κυρά της Βρύσης και ο θρύλος της Νεράιδας
Καταλαβαίνουμε όλοι πώς η ύπαρξη μιας αρχαίας υδατοδεξαμενής και η διατήρηση έως των ημερών μας της Μεγάλης Βρύσης, συνδέεται άρρηκτα με τις ιστορίες, τη λαογραφία, τους θρύλους και τις δοξασίες της περιοχής.
Οι αντανακλάσεις της αρχαίας ζωής, του αρχαίου πλούτου και των τεχνικών έργων σε πολλές περιπτώσεις έχουν διατηρηθεί ως θρύλοι της νεώτερης ιστορίας και εντοπίζονται στη λαογραφική παράδοση κάθε τόπου. Έτσι και στην περίπτωση μας, όλοι στην περιοχή του Ζευγολατιού γνώριζαν την «Κυρά», τη νεράιδα, που φύλαγε τη Βρύση.
Η σημαντικότερη λαογραφική αναφορά, στο θρύλο, διασώζεται σε δημοσίευμα της εφημερίδας «ΣΚΡΙΠ» το 1912, που περιγράφει λεπτομερώς την ιστορία του Κωνσταντή του γιου του γερο-Γκέκου που κατάφερε και παντρεύτηκε τη νεράιδα, αλλά την έχασε σε μια στιγμή έξαψης και κεφιού!
Ο Κωνσταντής και η νεράιδα της Βρύσης
Ο Κωνσταντής, από το Ζευγολατιό Κορινθίας, μάς λέει η διήγηση που διασώζεται στο δημοσίευμα που προαναφέραμε, ήταν γιος του γέρο-Γκέκου, ένας νέος ωραίος, μελαχρινός, άγαμος ακόμη, φιλόπονος γεωργός που καλλιεργούσε σταφίδα έξω από το χωριό.
Μια νύχτα πήγαινε κατά τα συνήθη της εποχής, να ποτίσει τα αμπέλια του με τους εργάτες. Αυτός προπορευόταν πολύ των εργατών του, καθότι έφιππος. Η νύχτα είχε προχωρήσει πολύ και το μονοπάτι διακρινόταν μόνο από το φως των αστεριών. Πλήρης ερημιά.
Ανέβηκε το μονοπάτι με το άλογό του ο Κωνσταντής, στο δασώδες βουναλάκι, όπου υπήρχε μια μεγάλη συκιά και από κάτω της μια σπηλιά από την οποία ανέβλυζε κρύο κρυστάλλινο νερό και σχημάτιζε μια λιμνούλα, στην είσοδο της σπηλιάς κι από κει ένα ρυάκι που οδηγούσε το νερό στον κάμπο.
Ο θρύλος έλεγε ότι η συκιά, η σπηλιά και το νερό ήταν στοιχειωμένα κι όποιος περνούσε από κει ήταν αδύνατον να μην νιώσει, δει ή ακούσει κάτι. Οι “καλοί” χριστιανοί έκαναν γρήγορα το σταυρό τους και προσπερνούσαν ατάραχοι. Όμως ο Κωνσταντής είχε ανήσυχο πνεύμα και την αμαρτία της ομορφιάς, όπως λέει η ιστορία.
Διαβαίνοντας λοιπόν στο πλάι της συκιάς, μέσα στη νύχτα και το σκοτάδι, ξάφνου μπροστά του γίνεται μια λάμψη απόκοσμη, φωτοβολούν τα νερά της λιμνούλας και μέσα από το φως αναδύεται μια γυναίκα πεντάμορφη, με κάτασπρα φορέματα κι ένα κόκκινο μαντήλι στο κεφάλι. Η νεράιδα δίνει ένα σάλτο και καβαλικεύει πάνω στον αυχένα του αλόγου, που συνέχιζε το δρόμο του σα να μην τρέχει τίποτα.
Ο Κωνσταντής που κατάλαβε ότι η γυναίκα ήταν η Νεράιδα της Βρύσης, γνωρίζοντας από τις διδαχές των παλαιοτέρων πώς να αντιμετωπίσει μια τέτοια κατάσταση, δε μίλησε, δεν άνοιξε το στόμα του και δεν φοβήθηκε. Είχε λέει η ιστορία μας κι ένα μαυρομάνικο μαχαίρι στο σελάχι του και γι’ αυτό η Νεράιδα δεν τολμούσε να τον αγγίξει.
Το κοιτούσε όμως. Άυλη και αιθέρια, τον κοιτούσε με ένα προκλητικό χαμόγελο, ένα περιπαθές βλέμμα, χωρίς όμως να του μιλάει ούτε αυτή. Μια λευκή λάμψη έβγαινε από πάνω της, κι ο Κωνσταντής την περιεργαζόταν αμίλητος.
Ξαφνικά τα δροσερά, τα κοραλλένια, τα μελιστάλαχτα χείλη της νεράιδας άνοιξαν και ακούστηκε η μαγική φωνή της: «Εμένα με λένε Ασπασία, είμαι Νεράιδα, σ’ αγαπώ και θα σε πάρω». Ο Κωνσταντής αμίλητος. Η Ασπασία έσκυψε πιο κοντά στο πρόσωπό του, με βαθύ βλέμμα και προκλητικό χαμόγελο. «Τι ωραίος που είσαι Κωνσταντή», του είπε. «Κι εγώ δεν είμαι ωραία; Κοίταξε τα κάλλη μου… Είναι στον κόσμο άλλη κόρη ομορφότερη από μένα;», τον ρώτησε.
Αμίλητος ο Κωνσταντής αλλά όσο περνούσε η ώρα τόσο έπεφτε στα δίχτυα της γοητείας της νεράιδας. Ο νους του ζαλιζόταν, τα μάτια του θάμπωναν από τα φιλήδονα χείλη της Ασπασίας, η καρδιά χτυπούσε δυνατά και μια τρελή επιθυμία να ανοίξει την αγκαλιά του και να σφίξει μέσα σ’ αυτήν το αιθέριο πλάσμα τον διέτρεχε. Όμως ήξερε καλά ότι αν παραδινόταν στη νεράιδα την άλλη μέρα θα ήταν νεκρός. Και αυτή η γνώση κρατούσε τα πάθη του και τα χαλιναγωγούσε.
Άξαφνα μέσα στη μάχη που έδινε για να μην παρασυρθεί από τη γοητεία του εξωτικού πλάσματος, θυμήθηκε ότι ο θρύλος έλεγε ότι αν αρπάξει το μαντήλι της Νεράιδας, θα την εξανθρωπίσει και θα μπορεί να την κάνει γυναίκα του, αιώνια αφοσιωμένη σ’ αυτόν.
Κάπως έτσι, ενώ η αιθέρια νύμφη ήταν σκυμμένη πάνω του βάζοντας όλη την τέχνη της στην αποπλάνηση του νέου, ο Κωνσταντής τινάχτηκε σαν αστραπή κι άρπαξε το μαντήλι από τα μαλλιά της. Η λάμψη της νεράιδας χάθηκε, το ξόρκι του στοιχειού της Βρύσης λύθηκε και πλέον στην αγκαλιά του Κωνσταντή ήταν μια γυναίκα πανέμορφη, ανθρώπινη και ακίνδυνη, η Ασπασία.
Ο Κωνσταντής και η Ασπασία παντρεύτηκαν και το γλέντι του γάμου της έμεινε αξέχαστο στο Ζευγολατιό, αλλά όχι περισσότερο από ό,τι η ίδια η νύφη, μια πανέμορφη κοπέλα, άγνωστη όμως, χωρίς οικογένεια, χωρίς συγγενείς και φίλους. Ωστόσο, ο Κωνσταντής κρατούσε το μυστικό καλά σφαλισμένο, κανείς δεν έμαθε ότι η Ασπασία ήταν Νεράιδα της Βρύσης.
Μια μέρα όμως, μια Κυριακή, περίπου ένα χρόνο μετά το γάμο του Κωνσταντή και Ασπασίας, ένας άλλος γάμος γινόταν στο Ζευγολατιό. Πάνω στο γλέντι η Νεράιδα άρχισε να τραγουδά και όλοι έμειναν άφωνοι με την αγγελική φωνή της. Συνεπαρμένος από την ομορφιά και τη χάρη της γυναίκας του ο Κωνσταντής χόρευε μεθυσμένος από περηφάνεια και ευτυχία πρώτα, μα και από μπόλικο κρασί στη συνέχεια.
Πάνω στη μαγεία του τραγουδιού παραζαλισμένος από τη μέθη ο Κωνσταντής τραβά από τον κόρφο του το κόκκινο μαντήλι της Νεράιδας για να σύρει το χορό. Μα η Ασπασία, γρήγορη σαν αστραπή, το αρπάζει από το χέρι του, το φορά και γίνεται και πάλι η αιθέρια Κυρά της Βρύσης, πηδάει ψηλά στον ουρανό και γίνεται άφαντη.
Ο Κωνσταντής καταβεβλημένος, καταρρακωμένος και σιωπηλός έζησε ως χήρος την υπόλοιπη ζωή του, χωρίς να ξαναδεί ποτέ την Ασπασία, τη νεράιδα του.
Σύμφωνα, όμως με τους τοπικούς θρύλους ακόμη και σήμερα η Νεράιδα της Βρύσης, η Κυρά της Βρύσης που χάρισε το όνομά της στον οικισμό νότια του Ζευγολατιού, ζει και υπάρχει κι ανασαίνει στις βαθιές ανασαιμιές του νερού που κυλάει κάτω από το βράχο. Ίσως μάλιστα, στο αστραφτερό από τις δροσοσταλίδες και τους σταλακτίτες, υπόγειο σπήλαιο να χτενίζει τα μαλλιά της τις αφέγγαρες νύχτες. Κι ίσως κάποτε – κάποτε να σκέφτεται κι εκείνη τον Κωνσταντή που άφησε για πάντα στη θνητή του υπόσταση, χαμένο κι αδικημένο από τα πάθη του!
Έρευνα-Κείμενα-Επιμέλεια: Γιώτα Χρ. Αθανασούλη