Ο Νίκος Γκάτσος, ο μεγάλος Έλληνας ποιητής και στιχουργός γεννήθηκε σαν σήμερα, στις 8 Δεκεμβρίου 1911 στην Ασέα Αρκαδίας από αγρότες γονείς: Τον Γεώργιο Γκάτσο και τη Βασιλική Βασιλοπούλου.
Σε ηλικία μόλις πέντε ετών, έχασε τον πατέρα του, που πέθανε πάνω στο πλοίο που τον μετέφερε μετανάστη στην Αμερική. Ο Νίκος μεγάλωσε στην Ασέα όπου τελείωσε το Δημοτικό και κατόπιν το Γυμνάσιο στην Τρίπολη, όπου γνωρίστηκε με την λογοτεχνία, των κόσμο των γραμμάτων και των τεχνών.
Το 1930 μετακόμισε στην Αθήνα με τη μάνα του και την αδελφή του και γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή. Είχε ήδη μάθει αγγλικά και γαλλικά με τη μέθοδο της αυτοδιδασκαλίας, είχε μελετήσει ενδελεχώς τον Παλαμά, τον Σολωμό και το δημοτικό τραγούδι και παρακολουθούσε τις νεωτεριστικές τάσεις στην ποίηση της Ευρώπης.
Γνωρίστηκε με τον Ελύτη ένα βράδυ του ’36 ενώ χάζευαν έξω απ’ τα ζαχαροπλαστεία των Χαυτείων. Φανατικοί και οι δυο της μοντέρνας ποίησης και του υπερρεαλισμού, γίνονται αμέσως φίλοι. Οι δυο τους μαζί με τον Σεφέρη, τον Κατσίμπαλη, τον Καραντώνη, τον Σαραντάρη, τον Εμπειρίκο, τον Εγγονόπουλο, τον Αντωνίου, και κάμποσους άλλους νέους, σχηματίζουν μια παρέα, τον πυρήνα της νεώτερης ποίησης, και προωθούν τις απόψεις τους μέσα από το περιοδικό Νέα Γράμματα.
Μαζί με τον Ελύτη μάλιστα ιδρύει το πρώτο φιλολογικό καφενείο της γενιάς τους, το Ηραίον, στην διασταύρωση των οδών Αγίου Μελετίου και Πατησίων. Στις δύο το βράδυ, μας πληροφορεί ο Ελύτης, όταν έκλεινε το καφενείο, ένα πλήθος νέων ξεχύνονταν στους γύρω δρόμους «κι άρχιζαν ατελείωτες συζητήσεις κάτω απ’ τους ευκαλύπτους, συχνά ως τις τρεις και τέσσερις το πρωί», υπό το άγρυπνο και φιλύποπτο βλέμμα των χωροφυλάκων.
Το 1937 η παρέα σκόρπισε, ο Κατσίμπαλης πήγε στο Παρίσι, ο Σεφέρης στην Κορυτσά, ο Ελύτης στη Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών της Κέρκυρας. Ο Γκάτσος μένει στην Αθήνα και μαζί με τον Καραντώνη συνεχίζουν την έκδοση των Νέων Γραμμάτων. Ο πόλεμος και η ναζιστική κατοχή δεν σταμάτησε την πνευματική ζωή. Το 1943 μάλιστα έμελε να είναι μια σημαδιακή χρονιά για τα νεοελληνικά γράμματα. Εκδίδεται το μοναδικό ποίημα που έγραψε ο Νίκος Γκάτσος η Αμοργός και ο Ήλιος ο Πρώτος του Οδυσσέα Ελύτη.
Τότε, το 1943, έρχεται στου Λουμίδη ένας ακόμη νέος, μ’ ένα μάτσο μέτριους στίχους στην τσέπη. Τους διαβάζει στους νέους ποιητές, μα κανένας απ’ την παρέα δεν δείχνει να ενδιαφέρεται. Τότε ο νεαρός αλλάζει σκοπό: Ισχυρίζεται πως είναι μουσικός, συνθέτης μάλιστα, και ότι έχει γράψει μουσικές για την Αμοργό και τις Παραλλαγές σε μία αχτίδα. Είναι ο Μάνος Χατζιδάκις, ο στενότερος φίλος, μαθητής και συνομιλητής του Νίκου Γκάτσου, για τα επόμενα πενήντα χρόνια σχεδόν.
Βλέπονταν καθημερινά, συζητούσαν διαρκώς και συνεργάστηκαν με μοναδική αρμονία. Η αρχή έγινε το ’48 με τον Ματωμένο Γάμο που μετάφρασε ο Γκάτσος και μελοποίησε ο Χατζιδάκις. Το ’49 το Θέατρο Τέχνης ανεβάζει το «Λεωφορείον ο Πόθος», πάλι σε μετάφραση Γκάτσου. Από εκεί είναι και το «Χάρτινο το Φεγγαράκι», που σημάδεψε την αντίληψη των νεοελλήνων περί μουσικής και τραγουδιού. Το 1966 με την περίφημη «Μυθολογία» τους άρχισαν συνειδητά πλέον να σχεδιάζουν τους περίφημους κύκλους τραγουδιών του, ο ένας την μουσική ο άλλος τους στίχους.
Ο Γκάτσος εγκαταλείπει την ποίηση και ουσιαστικά δεν επιχειρεί μετά την Αμοργό να ξαναγράψει ποίημα. Μεταφράζει κάποια θεατρικά έργα και γράφει στίχους. Εκτός του «Ματωμένου Γάμου» και του «Λεωφορείον ο Πόθος», που αναφέραμε, μετέφρασε το «Περιμπλίν» και «Μπελίσα», το «Σπίτι της Μπερνάντα Άλμπα», τον «Θρήνο για τον Ιγνάθιο Σάντσιεθ Μεχίας» και την «Παραλογή του Μισοΰπνου» του Λόρκα. Ακόμη τον «Πατέρα του Στριντμπεργκ», την «Υψηλή Εποπτεία» του Ζενέ, το «Ταξίδι μακριάς ημέρας μέσα στη νύχτα» του Ο” Νιλ, το «Φουέντε Οβεχούνα» του Λόπε ντε Βέγα και κάποια μονόπρακτα του Τ. Ουίλιαμς.
Ο Γκάτσος ήταν όλα αυτά, ποιητής, στιχουργός, μεταφραστής, εραστής, μα πάνω απ όλα ίσως ήταν δάσκαλος. «Την μεγάλη σημασία του την αντλεί από το ότι είναι ένας μεγάλος δάσκαλος που διδάσκει όσους έχουνε την τύχη να του πούνε «καλημέρα», αν και κείνος θελήσει να τους πει «καλημέρα» και να συνεχίσει. Άλλωστε «οι μεγάλοι δάσκαλοι δεν είχαν μια ειδική σχολή όπου διδάσκανε έπρεπε να πετύχουν μαθητές που θα ήθελαν να εκμαιεύσουν από αυτούς την διδασκαλία. Αυτή είναι και η περίπτωση του Γκάτσου», έχει πει ο Μάνος Χατζιδάκις, ένας απ”’ τους ανθρώπους που επανειλημμένα έχουν εκφράσει την ευγνωμοσύνη τους στον δάσκαλο Νίκο Γκάτσο.
Η συνεργασία του με τα μεγαλύτερα ονόματα της ελληνικής μουσικής – τον Μάνο Χατζηδάκι, Μίκη Θεοδωράκη, Σταύρο Ξαρχάκο, Γιάννη Μαρκόπουλο, Μάνο Λοίζο, Γιώργο Χατζηνάσιο, Δήμο Μούτση και άλλους, άλλαξαν για πάντα το ελληνικό τραγούδι. Μερικά από αυτά, πολυαγαπημένα και χιλιοτραγουδισμένα είναι τα εξής: Χάρτινο το φεγγαράκι, Άσπρο περιστέρι, η μπαλάντα του Ούρι, η μικρή Ραλλού, Ηρθε ο καιρός, Αθανασία, Άσπρη μέρα, Μάτια Βουρκωμένα, ο Γιάννης ο φονιάς, Έβαλε ο Θεός σημάδι, Τα’ αστέρι του βοριά, Έλα σε μένα.
Το 1991, ο Γκάτσος, γράφει το τελευταίο του τραγούδι . Έχει το συμβολικό τίτλο «Το ταξίδι» και είναι το τελευταίο του κοινό ταξίδι με τον Μάνο Χατζηδάκη. Στις 12 Μαϊου 1992 έφυγε για το δικό του μεγάλο ταξίδι αφήνοντας συντροφιά μας τα ακριβά στοιχεία της ποίησής του να τα τραγουδάμε ξανά και ξανά και να ονειρευόμαστε!