Πώς ξεριζώθηκε η Πελοποννησιακή κλεφτουριά
Μετά τη συντριβή των Τουρκοαλβανών με τη σημαντική συμβολή των κλεφτών, αυξήθηκε η δύναμή τους, η αποδοχή τους και η στήριξή τους από τους ραγιάδες, παρά το γεγονός ότι δύο από τα ηγετικά τους στελέχη (Κ. Κολοκοτρώνης και Παναγιώταρος) εξοντώθηκαν από τον Καπουδάν πασά.
Κυρίαρχη μορφή στα τέλη του 18ου αι. γίνεται ο Ζαχαριάς από τη Βαρβίτσα του Πάρνωνα, ανακηρύσσεται αρχιστράτηγος του Μοριά και έρχεται σε συνεννόηση με τους Γάλλους με στόχο την οργάνωση κινήματος για την απελευθέρωση της Πελοποννήσου. Στο κίνημα του Λάμπρου Κατσώνη, στις αρχές της τελευταίας δεκαετίας του 18ου αι., το πρωτοπαλίκαρό του Ζαχαριά, Καραχάλλιος φυγαδεύει από την Μάνη τον Γεώργιο Ανδρούτσο (πατέρα του Οδυσσέα) με τα παλικάρια του. Το 1792 ο Καραχάλλιος μαζί με τα 47 παλικάρια του συλλαμβάνονται με μπαμπεσιά και εκτελούνται με απαγχονισμό στην Τριπολιτσά. Οι πιο σημαντικές ομάδες κλεφτών στην Αρκαδία είναι οι Κολοκοτρωναίοι και οι Κολλιόπουλοι στη Γορτυνία, οι Πετμεζέοι στα Καλάβρυτα, ο Μαντάς από τα Βούρβουρα κ.α. Υπάρχουν αρκετές μαρτυρίες για τη δράση των κλεφτών τόσο εναντίον των Οθωμανών όσο και εναντίον των προεστών. Οι τελευταίοι σε πολλές περιπτώσεις αναγκάζονταν να τους βάζουν αρματολούς (κάππους) και μάλιστα με μπουγιουρδί του πασά, όπως αναφέρει στα απομνημονεύματα του ο προεστός της Αρκαδιάς (Κυπαρισσίας) Παπατσώνης. Στα 1802 εκδίδεται φιρμάνι με το οποίο ζητούνται από τους προεστούς Δεληγιάννη της Γορυνίας και Χαραλάμπη των Καλαβρύτων τα κεφάλια του Κολοκοτρώνη και Πετμεζά. Τότε ο Κολοκοτρώνης ήταν κάππος της Καρύταινας και συνόδευσε τον Δεληγιάννη, που τον είχε καλέσει ο πασάς, έως τα τείχη του κάστρου της Τριπολιτσάς, όπως μας πληροφορεί ο Γέρος του Μοριά. Οι προεστοί ζήτησαν μουχλέτι (προθεσμία), διότι οι κλέφτες χαρακτηρίζονταν ως άγριοι άνθρωποι. Συνέχιζε δε «ότι ορκώνει ο Δεληγιάννης δύο προεστούς να με σκοτώσουν, ήταν δύσκολο πράγμα, γιατί ήμουν πολύ προφυλακτικός.»
Στις 20 Ιουλίου 1804 δολοφονείται ο Ζαχαριάς, που ήταν αρχηγός και η βάση φύλαξης των κλεφτών, όπως αναφέρει ο προεστός του Άγιου Πέτρου Αναγνώστης Κοντάκης. Τον ίδιο καιρό η Οθωμανική εξουσία στέλνει στρατιωτική δύναμη στα Σουδενά, όπου βαριά ασθενής ήταν ο Θανάσης Πετμεζάς. Τον πολιόρκησαν και τον εφόνευσαν. Πιθανόν ως πράξη αντεκδίκησης, όπως ισχυρίζεται ο Κοντάκης, οι Κολοκοτρωναίοι συνέλαβαν στα Σαπολίβαδα (κάμπο Μαρμαριάς) τον πρώτοσύγκελο Άνθιμο Ανδριανόπουλο από τους Γαργαλιάνους, μέλος του Πελοποννησιακού Συμβουλίου (Μοραγιάν βιλαετλής) που κατευθυνόταν στην Τριπολιτσά με συνοδεία 5 Τούρκων και 7 Ελλήνων. Οι κλέφτες τον κράτησαν όμηρο 40 ημέρες και όπως αναφέρει ο Άγγλος περιηγητής Gell, που φιλοξενήθηκε στο σπίτι του πρωτοσύγκελλου, τον απελευθέρωσαν αφού έλαβαν σεβαστή εξαγορά.
Το γεγονός αυτό αξιοποίησαν προεστοί, κληρικοί και Οθωμανοί και στέλνουν αναφορά στις πολιτικές και εκκλησιαστικές αρχές της Κωνσταντινούπολης για την εξόντωση των κλεφτών.
Το Νοέμβριο του 1805 ο πασάς της Τριπολιτσάς Οσμάν καλεί το Πελοποννησιακό Συμβούλιο. Τα μέλη έλαβαν γνώση των δύο εγγράφων, φιρμανίου του Σουλτάνου και συνοδευτικού αφοριστικού του Πατριάρχη, για κοινή δράση εναντίον των κλεφτών. Μάλιστα ζητήθηκε να κρατηθεί μυστικό το σχέδιο και το πότε θα ξεκινήσει η επιχείρηση. Παρότι δεν έχει διασωθεί το αφοριστικό, σώζεται επιστολή του Πατριάρχη Καλλινίκου του Ε’ με ημερομηνία 25η Οκτωβρίου 1805 προς τον αρχιεπίσκοπο Δημητσάνης Φιλόθεο, που απευθύνεται στους αρχιερείς, προεστούς και δημογέροντες. Αυτή κινείται στα πλαίσια της «πατρικής διδασκαλίας», που είχε εκτυπωθεί στο πατριαρχικό τυπογραφείο και διακινηθεί από αυτό λίγα χρόνια νωρίτερα. Χαρακτηριστική είναι η αρχή της επιστολής «Το δοβλέτι φροντίζει δια την κοινήν ησυχίαν των ραγιάδων και τον τέλειον αφανισμόν των κακοποιών.. Ο Μορέας φυλάττεται σίγουρα από κάθε κακοποιόν, διαθέτει μπελουκμπασήδες και καπομπασήδες, παρουσίασε όμως αταξία και εξήψε τον θυμόν του Σουλτάνου, πριν δε εκδηλώθη η σκληρότης του εξοδόθη φιρμάνιον με ρητάς εντολάς… α. όπου εμφανίζονται κλέφται οι κοτζαμπάσηδες του καζά να τους πιάνουν και να τους στέλνουν στο Μόρα βαλή πασά εφένδη…β. οι κοτζαμπάσηδες κάθε καζά να βάλουν όλους τους ραγιάδες εγγυητάς τον ένα του άλλου, αυτοί δε να δώσουν ιδιόχειρους βεβαιώσεις επικυρωμένες από τον ιερό μεχκεμέ (δικαστήριον) Τριπολιτσάς. γ. Εις οποιανδήποτε επαρχία ήθελε φανή κλέπτης ή κακοποιός ο εκεί μητροπολίτης θα εκδιώκεται και δεν θα ημπορεί να λάβη ποτέ άλλην επαρχίαν. δ. εις περίπτωσίν που οι ραγιάδες θα εφόνευον κανέναν άπταιστον, χρέος έχουν οι κοτζαμπάσηδες πρώτοι να συλλάβουν τον φονέα, να τον παραδώσουν εις τον βοεβόδα ή τους αγιάνηδες και εκείθεν να σταλή προς τον πασάν…»
Μετά από αυτά κινητοποιήθηκε η τουρκική εξουσία, οι προεστοί και ο κλήρος και αναγκάστηκε ο λαός να συμπράξει. Να πώς λιτά αναφέρει ο Θ. Κολοκοτρώνης την κατάσταση.. «Τότε κάμνει ένα φιρμάνι ο σουλτάνος να σκοτώσουν τους κλέφτες. Αφοριστικό έρχεται του Πατριαρχου, δια να σηκωθή όλος ο λαός και έτσι εκινήθηκεν όλη η Πελοπόννησος Τούρκοι και Ρωμιοί κατά των Κολοκοτρωναίων..»
Ο πασάς συγκρότησε στρατιωτικό σώμα μισθοφόρων με επικεφαλής τον Κεχαγιάμπέη (αναπληρωτή του πασά), που εγκαταστάθηκε στο Σινάνου (σημερινή Μεγαλόπολη), νευραλγικό σημείο διακίνησης των κλεφτών μεταξύ Γορτυνίας, Τριφυλίας και Μάνης. Κατάρτισαν κατάλογο των υπόπτων προσώπων, των συνεργατών κλεφτών και ανέθεσε τη συγκρότηση επαρχιακών σωμάτων στους βοεβόδες των επαρχιών. Στις εκκλησίες διαβάστηκε το φιρμάνι και το επίτιμον και έτσι ο λαός τρομοκρατήθηκε. Οι κλέφτες από τόπο σε τόπο έδιδαν μάχες και φονεύονταν. Τα κεφάλια των σκοτωμένων στέλνονταν στην Τριπολιτσά και στην Κωνσταντινούπολη, όπως μας πληροφορεί και ο Άγγλος περιηγητής Ληκ ( Leake) που βρισκόταν εκείνο τον καιρό στην Τριπολιτσά.
Αρχίζουν οι απέλπιδες μετακινήσεις των κλεφτών, συμπλοκές προδοσίες και σκοτωμοί αθώων. Μας εξιστορεί ο Κολοκοτρώνης «…επήγαμε εις την Βλαχοκερασιάν και την εχαλάσαμεν, ως ιδιοκτησία του Χασεκή όπου έκαψε τα σπίτια μας… Άλλη μια φορά εφάνηκαν εις τον Μαρμαριά (Βρουστοχώρια). Ήλθαν μας επλάκωσαν από όλες τις κοντινές επαρχίες όλοι οι Τούρκοι μας έκλεισαν εις ένα βουνό, επολεμήσαμεν όλην την ημέραν και το βράδυ εφύγαμεν… Εστείλαμε εις τα Βέρβενα να μας στείλει ψωμί και ζωοτροφές και αυτοί μας αποκρίθηκαν: Έχουμε βόλια και μπαρούτι. Και επήγαμε και τους εχαλάσαμε…Τη νύκτα επήγαμε στο Ανεμοδούρι δια ψωμί, ευρήκαμε μόνος τες γυναίκες, και οι άντρες ήτανε εις το διάσελο και εφύλαγαν με τους Τούρκους… Επήραμε την δημοσιάν της Τριπολιτσας και επήγαμε στο Βαλτέτσι από πάνω να λημεριάσουμε. Οι γυναίκες του χωριού μάς εγνώρισαν και ευθύς έδωκαν παντού την είδησιν οτι: ‘’εδώθε πάγει ο Κολοκοτρώνης’’… ‘’εσώσαμε τα φουσέκια, το ψωμί ολίγο. Το βράδυ τούς είπα ότι δεν ημπορούσαμε να ζήσουμε όλοι μαζί, αλλά να διαμοιρασθούμε και έτσι εχωρισθήκαμε λέγοντες ο ένας εις τον άλλον…֞καλή αντάμωση εις τον κόσμο τον άλλον’’..»
Τα μικρά μπουλούκια και οι μοναχικοί κλέφτες έγιναν εύκολος στόχος των διωχτών τους. Δεν είναι λίγοι επώνυμοι και ανώνυμοι που χάθηκαν σε αυτό τον χαλασμό. Ελάχιστοι βρήκαν διέξοδο στα Επτάνησα, που τότε κατείχαν οι Ρώσοι.
Στα απομνημονεύματά τους οι προεστοί Κ. Δεληγιάννης και Π. Παπατσώνης ισχυρίζονται ότι βλέποντας τον χαλασμόν οι κυριότεροι πρόκριτοι κατέβαλαν πολλές προσπάθειες να τους φυγαδεύσουν το συντομότερο στην Ζάκυνθο. Το γεγονός αυτό, σύμφωνα με τον Τ. Γριτσόπουλο δεν αποκλείεται, για το λόγο ότι ήθελαν σε συντομότερο χρόνο να τερματισθούν οι επιχειρήσεις και να απαλλαγούν από τις ευθύνες. Αντίθετα, ο Κολοκοτρώνης αναφέρει «Αφού έμαθεν ο πασάς, ότι εγώ ζώ ακόμη και είμαι εις την Μάνη έστειλε τον Παπάζογλου από τον Άγιο Πέτρο με πενήντα χιλιάδες γρόσια εις τον μπέη της Μάνης.» (πρόκειται για τον προεστό από τον Αγιάννη της Κυνουρίας Πάνο Σαρήγιαννη ή Παπάζογλου). Βέβαια, μέσα σε αυτές τις δύσκολες συνθήκες, υπήρχαν και πατριώτες που δεν λογάριαζαν το χρήμα και τους κινδύνους και έσωσαν τον Θ. Κολοκοτρώνη.
Με αυτό τον τρόπο ξεριζώθηκε η πελοποννησιακή κλεφτουριά και αυτοί που διασώθηκαν, βρήκαν πόρο ζωής στα μισθοφορικά κλέφτικα σώματα της Επτανήσου, αποκτώντας στρατιωτική εμπειρία που αποδείχτηκε πολύτιμη για την Επανάσταση. Οι κοτζαμπάσηδες, όπως αξιολογεί ο Μ. Σακελλαρίου στο βιβλίο του η Πελοπόννησος στην δεύτερη Τουρκοκρατία, «εκ της ασθενικής κατάστασης που βρέθηκαν μετά την εξέγερσίν του 1770 ανάρρωσαν και επέτυχαν την κατάκτηση της μεγαλύτερης οικονομικής και πολιτικής δύναμης την οποίαν είχαν οι Έλληνες υπό τουρκικό ζυγό. Τούτο δε βοήθησε αντικειμενικά στην προετοιμασία και έκρηξη της Επανάστασης.»