Μια ζωή στις γρίλιες
Η απέναντι όχθη του Βασίλη Καπετάνιου
Ο Λιάκος καθισμένος ανάποδα στην ψάθινη καρέκλα περίμενε την γυναίκα του να φέρει το απογευματινό καφεδάκι του. Η θέση του εδώ και δεκαετίες η ίδια, σταθερά πίσω από τις γρίλιες της μεγάλης μπαλκονόπορτας. Υπήρχε μεγάλο μπαλκόνι μπροστά στο δρόμο αλλά δεν έβγαινε ποτέ. Γιατί θα ήταν αναγκασμένος να καλησπερίζει τον κάθε περαστικό γείτονα. Ήταν τόσο τσιγκούνης που δεν ξόδευε ούτε το σάλιο του για τους άλλους.
Πίσω από τις γρίλιες ικανοποιούσε το κρυφό του πάθος να παρακολουθεί ταμπουρωμένος στην σιγουριά του πλούσιου σπιτιού του τις ζωές των άλλων. Δουλευταράς έντιμος αλλά παθιασμένος με την συσσώρευση πλούτου.
Τριάντα χρόνια ζούσε σε εκείνη την γειτονιά αλλά στο καφενείο που ήταν λίγα μέτρα παρά κάτω δεν πήγε ποτέ ως πελάτης. Περνούσε την πόρτα του καφενείου μόνο όσες φορές πρόσφεραν καφέ εκεί για μνημόσυνο γείτονες που πενθούσαν. Και στην εκκλησία μόνο σε μνημόσυνα και σε κηδείες πήγαινε. Οι γείτονες δεν είχαν ούτε θετική ούτε αρνητική γνώμη για αυτόν. Ήταν ένας γείτονας που δεν ενόχλησε ποτέ κανέναν και για τίποτα. Οι γείτονες ούτε τον συμπαθούσαν ούτε τον αντιπαθούσαν, στην γραμμή των αριθμών είχε θρονιάσει πάνω στο ουδέτερο μηδέν. Από το κενό του μηδενός, από το κενό των γριλιών του μεγάλου παραθυριού παρακολουθούσε τις ζωές των άλλων έχοντας βάλει την ζωή του σε τέλεια αδράνεια σχέσεων με μηδενικό κόστος ενέργειας.
Μόνο σε μια περίπτωση πήγαινε στα σπίτια των γειτόνων, όταν πέθαινε κάποιος, εμφανιζόταν σαν από μηχανής θεός. Καθόταν όλο το βράδυ, βοηθούσε σαν κοντινός συγγενής όπου χρειάζονταν, έφτιαχνε καφέδες μέχρι το πρωί. Αυτό του πρόσθετε κάποιες πινελιές συμπάθειας, τουλάχιστον από την οικογένεια του νεκρού, αλλά μετά την νεκρώσιμη ακολουθία εξαφανίζονταν πάλι πίσω από τις γρίλιες του. Κανείς εκτός από την γυναίκα του δεν ήξερε ότι μέσα από αυτή την φιλάνθρωπη προσφορά κρύβονταν η βαθύτερη του επιθυμία να μάθει όσες πληροφορίες του έλειπαν από την ζωή του γείτονα. Σαν καλός παθητικός παρατηρητής της ζωής ήξερε ότι μπορούσες να μάθεις πολλά για τους ανθρώπους σε στιγμές έντονης χαράς ή έντονης λύπης. Οι ψυχαναλυτές θα μπορούσαν να τον κατατάξουν άμεσα στην κατηγορία των ανθρώπων που διακατέχονται από την αρχή του θανάτου. Ένας άνθρωπος που αποφεύγει συστηματικά την αβεβαιότητας της χαράς, της ζωής για να μην πάρει το ρίσκο του πόνου της αποτυχίας. Μέσα σε ένα φαύλο κύκλο ψυχαναγκασμών εγκλώβισε την ζωή του.
Από τις γρίλιες του παραθυριού, πρόσεξε το νεαρό ζευγάρι να ανεβαίνει τον ανηφορικό δρόμο. Ήταν σχετικά νέοι και αθόρυβοι γείτονες δεν ήξερε και πολλά πράγματα για αυτούς. Έμεναν δύο σπίτια μετά το δικό του στο τέλος της ανηφοριάς. Το έμπειρο μάτι του παρατηρητή πρόσεξε ότι η γυναίκα δεν κρατούσε το μπράτσο του άντρα της με την συνηθισμένη τρυφεράδα. Κυριολεκτικά υποβασταζόταν από αυτόν.
-Να δεις που η γειτόνισσα δεν είναι καλά. (Είπε στην γυναίκα του ενώ του σέρβιρε τον καφέ του.)
Είχε εγκλωβίσει και αυτήν στον φαύλο κύκλο του μηδενικού κόστους σχέσεων. Χρόνια υπέμενε τις ιδιοτροπίες του, τώρα τελευταία είχε αρχίσει να του αντιμιλάει, αλλά άργησε. Σε αυτό την βοήθησε ότι τα τελευταία χρόνια ανακάλυψε την ανάγνωση. Από την δανειστική βιβλιοθήκη της ενορίας βέβαια, γιατί ο Λιάκος δεν υπήρχε περίπτωση να δεχτεί να δαπανήσουν λεφτά για βιβλία και άλλα τέτοια άχρηστα!!!
-Το νου σου όλο στο κακό το βάζεις. Μπορεί να είναι και έγκυος το κορίτσι. Να δει μια χαρά το σπίτι τους.
Άνοιξε το βιβλίο της αλλά το βλέμμα της πλανήθηκε στο άδειο από ζωή σπίτι. Παιδιά δεν έκαναν γιατί κόστιζαν και ποτέ δεν ξέρεις που μπορεί να καταλήξει η περιπέτεια με ένα παιδί, ακόμα και δικό σου σύμφωνα με την θεωρία του Λιάκου. Μια φορά που έμεινε έγκυος, ο Λιάκος ανάγκασε τον γιατρό να πείσει την γυναίκα του για διακοπή της κύησης.
-Σιγά μην είναι έγκυος η γειτόνισσα, στο πρόσωπο της είδα πόνο και φόβο.
Και δεν έπεσε έξω το μακάβριο έμπειρο μάτι του. Σε μια εβδομάδα η κοπέλα πέθανε. Για αυτούς τους γείτονες δεν ήξερε πολλά πράγματα, του έλειπαν πολλά κομμάτια από το πάζλ της παρατήρησης. Το βράδυ πριν την κηδεία ήταν η ευκαιρία του. Σαν στενός συγγενής κάθισε όλο το βράδυ. Ο Τάκης ο σύζυγος της άτυχης γυναίκας τον ευχαρίστησε μέσα στην θολούρα του μυαλού του, γιατί είχε χάσει ελαφρώς την επαφή με το περιβάλλον. Ο Λιάκος μας, ικανοποίησε για άλλη μια φορά το πάθος, πήρε αθόρυβα τις πληροφορίες που ήθελε. Το ζευγάρι συζούσε εδώ και χρόνια, όταν η κοπέλα έμεινε έγκυος σε κάποια τυχαία εξέταση ανακάλυψαν ότι το σώμα της φιλοξενούσε την ζωή και τον θάνατο. Τελικά νίκησε ο καρκίνος. Ο Λιάκος ήταν παρόν μέχρι που το λευκό φέρετρο κατέβαινε την τρύπα του τέλους. Μετά το καφεδάκι της παρηγοριάς στο καφενείο της γειτονιάς , εξαφανίστηκε στο παρατηρητήριο του, μια ζωή πίσω από τις γρίλιες.
Για μέρες παρατηρούσε τον γείτονα του γύρω στις έξι και μισή να φεύγει με ένα μάτσο λουλούδια να πηγαίνει προς το κοντινό νεκροταφείο.
-Λουλούδια και κουταμάρες, τζάμπα έξοδα, μήπως τα βλέπει η μακαρίτισσα;
-Το κάνει γιατί έτσι νοιώθει την αγάπη ο ίδιος ( του είπε η γυναίκα του ) .
-Τζάμπα πράγμα σου λέω, αγάπες και λουλούδια να η κατάληξη.
-Ξέρεις τι γράφει το βιβλίο που διαβάζω; «Το να αγαπάς κάποιο άνθρωπο τον κάνει ένδοξο και αυτή είναι η μοναδική δόξα που θα γνωρίσει σε όλη του την ζωή» Γιώργος Χειμωνάς.
-Λόγια των γραφιάδων, (και συνέχισε να έχει τα μάτια του πίσω από το ασφαλές παρατηρητήριο).
Τρείς μέρες μετά από αυτή την κουβέντα, λίγο πριν χαράξει η νέα μέρα ξύπνησε την γυναίκα του με τις φωνές του.
-Έλα να δεις τον αγαπητικό σου!!! Τέλειωσαν οι αγάπες και τα λουλούδια και δεν του φαινόταν για ανωμαλιάρης. Έλα να δεις σου λέω.
-Τι έπαθες χριστιανέ μου νύχτα είναι ακόμα.
-Έλα να δεις σου λέω, ούτε τα νιάμερα δεν έγιναν ακόμα και άλλη μπάζει στο σπίτι του. Δυο μαυριδεροί κουβαλάνε την χανούμισσα του πασά …τυλιγμένη μέσα σε νάιλον. Ανωμαλιάρης σου λέω. Όπως την βλέπω την κοπέλα την έχουν μαστουρώσει. Ποιος ξέρει τι ανώμαλες ορέξεις έχει ο τύπος;
Η γυναίκα του ποτέ δεν κοιτούσε πίσω από τις γρίλιες. Μόνο τώρα εντυπωσιασμένη από τα λόγια του έβαλε τα μάτια της. Και είδε πράγματι δυο μελαμψούς να μεταφέρουν μια κοπέλα σε χαλαρή στάση, πίσω διάφανο πέπλο σερνόταν ένα λασπωμένο νάιλον, μπροστά πήγαινε ο γείτονας. Στην αρχή δεν πίστεψε αυτό που είδε, αλλά όταν πέρασαν κοντά από μια φωτισμένη κολόνα της ΔΕΗ τρόμαξε.
-Δεν είναι δυνατόν…
-Και όμως είναι να τον ακούς τον Λιάκο. Ε τι κάνεις εκεί;
Η γυναίκα του άνοιξε απότομα την πόρτα του μπαλκονιού και ο Λιάκος τρόμαξε με την σειρά του. Μπορεί να φανερωνόταν το ασφαλές παρατηρητήριο που εγκλώβισε την φοβική και ψυχαναγκαστική ζωή του. Το χειρότερο από όλα η γυναίκα του ήταν έτοιμη να φωνάξει στο γείτονα αλλά δεν πρόλαβε ήδη είχε μπει μέσα. Ο Λιάκος ξαφνιάστηκε ακόμα περισσότερο όταν είδε την γυναίκα του να φορά την ρόμπα και να βγαίνει έξω. Ήταν τέτοια η έκπληξη του που δεν πρόλαβε να πει τίποτα.
Η γυναίκα έφτασε στο σπίτι του Τάκη, οι δυο μελαχρινοί άντρες που έφευγαν από το σπίτι άφησαν τις πόρτες ανοιχτές. Χωρίς να το σκεφτεί μπήκε μέσα. Στον καναπέ η κοπέλα μέσα στο νάιλον ενώ ο Τάκης στεκόταν απέναντι της και κρατώντας το χέρι της προσπαθούσε να της περάσει ένα δακτυλίδι.
-Παιδί μου τι έκανες ;
-Το απόγευμα βρήκα το δακτυλίδι, σε τρεις εβδομάδες θα παντρευόμασταν, με πρόλαβε ο χάρος , μου λείπει , ήθελα να την ξαναδώ , μου λείπει….
-Παιδί μου, καταλαβαίνεις τι έκανες;
Δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια της , ο Τάκης την κοιτούσε με γυάλινο βλέμμα, τον αγκάλιασε , όταν τα πρώτα δάκρυα της κύλησαν στο πρόσωπο του ο Τάκης κατάλαβε την παρουσία της. Κοιτούσε μια την γυναίκα που τον είχε αγκαλιάσει σαν μάνα του, μια την νεκρή γυναίκα του, την ξέθαψε πριν λίγο με την βοήθεια δυο αλλοδαπών. Με δυσκολία πέρασε το δακτυλίδι στο δάκτυλο της νεκρής κοπέλας, την πήρε αγκαλιά και πήρε τον κατηφορικό δρόμο. Ο Λιάκος τρόμαξε όταν κατάλαβε τι είχε γίνει. Αλλά γρήγορα επικράτησε ο τετράγωνος παρατηρητής που έμαθε να βλέπει τα πάντα μέσα από τα ορθογώνια παραλληλόγραμμα των γριλιών.
-Βεβαίως κύριε αστυνόμε μεταφέρει ένα πτώμα πίσω στο νεκροταφείο.
Συνέλαβαν τον Τάκη για περιύβριση νεκρού. Ασυνήθιστο εξαιρετικά σπάνιο περιστατικό, ο διοικητής κάλεσε ψυχίατρο.
-Πως λένε την γυναίκα σου; (Ρώτησε ο γιατρός επίτηδες σα να ήταν ζωντανή).
-Βέρα την έλεγαν . ( Ο Τάκης είχε επιστρέψει στην πραγματικότητα.)
-«Βέρα είναι το όνομα μιας ηλικίας που χάθηκε για πάντα, γιατί όταν κι εμείς χαθούμε, τ’ όνομα της δικής μου ηλικίας, μπορεί να χει το δικό σου όνομα.»
(Παρατήρησε το βλέμμα του διοικητή, τον κοιτούσε παράξενα.) Παράξενες συμπτώσεις κύριε διοικητά, όταν με ειδοποιήσατε ετοίμαζα μια ομιλία πάνω στις ταινίες του Νίκου Νικολαΐδη, ενώ έκανα ένα σχόλιο πάνω σε αυτή την ατάκα από την ταινία «Τα κουρέλια τραγουδάνε ακόμα», χτύπησε το τηλέφωνο.
Το απόγευμα της άλλης μέρας μια έκπληξη περίμενε τον Λιάκο. Οι δυο μελαμψοί που βοήθησαν τον Τάκη να μεταφέρει την νεκρή κουβαλούσαν γλάστρες, χώμα και φυτά στο ανοιχτό μπαλκόνι.
-Μέχρι να πεθάνω θα μείνει ανοιχτή η πόρτα. (Είπε η γυναίκα με έντονο ύφος.)
Δεν είπε τίποτα, πήρε την ψάθινη καρέκλα του κάθισε στην άκρη που ήταν μαζεμένη η κουρτίνα, και από εκεί δεν φαινόταν, έβλεπε και καλύτερα !!!
*Η ιστορία είναι σχεδόν φανταστική. Το Σάββατο 18 Μαΐου δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Δημοκρατία» ρεπορτάζ του Κώστα Καντούνη, στην Χαλκίδα 46 χρονών άνδρας ξέθαψε με την βοήθεια δυο αλλοδαπών την νεκρή σύντροφο του 36 χρονών γιατί ήθελε να την ξαναδεί……………