ΆρθροΑρχείο

Καλή χρονιά ….Mr Demetrios Nichols….

H απέναντι όχθη του Βασίλη Καπετάνιου
 
Κλακ, κλακ ακούστηκαν έντονα και γρήγορα πάνω στο πλακόστρωτο μονοπάτι τα μεταλλικά βήματα του μουλαριού, κατέβαινε φουριόζο.
-Μαριγώ το μουλάρι λύθηκε, φοβάμαι και να κοιτάξω στο καλντερίμι (είπε τρομοκρατημένο το μικρό κορίτσι στην αδελφή του).
-Μίμα έχεις ακούσει ποτέ πέταλα αλόγου να χτυπάνε σε ρυθμό τσάμικο;
 
Η έφηβη Μαρία, διέκοψε το ράψιμο στην υπερσύγχρονη για την εποχή της μηχανή Singer, σήκωσε το κεφάλι προς το μονοπάτι και φώναξε δυνατά στο…  «μουλάρι»!.
-Μίμη άσε τα μουλαρίσματα και έλα γρήγορα κάτω. Η μάνα μου έχει φτιάξει ένα κυδώνι μούρλια.
Άξαφνα το «μουλάρι» άλλαξε περπατησιά και έγινε ένα χαρούμενο εφηβικό τρεχαλητό.  Ο νεαρός Μίμης έφτασε φουριόζος στην αυλή της κυρά Ματίνας . Η Καρατασούλαινα είχε μεγάλη αδυναμία στον πρωτότοκο γιο του κουμπάρου της,  Θανάση.
-Καλά που έχουμε εσένα και τον γιό μου τον συνονόματο σου και μας βάζετε λίγο γέλιο στα χείλη μας. Πάλι φόρεσες τα πέταλα και έκανες το αφηνιασμένο μουλάρι;
 
Έλα να σε κεράσω από το καινούργιο κυδώνι. ( Ο Μίμης «κατέβασε» το κυδώνι από το πιατάκι με μια κουταλιά)
-Θεια Ματίνα, ωραίο το κυδώνι, μπορώ να φάω και το αυριανό μου μερίδιο;
-Και το μεθαυριανό γιόκα μου άμα σου άρεσε Μιμάκο μου.
Ο Μίμης αφού έφαγε το κυδώνι προκαταβολή, φόρεσε ξανά τα πέταλα και έφυγε κάνοντας το ποδοβολητό αφηνιασμένου μουλαριού. Η μικρή Μίμα τρόμαξε για άλλη μια φορά. Ξαφνικά ο βαρύς ήχος των πετάλων άλλαξε και έγινε ένας οξύς ρυθμικός ήχος όπως αυτών που βγάζουν τα μεταλλικά τρίγωνα των Χριστουγέννων.
-Αρχιμηνιά και αρχιχρονιά ….
-Ξύπνα παππού, ξύπνα παππού, ήρθε ο καινούργιος χρόνος.
Φώναζε το πιο μικρό από τα τρία εγγόνια του Μίμη Νίκολς. Καθόταν στην αγαπημένη του πολυθρόνα, σκεπασμένος με την πράσινη βελέντζα, ανεκτίμητο συναισθηματικό κειμήλιο από την μακαρίτισσα την μάνα του. Κοιτούσε ένα άλμπουμ με φωτογραφίες όταν παραδόθηκε στον Μορφέα.  Τελικά με τα όνειρα κάνεις τα πιο γρήγορα ταξίδια. Μέσα σε λίγες στιγμές γύρισε πενήντα τόσα χρόνια πίσω, στην μικρή Κρύα Βρύση. Τα μάτια του ταξίδευαν ακόμα όταν τον ξύπνησαν τα κάλαντα των εγγονιών του.
-Ε, παππού που ταξιδεύεις;
-Στην παιδική μου ηλικία, την μοναδική μου πατρίδα!!
-Παππού πρόσεξε θα σου πέσει.
 
Με γρήγορες κινήσεις ο Μίμης έπιασε το φωτογραφικό άλμπουμ. Εκεί μέσα κρατούσε αγαπημένες εικόνες από την Ελλάδα. Τον πήρε ο ύπνος καθώς περίμενε τα εγγόνια του και με ένα ονειρικό σάλτο του μυαλού βρέθηκε από την Καλιφόρνια στο χωριό των παιδικών του χρόνων .
-Ε! Ελάτε να τα πείτε και σε μένα ( φώναξε από την μεγάλη τραπεζαρία η γιαγιά).
 Τα εγγόνια συνέχισαν τα χαρμόσυνα κάλαντα. Ο Μίμης προσπαθούσες να συνέλθει από το απρόσμενο ταξίδι στο παρελθόν. Είχε κλείσει τα εβδομήντα χρόνια ζωής, και σχεδόν τα πενήντα χρόνια από αυτά  στην Αμερική. Στον τόπο που βρέθηκε μαζί με τα αδέλφια του για μια καλύτερη ζωή.
-Πως πέρασαν τα χρόνια (μονολόγησε). Μεγάλο ταξίδι έκανε η γενιά μου, από το γαϊδουράκι μέχρι το ιντερνέτ, είναι πολύ μεγάλη η διαδρομή.
 
Κοίταξε την φωτογραφία που άνοιξε τις πύλες του ονείρου. Η έφηβη Μαρία να ράβει και δίπλα της η αδελφή της η Μίμα, και αυτή ξενιτεμένη στην άλλη άκρη της Αμερικής στο Σικάγο. Ο πατέρας του  Θανάσης ήταν ο νονός της Μαρίας, της έδωσε το όνομα της γιαγιά τους. Ο πατέρας του ήταν ένας τίμιος  έξυπνος και δημοκρατικός άνθρωπος, προσπαθούσε πάντα να βλέπει μπροστά. Μέχρι σήμερα  λένε ότι αυτός μαζί με τον μπάρμπα Χαρίλαο έσωσαν το χωριό από το μακελειό του εμφυλίου. Εκείνα τα χρόνια στο χωριό έδωσαν και το παρατσούκλι η Μικρή Μόσχα. Η πατρίδα βέβαια για να τιμήσει τον κυρ Θανάση για την δημοκρατική πατριωτική του δράση τον  έστειλε ταξίδι «αναψυχής»  στην Μακρόνησο. Όταν γύρισε  πίσω η βιοπάλη το ίδιο σκληρή και χειρότερη όπως  ήταν στον πόλεμο και στον εμφύλιο σπαραγμό.
-Βασίλη δεν τραβάει άλλο το χωριό, θα κατέβω στην πόλη ( είπε στον κουμπάρο του, τον πατέρα της Μαρίας, ενώ έπιναν τα ουζάκια του στην μεγάλη αυλή).
-Που θα πας;
-Στο Άργος.
-Και τι θα κάνεις μακριά από τον τόπο σου;
 
Εκείνα τα χρόνια αρχές της δεκαετίας του 50 τα είκοσι χιλιόμετρα που χώριζαν την Κρύα Βρύση από το Άργος , έκαναν την πόλη άλλο τόπο. Που να ήξερε ο κυρ Θανάσης ότι σε λίγα χρόνια  θα έκανε χιλιάδες  μίλια για να βρει τη γη της επαγγελίας για αυτόν και τα παιδιά του. Κατέβηκαν στην πόλη και το πάλεψαν όλοι μαζί. Ο ένας γιός πήγε να μάθει ωρολογοποιός, οι άλλοι δυο έπιασαν δουλειά σαν σερβιτόροι. Ο ίδιος με την Κρυαβρισιώτικη γαϊδουρίσια του φορτωμένη δοχεία με νερό πότιζε τα δέντρα στον λόφο της Ασπίδος. Με τα καλάμια που έφερνε από το Κεφαλάρι έφτιαχνε καλαμάκια για σουβλάκια και τροφοδοτούσε τα σουβλατζίδικα της περιοχής. Πολλά τα μεροκάματα αλλά η ζωή εξακολουθούσε να είναι σκληρή και δύσκολη. Έπρεπε να βρει μια διέξοδο, να έχουν τα παιδιά του μια καλύτερη ζωή. Ήταν Κυριακή μεσημέρι, όλη η οικογένεια μαζί στο τραπέζι. Μετά την προσευχή ο κυρ Θανάσης πήρε το ψωμί το σταύρωσε και ήταν έτοιμος να κόψει την πρώτη φέτα. Κρατούσε το μαχαίρι πάνω από τον ψωμί σαν τον Αβραάμ πάνω από το σώμα του Ισαάκ, κοίταξε με ένα κύκλο των ματιών του την οικογένεια του. Όλοι τον κοιτούσαν με απορία. Ο λαιμός του τρεμόπαιξε για λίγο, πήρε μια βαθιά ανάσα και τους μίλησε.
-Γυναίκα παιδιά το πήρα απόφαση, εδώ δεν βγαίνει εύκολα το ψωμί, θα πάμε στην Αμερική για μια καλύτερη ζωή.
 
Στον κώδικα αξιών του κυρ Θανάση, η φράση του το πήρα απόφαση , σήμαινε αναλαμβάνω την ευθύνη και θα υπηρετήσω την απόφαση αυτή μέχρι τέλος.  Μοίρασε από μια φέτα ψωμί σε όλους σαν να έδινε το εισιτήριο για μια νέα αρχή. Τελικά τα κατάφερε και ρίζωσαν και πρόκοψαν στην Αμερική. Πιστός στις επιλογές του όπως πάντα, αποδέχτηκε την Καλιφόρνια σαν νέα πατρίδα και ο νεκρός του σκεπάζεται από Αμερικάνικο χώμα. Ο Μίμης πρόσεξε μια μικρή σταγόνα στην φωτογραφία. Χωρίς να το καταλάβει δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια του. Ευτυχώς τον ξάφνιασε σωτήρια η γυναίκα του .
-΄Αντε πρωτοχρονιάτικα με την βελέντζα της μάνα σου, μπροστά στο τζάκι θα την βγάλεις;
Δεν ήθελε να τον δει έτσι η γυναίκα του, σαν από μηχανής θεός τον έσωσε η αναμμένη τηλεόραση.
-Πέντε λεπτά να τελειώσει η εκπομπή και έρχομαι ( στην τηλεόραση είχε ένα ντοκιμαντέρ για το αγγλικό έθιμο «οι αποφάσεις του νέου έτους» τις οποίες ανακοίνωνε ο καθένας στο γιορτινό τραπέζι στους καλεσμένους).
-Ωραία θα τους πως ότι σε λίγο θα ανακοινώσεις «the new year resolutions».
 
Η γυναίκα του έφυγε και ο Μίμης βυθίστηκε ξανά στις σκέψεις του.
-Τελικά ίσως ο χρόνος να είναι ένας ακίνητος, ανίκητος λαβύρινθος και εμείς ριχνόμαστε μέσα σε αυτόν αναζητώντας ένα νόημα μια διέξοδο. Θέλουμε να τον νικήσουμε και τον κομματιάζουμε σε νέες χρονιές και γενέθλια. Αλλά τελικά αυτός συνεχίζει πριν και μετά από εμάς. Δεν ταξιδεύει ο χρόνος εμείς ταξιδεύουμε στο χρόνο το ένα και μοναδικό μας ταξίδι. (Ένας κρύος υπαρξιακός ιδρώτας τον έλουσε από πάνω μέχρι κάτω. Κοίταξε απελπισμένος την Παναγία την Βρεφοκρατούσα πάνω στον τζάκι, έσφιξε την πράσινη βελέντζα της μάνας του πάνω του σα να ζητούσε προστασία) Ποιος και που να είναι ο μίτος της Αριάδνης για να αντέξουμε στο χρόνο;  Οι μνήμες και η παράδοση τους στους επόμενους είναι ο μίτος της Αριάδνης . Εκεί είναι η πύλη εξόδου για την πραγματική μας πατρίδα, την παι-δική μας α-χρονη ηλικία.
-Άντε χριστιανέ μου θα έρθεις επιτέλους, όλοι εσένα περιμένουν να σταυρώσεις το ψωμί. (Φώναξε η γυναίκα του από την τραπεζαρία, ένα πονηρό παιδικό χαμόγελο ζωγραφίστηκε στο πρόσωπο του Μίμη).
-Έρχομαι τρεχαλητός ( από το τζάκι κατέβασε τα πέταλα που είχαν για γούρι, χτυπώντας τα σε ξέφρενο καλπασμό, ο Μίμης της δεκαετίας του πενήντα μπήκε στην Καλιφορνέζικη τραπεζαρία την πρώτη μέρα του 2014. Όλοι τους ξαφνιάστηκαν
-Μπράβο στον παππού, μπράβο στον παππού ( φώναζαν ξετρελαμένα τα εγγόνια).
 
Αφού συνήλθαν από την εισβολή του «ιππέα» παππού, πήραν όλοι τις θέσεις τους στο πρωτοχρονιάτικο τραπέζι. Ο Μίμης πήρε το ψωμί και το σταύρωσε, στο μυαλό του ήρθε η εικόνα του πατέρα του όταν τους ανακοίνωνε την απόφαση να μεταναστεύσουν. Έβαλε ένα ποτήρι κρασί και έκανε την  πρώτη πρόποση του νέου έτους.
-Λοιπόν για φέτος αποφάσισα να πιάσω τον μίτο της μνήμης, θα προσπαθήσω να επικοινωνήσω με όσους ζουν ακόμα από την παιδική μου ηλικία, θα τους στείλω και φωτογραφίες, μνήμες. Καλή χρονιά στον α-χρονο χρόνο.
-Ζήτω ο παππούς, ζήτω ο παππούς, ( φώναζε ο μικρός εγγονός που βούτηξε αθόρυβα τα πέταλα και κάλπαζε όπως ο παππούς μέσα στην μεγάλη τραπεζαρία)
 -Ζήτω η συνέχεια ( φώναξε ο Μίμης).
-Ετούτος ο άνθρωπος όσο μεγαλώνει όλο και μικραίνει ( είπε η γυναίκα του).
-Ζήτω η συνέχεια της αγάπης (φώναξε ξανά ο Μίμης, σηκώθηκε και  πήγε να συνοδεύσει τον εγγονό στον καλπασμό της μνήμης του χρόνου και της συνέχειας )
 
*Λίγο πριν τελειώσει η χρονιά στο γραμματοκιβώτιο βρήκα ένα παχύ φάκελο από κάποιο άγνωστο κύριο  Nichols . Παραλήπτης η μητέρα μου, η βαφτιστήρα του πατέρα του Θαναση .  Οι φωτογραφίες που περιείχε ο φάκελος έδωσαν μια γερή δόση χαρμολύπης στην γιαγιά Μαρία και  πυροδότησαν την πρώτη ιστορία της νέας χρονιάς, αναμιγμένα πραγματικά με φανταστικά γεγονότα. Σε ευχαριστούμε πολύ Mr Demetrios Nichols  για  το ταξίδι στο χρόνο, στην μνήμη, στην συνέχεια, στην φαντασία. Οι φωτογραφίες της ιστορίας είναι από τις μνήμες του Μίμη Νίκολς.