ΠολιτισμόςΑρχείο

Συνέντευξη του σκηνοθέτη Γιώργου Ζέρβα για τον Λούη

Ο σκηνοθέτης του αφιερωματικού ντοκιμαντέρ για τον Ναυπλιώτη Λούη, Γιώργος Ζέρβας, έδωσε συνέντευξη στο περιοδικό Πρώτο Πλάνο, στο πλαίσιο της προβολής του Ντοκιμαντέρ «Λούης Επτά φορές να πέφτεις οκτώ να σηκώνεσαι» στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.
 

1. Μιλήστε μας λίγο για τη γνωριμία σας με τον Λούη και πως αυτή σας οδήγησε στην ανάγκη καταγραφής της ιστορίας του

Τον Λούη τον γνώρισα από ένα κοινό φίλο, τον Μπάμπη Αντωνιάδη, το 2010 στα πλαίσια ενός άλλου ντοκιμαντέρ για το Ναύπλιο που συνεχίζω πάντα να γυρίζω.

Από τότε τον έβλεπα συχνά στην κεντρική πλατεία της πόλης, στην πλατεία Συντάγματος όπου συχνάζει τελετουργικά, σχεδόν  καθημερινά 12 με 3 μ.μ.  Και αυτό που μου έκανε εντύπωση ήταν η επιθυμία του να προσπαθεί να διατυπώνει με ακρίβεια χωρίς ευκολίες και προφανή στερεότυπα την άποψή του για κάθε θέμα που έφερνε η συζήτηση. Πάσχιζε, για την ακρίβεια, αγχωνόταν να ακριβολογήσει, δεν ήταν κυνικός, και προσπαθούσε κάτι να καταθέσει στην παρέα. Ανήκει στους ανθρώπους που έχουν εμπειρίες, σκέφτονται, και έχουν τον υγιή ναρκισισμό να θέλουν να τα διηγηθούν. Γνωριστήκαμε καλά, έμαθα πτυχές της ζωής του και κατέληξα να τον ρωτάω για διάφορα γεγονότα του παρελθόντος, ιστορικά, κοινωνικά, πολεοδομικά… που με λεπτομέρειες και ευχαρίστηση μου απαντούσε.

Τον συνόδευε  πάντα η Τζέμα, η Φιλιπινέζα που τον φροντίζει και μ΄άρεσε πολύ η εικόνα αυτού του “παράταιρου ζευγαριού” να έρχεται, να φεύγει,  να διασχίζει τα δρομάκια του Ναυπλίου. Μ’ άρεσε επίσης η “φωτογένεια”  του σπιτιού του, η θέση του απέναντι στο Μπούρτζι, οι οροφογραφίες, η επιβλητική σκάλα.

Έβλεπα την αγάπη του για την τεχνολογία, να περνάει ώρες στο διαδίκτυο, να χειρίζεται με ευκολία τηλέφωνο αφής, κι όταν  κάποια στιγμή τον ρώτησα πώς δεν είχε στο παρελθόν καμιά κάμερα suprer 8mm και μου απάντησε πως είχε παλιά άρχισα να τον ρωτάω και να τον ξαναρωτάω αν είχε διασωθεί κάποιο φιλμάκι. Όταν κάποια μέρα με φώναξε να μου παραδώσει ( είναι δική του λέξη) τα φιλμ που ανακάλυψε σε κάτι κουτιά και είχε να δει πάνω από σαράντα χρόνια χάρηκα γιατί ένιωσα πως είχα βρει το θέμα του καινούριου ντοκιμαντέρ μου.

2. Μέσα από την ιστορία του 86χρονου Λεωνίδα Λάμπρου περνά και ένα κομμάτι της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, είτε μέσα από τις αφηγήσεις του είτε μέσα από τα φιλμ που είχε ο ίδιος τραβήξει. Θέλετε να μας πείτε δυο λόγια;

Ο Λούης γεννήθηκε το 1928 και έζησε  την κατοχή, τον εμφύλιο, τη δικτατορία, την μεταπολίτευση, την κομματοκρατία αλλά και την  κατάρευσή της που βιώνουμε σήμερα. Η εκτέλεση του μεγαλύτερου αδελφού του, φοιτητή της Νομικής, ιδεολόγου, μέλους του ΕΑΜ, από τους Γερμανούς κατακτητές, σημάδεψε όχι μόνο τη ζωή του Λούη αλλά και όλης της οικογένειας. Όμως ήταν επιχειρηματίας που σημαίνει όχι χρόνος για πολλές πολλές ευαισθησίες, ανταγωνισμός, σκληρή δουλειά και αγώνας για την επιβίωση.

Αυτό που μου φάνηκε ενδιαφέρον στη ζωή του Λούη ήταν η κινητικότητά του. Άλλωστε όπως λέει και ο ίδιος στο ντοκιμαντέρ “…το Λούης μου το κολλήσανε γιατί ήμουνα σβέλτος, γρήγορος, δεν ήμουνα κοιμισμένος άνθρωπος.”  

Η υπαρξιακή ανάγκη για ελευθερία και ανεξαρτησία τον ωθούσε συχνά να φεύγει από το ένα στο άλλο με ότι αυτό συνεπαγόταν.

Ενώ ο αυτοδημιούργητος πατέρας του έγινε ο πρώτος μεγαλέμπορος του Ναυπλίου με σαράντα υπαλλήλους τη δεκαετία του 30 και του είχε μια στρωμένη δουλειά, ο Λούης, που καταπιεζόταν καρφωμένος στο ταμείο, γύρισε την πλάτη και άπλωσε για αλλού τα φτερά του, δυσκολεύοντας προφανώς τη ζωή του.

Ενώ μετά την εκτέλεση του αδελφού του και την τοποθέτηση του πατέρα του από τον ΕΛΑΣ ως Δημάρχου ΝΑυπλιέων μετά την απελευθέρωση,  από το Σεπτέμβριο 1944 έως τον Ιανουάριο 1945, τάχθηκε όλη η  οικογένεια στην αριστερά, ο Λούης που ασφυκτιούσε στα στενά κοματικά πλαίσια έφυγε και προσχώρησε ιδεολογικά στη Δεξιά παράταξη από όπου αργότερα πήρε κι από εκεί τις αποστάσεις του κερδίζοντας την ανεξαρτησία του αλλά και τη μοναξιά του.

Στον Λούη δηλαδή  αναγνωρίζουμε τις ιδεολογικές συγκρούσεις, αντιφάσεις και μεταστροφές που βίωσαν πολυάριθμοι Έλληνες, που συνάντησαν στη ζωή τους απρόσμενες προσωπικές τραγωδίες.

Όμως αυτό που τον χαρακτήριζε τελικά ήταν πιστεύω η πίστη στην αξιοπρέπεια, ο σεβασμός στο συνάνθρωπο, η δημιουργικότητα  και η χαρά της ζωής.

Σε ότι αφορά τα ερασιτεχνικά φιλμάκια που τράβηξε ο Λούης δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ήταν άνθρωπος της δράσης και των επιχειρήσεων και σε καμμιά περίπτωση καταπιεσμένος καλλιτέχνης.

Η ροπή του στο καινούριο και η αγάπη του στην τεχνολογία, τον έσπρωξαν αρχικά να κάνει ηχογραφήσεις με μαγνητόφωνα και στη συνέχεια κινηματογραφήσεις με κάμερα super 8 mm. Χωρίς συστηματικότητα και καλλιτεχνικές φιλοδοξίες κάλυπτε δύο ειδών γεγονότα. Οικογενειακά στιγμιότυπα από εκδρομές, ταξίδια, γυμναστικές επιδείξεις, τη ζωή  στο σπίτι… και κάποια ελάχιστα γεγονότα δημοσίου ενδιαφέροντος όπως η επίσκεψη του βασιλικού ζεύγους στο Ναύπλιο τη δεκαετία του 60 και το στρατόπεδο στο Άουσβιτς κατά τη διάρκεια του πρώτου μεγάλου ταξιδιού του στην Ευρώπη για ιατρικούς λόγους.

3. Ο Λούης ανήσυχο πνεύμα ακόμα και σήμερα… Πως ήταν η συνεργασία μαζί του, πόσο χρόνο χρειάστηκε για να  τραβήξετε το απαραίτητο υλικό και πως αντιμετώπισε ο ίδιος το τελικό αποτέλεσμα;

Το πρόβλημα των ηλικιωμένων είναι ο χρόνος, η αδυναμία υλοποίησης των επιθυμιών και η ανημπόρια του σώματος. O Λούης χαιρόταν τη γνωριμία μας, τις συναντήσεις μας,  τις συζητήσεις μας. Εγώ του έθετα ερωτήματα και τον έσπρωχνα να ξαναθυμάται  και αυτός με την ενέργεια και την εγρήγορσή του μου ανέβαζε το ηθικό. Δεν έδινε σημασία στην κινηματογράφιση, η χαρά της συνάντησης προηγιόταν της κινηματογράφησης. Προσπαθούσα να συλλάβω την αλήθεια των λόγων του, των κινήσεών του των βλεμμάτων του, κι όταν καμμιά φορά του ζητούσα  να επαναλάβει κάτι για τεχνικούς λόγους το έκανε ευχαρίστως για να μείνω ικανοποιημένος.

Η κινηματογράφηση γινόταν με διακοπές και διαρκούσε λίγο. Πάντα είχε κάπου να πάει, κάποιον να δει, να κάνει ένα τηλεφώνημα, να βγει στην πλατεία να δει τους φίλους του.

Η ταινία χρειάστηκε για να γίνει έναν περίπου χρόνο και το γύρισμα και το μοντάζ γινόταν παράλληλα. Βλέποντας και κάνοντας.

Δεν ζήτησε ποτέ να δει το αποτέλεσμα και δεν έπαυε να μου επαναλαμβάνει το πόσο εκτιμούσε τον υπομονετικό και λεπτομερή τρόπο δουλειάς μου.

Μετά το φεστιβάλ θα  πρωτοδεί το ντοκιμαντέρ στο Ναύπλιο παρουσία κοινού.

Όπως κινηματογράφησα τις αυθεντικές αντιδράσεις του ( εκφράσεις, λόγια, χειρονομίες…) παρακολουθώντας τα φιλμ super 8mm που είχε τραβήξει μετά σαράντα τόσα χρόνια έτσι έχω περιέργεια να δω την αλήθεια της αντίδρασής του. Κι αν δεν ήταν σκοτάδι πολύ θα ήθελα και να την κινηματογραφήσω.