ΠολιτισμόςΑρχείο

Η πολιορκία του Ναυπλίου το 1821

Στίς 13 Μαρτίου 1821, η Μπουμπουλίνα ύψωσε τή δική της σημαία, τόν αετό μέ τήν άγκυρα καί τόν φοίνικα, στό κατάρτι τού “Αγαμέμνονα” καί χαιρέτησε μέ κανονιοβολισμούς τό λιμάνι τών Σπετσών. Ο αετός μέ τά φτερά πρός τά κάτω συμβόλιζε τό σκλαβωμένο Έθνος, πού επρόκειτο νά αναγεννηθεί όπως ο αρχαίος Φοίνιξ. H άγκυρα συμβόλιζε τό ελληνικό ναυτικό. Η Μπουμπουλίνα είχε εμπνευσθεί τό σύμβολό της από τό λάβαρο τών βυζαντινών αυτοκρατόρων Κομνηνών. Στίς 3 Απριλίου 1821, ανήμερα τών Βαΐων, οι Σπέτσες επαναστάτησαν πάλι πρώτες όπως καί στήν επανάσταση τών ορλωφικών. Η καπετάνισσα δέν είχε ξεχάσει ούτε τό θάνατο τού πατέρα της, ούτε καί τών δύο συζύγων της.

«Μάλιστα δέ τό σπάνιο γεγονός εις τά χρονικά τών εθνών, μία γυνή νά επιστρατεύση, γυνή πλουσία, αποφασίσασα καί πλοία καί χρήματα καί υιούς ολοκαύτωμα εις τό βωμόν τής πατρίδος νά προσφέρη. Aυτή δέ η γυνή είναι η Λασκαρίνα Mπουμπουλίνα, τήν οποία τά έθνη ανευφήμησαν καί εχαιρέτισαν ως ηρωΐδα. Ήτο δέ πράγματι λεοντόθυμος.

Tό 1821, Δεκεμβρίου 4, εις τήν πολιορκίαν τού Nαυπλίου, τό ενθυμούμεθα, επιβαίνουσα σέ ίδιον πλοίο της, μόνη διέταξε τήν έφοδο εις τάς λέμβους κατά τού φρουρίου. Αύται δέ επιτίθενται αλλ’ αι σφαίραι καί οι μύδροι από τών επιθαλασσίων προμαχώνων τάς κανονοστοιχίας χαλαζηδόν επιπίπτοντες, υποχρεούν τούς ανδρείους της νά υποχωρήσωσι πρός ολίγον. Eξανίσταται τότε η αμαζών, επισκοπούσα από τών εδωλίων τής νηός καί τούς βοά:

“- Eίσθε λοιπόν γυναίκες καί όχι άνδρες; Eμπρός!”»

Χατζή Aναργύρου, Τά Σπετσιωτικά

 

Αμέσως μετά τήν δοξολογία στή μητρόπολη τών Σπετσών, ξεκίνησε η Μπουμπουλίνα τίς επιθετικές ενέργειες, μαζί μέ τόν Μανώλη Λαζάρου (Ορλώφ), τόν Θεοδόση Μπόταση, τόν Ιωάννη Κούτση, τόν Δημήτριο Σκλιά, τόν Αργύρη Στεμνιτσιώτη καί τόν Αθανάσιο Γουδή. Έπλευσαν μέ τά πλοία τους πρός τό Ναύπλιο γιά νά ενισχύσουν τούς συμμετέχοντες στήν πολιορκία τού πανίσχυρου βενετικού κάστρου τού Παλαμηδίου.

Τό Παλαμήδι, όπως λεγόταν τό φρούριο πού δέσποζε τής πόλεως, είχε τρομερούς προμαχώνες καί σέ αυτό είχαν βρεί καταφύγιο οι Τούρκοι ολόκληρης τής επαρχίας τής Αργολίδος. Ο πληθυσμός τού Ναυπλίου ήταν εξ ολοκλήρου τουρκικός, είχε οικονομική άνεση καί οι πάμπλουτοι αγάδες κατείχαν όλη τη γή τής επαρχίας. Η φρουρά τής πόλεως ήταν ενισχυμένη, αποτελούμενη από οκτακόσιους γενίτσαρους καί Αλβανούς μέ γενικό διοικητή τόν Μεχμέτ Σελήμ πασά, ο οποίος είχε στή διάθεσή του ισχυρό πυροβολικό.

Οι Ρωμιοί όμως, μέ επικεφαλής τόν αρχιμανδρίτη Αρσένιο Κρέστα, τόν Σταμάτη Μήτσα, τόν Παπα Θεοδόση Μπούσκο, τόν Μεντή, τόν Στάϊκο Σταϊκόπουλο, καί τόν μοναχό τής μονής Καρακαλά Διονύσιο, αγνόησαν τήν υπεροχή τού εχθρού καί ξεκίνησαν από τό Χαϊδάρι (Δρέπανο Αργολίδος) γιά νά πολιορκήσουν τούς Τούρκους μπέηδες. Η άφιξη τού “Αγαμέμνονα” τής Μπουμπουλίνας ενθουσίασε τά πλήθη. Η κυρά, συνοδευόμενη από τόν γιό της Γιάννη Γιάννουζα, τόν Αντώνιο Μαλοκίνη (Λισβώνας) καί τόν Γκίκα Μπόταση, μοίραζε χρήματα καί πολεμοφόδια στά χωριά γεμίζοντας θάρρος τούς χωρικούς, οι οποίοι βλέποντας έφιππη μία γυναίκα νά φέρει όπλα, έτρεχαν νά καταταγούν γιά νά πολεμήσουν.

Όσο διαρκούσε η πολιορκία στό Ανάπλι, έφθανε στό καστέλι τού Μοριά (Ρίο) ο Κεχαγιάμπεης μέ 3500 Τουρκαλβανούς. Ήταν η δεύτερη μετά τόν Γιουσούφ πασά ισχυρή στρατιωτική ενίσχυση πού έστελνε ο αρχιστράτηγος Χουρσίτ πασάς, στήν Πελοπόννησο. Ο Χουρσίτ είχε υποτιμήσει τήν εξέγερση καί ενδιαφερόταν κυρίως γιά τούς θησαυρούς του στήν Ντροπολιτσά. Μά ποιός άραγε Τούρκος πασάς είχε πάρει στά σοβαρά τήν εξέγερση τών γκιαούρηδων; Τό κισμέτ τους είχε γράψει ότι θά είναι αιωνίως ραγιάδες.

Ο Κεχαγιάμπεης έφτασε ανενόχλητος στή Βοστίτσα (Αίγιο), όπου μόνο μία μικρή δύναμη τού Ανδρέα Ζαΐμη τόν συνάντησε στό χωριό Βόβοδα (Μαυρίκι). Οι άντρες τού Ζαΐμη διαλύθηκαν γρήγορα, ενώ ο ίδιος ο κοτζάμπασης λίγο έλλειψε νά πιαστεί αιχμάλωτος. Στή συνέχεια ο Τούρκος πασάς πέρασε από τά Μαύρα Λιθάρια Ακράτας, όπου τήν 21η Απριλίου τόν παρενόχλησαν οι Χαραλάμπης, Πετμεζάς καί Σολιώτης καί τήν επόμενη ημέρα έφθασε έξω από τήν Κόρινθο στό χωριό Βόχα (Βραχάτι).

 


«Κατά τήν εβδομάδα τής Διακαινησίμου έφθασεν εις τό Μεσολόγγιον καί ο Μουσταφάμπεης, Κεχαγιάς τού ηγεμόνος τής Πελοποννήσου Μεχμέτ Πασά, μετά τριών χιλιάδων καί πεντακοσίων περίπου Αλβανών. Τούς μετεβίβασαν ευθύς μέ τά πλοία των οι Μεσολογγίται εις τό Καστέλι τών Πατρών, καί χωρίς αναβολήν εστράτευσαν διά τήν Βοστίτζαν, τήν οποίαν καί κατέλαβον διόλου απροφύλακτον, καί τήν κατεπυρπόλησαν, οι δέ εκείσε Έλληνες, προλαβόντες κατέφυγαν εις τά όρη.

Εστάθησαν εκεί σχεδόν μίαν εβδομάδα, μέ τό νά εύρουν τροφάς ικανάς, καί εκείθεν εξέδωκεν ο Κεχαγιάς γράμματα αφέσεως, προσκαλών τούς τε Βοστιτζιάνους καί Καλαβρυτινούς Έλληνας, διά νά υπάγουν νά προσκυνήσουν καί, επειδή ήτον άδηλον, ποίαν οδόν θέλει εξακολουθήσουν οι εχθροί, τήν διά Κόρινθον, ή τήν διά Καλάβρυτα, έγραψαν οι Καλαβρυτινοί πρός τόν Ανδρέαν Ζαήμην νά προφθάση, μέ όσους στρατιώτας έχει, διά νά προκαταλάβουν τά στενά τού δρόμου τών Καλαβρύτων, όστις ευθύς έτρεξε πρός εκείνο τό μέρος, καί έφθασεν εις τό μοναστήριον τών Ταξιαρχών. Κατέλαβον δέ καί οι λοιποί Καλαβρυτινοί τάς αναγκαίας θέσεις, καί παρετήρουν τά κινήματα τών έχθρών. Εκ δέ τών Βοστιτζιάνων ουδέ ψυχή έφαίνετο, επειδή διεσκορπίσθησαν άπαντες, ένθεν κακείθεν.

Μίαν δέ τών ημερών πεντακόσιοι περίπου τών εχθρών ώρμησαν πρός τό μέρος τού μοναστηρίου τών Ταξιαρχών, καί έφθασαν είς τό χωρίον Βόβοδα, όπου ήταν εστρατοπεδευμένος ο Ανδρέας Ζαΐμης, τού οποίου οι στρατιώται μέ τό νά ελειποτάκτησαν, καί έμεινε μέ ολίγους, περιεκυκλώθη υπό τών έχθρών, καί εκινδύνευσε. Μ’ όλον τούτο εκείνοι οι ολίγοι αντέστησαν εις τήν ορμήν τών εχθρών, καί πολεμούντες ετραβήχθησαν εις άσφαλέστερον μέρος. Εφονεύθησαν δέ είς έκείνην τήν μάχην δύο τρείς τών εχθρών καί άλλοι τόσοι τών Ελλήνων.

Κατά δέ τήν 20ην Απριλίου 1821 εστράτευσαν οι εχθροί διά τήν Κόρινθον, φέροντες μεθ’ εαυτών καί ικανόν αριθμόν ζώων όπου εκυρίευσαν εις τό πεδίον τής Βοστίτζης καί, αφού επέρασαν όλα τά στενά τού δρόμου ανεπηρέαστοι, έφθασαν εις τήν Κόρινθον. Οι δέ πολιορκούντες εκείνην τήν Ακρόπολιν Κορίνθιοι, Δερβενοχωρίται καί Πορώται, ιδόντες μακρόθεν τούς εχθρούς, έφυγον, καί άφησαν τήν πόλιν τής Κορίνθου έρημον. Ο δέ Γρηγόριος Δίκαιος, όστις τότε ευρέθη εκεί, κατέκαυσε τό ωραίον παλάτι τού Κιαμίλμπεϊ καί ανεχώρησεν εις τό χωρίον Σοφικόν, όπου έκαμεν έφοδον εις έναν πύργον, εν ώ είχον πεφυλαγμένον τό πράγμα των ο τέ Θεοδωράκης Βλασσόπουλος, ο Θεοχαράκης Ρέντης, καί άλλοι Έλληνες, καί ελαφυραγώγησεν ικανά. Τότε η μήτηρ τού Κιαμήλμπεη, βλέπουσα τό παλάτι καιόμενον, εφόνευσε τόν Ανδρέαν Νοταράν, ευρισκόμενον ενέχυρον εις τήν Ακρόπολιν.

Ο δέ Κεχαγιάς, εφοδιάσας τό φρούριον τής Κορίνθου μέ τροφάς καί μέ στρατιώτας, εστράτευσε διά τό Άργος, όπου οι εκεί ευρισκόμενοι Έλληνες, τόσον εντόπιοι, όσον καί Κρανιδιώται, καί τινές Σπετζιώται, απεφάσισαν νά προσμείνουν τούς εχθρούς είς τό έξωθεν τού Άργους τείχος, καί νά τούς πολεμήσουν, νομίζοντες, ότι είναι ολίγοι αλλ’ αφού τούς είδον μακρόθεν πολλούς, κατέφυγον εις τό όρος καί άφησαν τήν πόλιν τού Άργους έρημον καί μέρος μέν τών γυναικών καί παιδίων έμειναν κεκλεισμένοι εις τό μοναστήριον τής Κατακεκρυμμένης μέ ολιγίστους στρατιώτας, μέρος δέ εις τό Παλαιόκαστρον τού Άργους. Οι δέ εχθροί καταδιώξαντες τούς Έλληνας, καί φονεύσαντες τινάς έξ αυτών, έν οις ήν καί ο υιός τής Μπουπουλίνας (Γιάννης Γιάννουζας), εκυρίευσαν τήν πόλιν.»

Παλαιών Πατρών Γερμανός – Απομνημονεύματα

Στήν Κορινθία οι Έλληνες, υπό τήν αρχηγία τού Παπαφλέσσα, πολιορκούσαν τήν Ακροκόρινθο. Αιφνιδιάστηκαν μέ τήν άφιξη τού Κεχαγιά καί ο Παπαφλέσσας διαβλέποντας ότι οι Τούρκοι θά υπερτερούσαν έλυσε τήν πολιορκία καί υποχώρησε, καίγοντας τό παλάτι τού διοικητή τής Κορίνθου Κιαμήλ καί τά πλούσια σπίτια τών αγάδων. Μέ αυτό τόν τρόπο δέν υπήρχε περίπτωση επαναπροσέγγισης Ρωμηών καί Τούρκων στήν Κορινθία. Ο δραστήριος αρχιμανδρίτης δέν είχε λησμονήσει τήν πρώτερη έλλειψη ενθουσιασμού γιά τήν επανάσταση εκ μέρους τών προκρίτων τής περιοχής. Πράγματι, οι Νοταράδες, είχαν καθυστερήσει υπερβολικά νά σηκώσουν τά όπλα καί νά επιτεθούν κατά τού διοικητή Κιαμήλ μπέη.

Από τό φρούριο τής Ακροκορίνθου η μητέρα τού Κιαμήλμπεη Νουρή Μπεγίνα, μόλις είδε τό σπίτι της νά καίγεται διέταξε τήν εκτέλεση τού Ανδρίκου Νοταρά καί άλλων 25 Ελλήνων πού τούς κρατούσε ομήρους. Εν τώ μεταξύ, ο Κεχαγιάμπεης μπήκε στήν Κόρινθο σκορπίζοντας τούς επαναστάτες, καίγοντας καί λεηλατώντας. Ο δρόμος πλέον πρός τό Άργος ήταν ανοικτός καί οργανωμένη αντίσταση δέν υπήρχε. Ο επίσκοπος Δαμαλών Ιωνάς, κατά τή διάρκεια τής φυγής έπεσε από τό μoυλάρι τoυ καί κινδύνευσε νά συλληφθεί. Κατάφερε όμως νά ξεφύγει, αντίθετα μέ τόν διάκονο τής μητρόπολης πού τόν συνόδευε, ο οποίος δέν τά κατάφερε καί σκοτώθηκε.

Οι Έλληνες αρχηγοί τού Άργους, μήν υπολογίζοντας τήν ταχύτητα μέ τήν οποία είχε κινηθεί ο πασάς καί θεωρώντας ότι ο Παπαφλέσσας ήταν ακόμα στήν Κόρινθο, τού έστειλαν μήνυμα ζητώντας οδηγίες. Ο ταχυδρόμος πού ανέλαβε τήν αποστολή, μέθυσε καθ’ οδόν καί φθάνοντας τή νύχτα στήν Κόρινθο δέν αντιλήφθηκε ότι είχαν μπεί στήν πόλη οι εχθροί. Μάλιστα φώναξε στούς Τουρκαλβανούς σκοπούς:

Εγώ ‘μαι αδέλφια. Χριστός Ανέστη! Έ πώς τά κάμετε σείς εδώ; Εμείς έχουμε μπλόκο τ’ Ανάπλι. Τό κερδήσαμ’ αδέλφια τό Ρωμαίϊκο!

Οι Τουρκαλβανοί τού απάντησαν ρωμαίικα καί τόν συνόδευσαν μέχρι τόν Κεχαγιά. Ο άτυχος Ρωμιός παρέδωσε τήν επιστολή στόν γενειοφόρο πασά, νομίζοντας ότι τήν παραδίδει στόν Παπαφλέσσα. Όταν κατάλαβε τό λάθος του ήταν αργά. Ο πασάς τόν παλούκωσε καί ενήμερος πλέον γιά τίς εξελίξεις, ξεκίνησε γιά νά διαλύσει τήν πολιορκία τού Ναυπλίου.

ΠΗΓΗ