ΆρθροΑρχείο

Η νεκρή το καντήλι …. και το πλεόνασμα….

Η απέναντι όχθη του Βασίλη Καπετάνιου
Ο παππούς στο μπαλκόνι απολάμβανε τον σκέτο ελληνικό καφέ στην μεγάλη αγαπημένη του κούπα. Αγαπημένη γιατί είχε την φωτογραφία του εγγονού, του Πετράν. Το ραδιοφωνάκι ακουμπισμένο πάνω σε ένα μαρμαράκι, μέσα στην μεγάλη γαρδένια, μετέδιδε τις ειδήσεις της ημέρας. Καθώς ετοιμάστηκε ο παππούς να πάρει μια γουλιά καφέ ακόμα, η εναλλαγή εικόνων  του έπαιξε ένα παράξενο οπτικό παιγνίδι. Τα μάτια του γέμισαν με την εικόνα του Πετράν καθώς σήκωσε την κούπα. Ο ίδιος ο Πετράν, άρχισε να εμφανίζεται στην σκάλα καθώς κατέβαζε την κούπα. Κοινό φόντο και των δυο εικόνων το Αργείτικο κάστρο. 
 
-Καλώς τον, ( είπε χαμογελώντας ο παππούς) η κούπα με την φωτογραφία σου, είναι από τα  καλύτερα δώρα σου.
-Ε, να με θυμάσαι παππού, όταν είμαι μακριά. Τι ακούς στις ειδήσεις;
-Την αιώνια αντίφαση του νεοέλληνα μεταξύ λογικής και συναισθήματος. Τελικά είμαστε καταδικασμένοι να υπακούσουμε στο αδίστακτο συναίσθημα.
-Μα τι λες τώρα εγώ στο ραδιόφωνο ακούω για το πώς θα διατεθεί το πρωτογενές πλεόνασμα.
 
-Μα ακριβώς εκεί στο μοίρασμα είναι το συναίσθημα, ενώ η λογική θα ήταν αν και πως μπορούμε να βγούμε από την κρίση και τα μνημόνια. Το μοίρασμα είναι ένα κόκκαλο κρεμασμένο σε ένα ξύλο και εμείς ο λαός τα κουτοκούταβα, θα χωριστούμε σε χίλια κομμάτια, ποιος θα πρωτογλύψει το δεμένο κόκκαλο. Και τότε, αρχίζουν τα σπρωξίματα, οι διχόνοιες, τα μίση, το ψηφοθηρικό «πιθανόν» βόλεμα του καθενός. Νοοτροπίες που μας οδήγησαν σε εμφυλίους πολέμους και στην σημερινή κρίση. Όταν κυριαρχεί το νοσηρό συναίσθημα βλέπεις την ψυχή της νεκρής θείας να σου κάνει το καντήλι ηφαίστειο.
 
-Τι είπες παππού;
-Πετράκι,  σου έφερα καφεδάκι, δεν νομίζω να μην το θέλεις , έχουμε και καινούργια ιστορία από τον παππού αν άκουσα καλά.
-Καλά άκουσες γιαγιά, για λέγε παππού.
 
-Λοιπόν, ο συμμαθητής μου ο Θανάσης ήταν μια ενδιαφέρουσα προσωπικότητα από τα σχολικά χρόνια. Απογειωνόταν με την ιδιαίτερη αίσθηση του χιούμορ του και προσγειωνόταν με την τεράστια αίσθηση της πραγματικότητας που τον διέκρινε. Ισορροπούσε τέλεια μεταξύ συναισθήματος και λογικής. Έγινε τραπεζικός, με αυτή την ισορροπία μέσα του διακρίθηκε στον χώρο του. Πριν δώσει ένα δάνειο ακόμα και την περίοδο των παχιών αγελάδων ανάλυε τα δεδομένα, με την λογική της πραγματικότητας. Με το ιδιαίτερο χιούμορ του προσάρμοζε το ποσό που χορηγούσε στον πελάτη του. Ακόμα και για τον εαυτό του, όταν ζήτησε ένα στεγαστικό δάνειο έκανε ιδιαίτερα αυστηρή ανάλυση της πραγματικότητας του.
 
Όταν ξεκίνησε να χτίζει το σπίτι του, για ένα διάστημα μετακόμισε σε ένα γειτονικό σπίτι. Μαζί τους ήταν και η βαριά άρρωστη αδελφή της μάνας του. Δεν είχε παιδιά και ζούσε μαζί τους. Ένα βράδυ ακούστηκε το παράξενο κράξιμο ενός πουλιού.
-Θανασάκη, ήρθε η ώρα μου. ( Είπε η βαριά άρρωστη θεία.) Είναι το νεκροπούλι.
-Θεία έλα να πιείς το φάρμακο σου και άσε τις χαζομάρες.( Ακούστηκε ξανά το παραπονεμένο κράξιμο του πουλιού.)
-Ήρθε η ώρα μου, παιδάκι μου.
 
-Ναι αφού ανάλυσε όλα τα δεδομένα των  ιατρικών εξετάσεων σου, η ερωτευμένη κουκουβάγια που κράζει αυτή την στιγμή, αποφάνθηκε με την βαθιά επιστημονική της γνώση ότι σου απομένουν τρεις ώρες ζωής. Δεν αφήνεις τις χαζομάρες θεία, άντε καληνύχτα.
-Μετά από τρεις – τέσσερις ώρες ο Θανάσης ξύπνησε από το τράνταγμα της μάνας του.
-Ξύπνα Θανάση μου, η θεία έφυγε.
 
-Ήταν χαράματα, μπήκε ο Θανάσης στην τραπεζαρία είδε όλους του καθρέπτες σκεπασμένους με πανιά, η  θεία μέσα την κάσα με ένα αδιόρατο χαμόγελο ανακούφισης στα χείλη της. Εκείνη την στιγμή ακούστηκε πάλι το παραπονεμένο κράξιμο του πουλιού. Του Θανάση του φάνηκε ότι κουνήθηκε το κεφάλι της θείας του σα να του έλεγε, στα έλεγα εγώ. Αλλά πρόσεξε ότι μια γειτόνισσα  που έκανε νυχτέρι παρηγοριάς ξύπνησε τρομαγμένη από την φωνή του πουλιού και κούνησε το φέρετρο. Και μισοκοιμισμένη φώναξε.
 
-Το καντήλι της νεκρής, το καντήλι της νεκρής, είναι αναμμένο ;
-Ναι, είναι αναμμένο,  (είπε μια άλλη).
-Τότε κάτι έχουμε ξεχάσει και γυρνάει ο χάρος κοντά μας.
-Το μαντήλι, (είπε μια άλλη θεία).
-Ποιό μαντήλι; (Ρώτησε ο Θανάσης).
-Δεν πήρε απάντηση μια γριά έτρεξε και έδεσε ένα μεγάλο μαντήλι στην σκάλα.
-Να, με το μαντήλι δένουμε το κακό και δεν πάει πουθενά, άκου σώπασε το νεκροπούλι.
-Ο Θανάσης άρχισε να σχοινοβατεί μεταξύ λογικής και παράνοιας, αποσύρθηκε διακριτικά και πήγε στην κουζίνα να φτιάξει ένα καφέ.
-Όχι μην ανοίγεις το παράθυρο δεν πρέπει να μπει το κακό στο σπίτι.(Πάλι τον πρόλαβε η άλλη θεία.)
 
-Είπε να δώσει τόπο στην οργή. Βγήκε έξω στο μπαλκόνι, στο κλειστό παράθυρο είδε ένα γεμάτο ποτήρι. Νόμισε ότι ήταν νερό το άδειασε μονορούφι, αλλά ήταν κρασί και μάλιστα από το καλό. Έβαλε πάλι πίσω το ποτήρι. Δεν πρόλαβε να ευχαριστηθεί ούτε μια γουλιά καφέ, όταν βγήκε έξω μια θείτσα και άρχισε να ουρλιάζει. Το βαρύ κρασί τον ζάλισε λίγο, ήταν και νηστικός.
 
-Είναι εδώ η ψυχούλα της ακόμα. ( Βγήκαν και άλλες γυναίκες  στο μπαλκόνι και εκστασιασμένες έβλεπαν το άδειο ποτήρι. Ο Θανάσης προτίμησε να μην μιλήσει.) Γρήγορα να το γεμίσουμε είναι διψασμένη η κακομοίρα!
-Κοιτάξτε να την μεθύστε να μην περάσει το αλκοτέστ του χάρου και να μας την γυρίσει πίσω βρικόλακα! (Μονολόγησε μέσα του ο Θανάσης και μόνο στην ιδέα του αλκοτέστ ξέσπασε σε πνιχτά γέλια που έκρυβε με την παλάμη του.)
 
-Έλα παιδάκι μου μην κάνεις έτσι ( του είπε η άλλη θεία του, η οποία λόγω συνθηκών, αντιλήφθηκε τα πνιχτά γέλια ως έντονο θρήνο από τον ανιψιό). Μην κάνεις έτσι παιδάκι μου, αναπαύτηκε η ψυχούλα της.
-Η κατάσταση παρά την θλίψη για τον θάνατο της καλή θείας ήταν κωμικοτραγική.
-Νάτη , νάτη (φώναξε μια άλλη γριά, και κουνούσε τα χέρια της σαν το Μίκη Θεοδωράκη όταν τραγουδούσε την Ρωμιοσύνη).
-Ποια καλέ; (Φώναξε η άλλη θεία με ένα τόνο υστερίας στην φωνή της.)
-Η ψυχούλα της πετάξει μακριά προς την θάλασσα, νάτη νάτη κοίτα!
-Τότε στο βάθος του ορίζοντα, εκεί που άρχιζε να σπάζει η μαυρίλα της  νύχτας φάνηκε μια δέσμη φωτός να διαγράφει μια ημικυκλική τροχιά.
-Νάτη νάτη Παναγίτσα μου, η ψυχούλα της μας χαιρετάει, φεύγει.
 
-Ο Θανάσης δεν κρατιόταν άλλο, είχε βάλει και τα δυο χέρια του για να πνίξει τα δυνατά του γέλια. Η δέσμη φωτός που διέγραφε την ημικυκλική τροχιά στην νύχτα που τέλειωνε, δεν ήταν η ψυχή της θείας του. Ήταν ένα «κανονάκι» φωτός από το μεγάλο μπουζουξίδικο της παραλίας. Με δέσμες φωτός ξεπροβόδιζε, καλημέριζε τους πελάτες που ήπιαν γενναίες ποσότητες αλκοόλ και άφησαν μεγάλες ποσότητες από γαρύφαλλα πάνω στην πίστα. Κυκλοφορούσε μια φήμη ότι πολλά λουλούδια τέτοιων μαγαζιών προέρχονταν από νεκροταφεία. Τα λουλούδια από τα στεφάνια των νεκρών, αποκτούσαν μια δεύτερη αξία, όταν κάποιος μερακλής χόρευε σε εννέα όγδοα, την μεθυσμένη του αγωνία πάνω από την νοητή πηγάδα του θανάτου.  
 
-Έλα παιδάκι μου, σταμάτα, πάει τώρα καλοταξιδεύει η θεία. Έλα σταμάτα πάμε μέσα.
-Ο Θανάσης όταν μπήκε μέσα αντίκρισε την νεκρή θεία και επανήλθε στα συγκαλά του. Ακούστηκε πάλι το  νεκροπούλι αλλά με ένα πνιχτό κράξιμο αυτή την φορά.
-Κάτι ξεχάσαμε, κάτι δεν πάει καλά, χάνει τον δρόμο  της η ψυχή, την φέρνει πίσω ο χάρος. (Είπε η γυναίκα που έπιασε την θέση της στην κεφαλή του φέρετρου.)
-Δεν θα πέρασε το αλκοτέστ ( σκέφθηκε ο Θανάσης και ήταν έτοιμος να ξεσπάσει σε γέλια αλλά τον σταμάτησε η τσιρίδα της άλλης θείας).
-Το καντήλι, στο εικονοστάσι γρήγορα, τελειώνει το λάδι του.
 
-Πάω εγώ θεία. (Ο Θανάσης δεν άντεχε άλλο την κατάσταση και πήγε να ανανεώσει το λάδι στο καντήλι, το φως του έδειχνε το δρόμο για να πάει η ψυχή στον άλλο κόσμο. Δεν έφτανε ο προβολέας του μπουζουξίδικου χρειαζόταν και το καντηλάκι! Πήγε στην κουζίνα και πήρε το λαδικό. Λαδικό λέγανε την δίλιτρη μπουκάλα από ουίσκι που βάζανε00 το λάδι. Ρίχνει λίγο λάδι και αρχίζει ένα πανηγύρι φωτιάς μέσα στο καντήλι. Τα  έχασε ο Θανάσης. Ξανά η  ερωτευμένη κουκουβάγια με ένα παραπονιάρικο ουρλιαχτό. Η ατμόσφαιρα πήρε διαστάσεις θρίλερ. Πάει να ξαναρίξει λίγο λάδι και το μικρό καντήλι γίνεται ένα μικρός Βεζούβιος.) Μακριά θεία, μακριά από μένα θεία συγχώρα με για τα γέλια δεν θα το ξανακάνω!!!
 
– Έντρομος επιστρέφει στην κουζίνα και εκεί αντιλαμβάνεται ότι αντί για λάδι έριχνε το ειδικό ποτό με βάση το κονιάκ που φτιάχνουν για παρηγοριά στις κηδείες. Ευτυχώς τα πνιχτά του γέλια πάλι για θρήνο τα πήραν!
-Κατάλαβες τώρα Πετράν, μέσα στο καντήλι της παρακμής πετάνε λίγο κονιάκ από το πλεόνασμα της παρηγοριάς και καθώς φουντώνει το καντήλι παραλύει η λογική μας. Ακόμα και  ο πιο λογικός χάνει την αίσθηση της πραγματικότητας. Επειδή είμαστε λαός συναισθηματικός έχουν βρει τον τρόπο να μας διαχειρίζονται.
 
Εκείνη την στιγμή ακούστηκε ο αργός χτύπος της καμπάνας, νταν σιωπή νταν.
-Κάποιος πέθανε στην γειτονιά ( είπε έντρομη η γιαγιά, και άρχισε να μαζεύει τα ρούχα από τα σκοινιά).
-Τι κάνεις εκεί;
-Δεν πρέπει να μένουν τα ρούχα κρεμασμένα όταν υπάρχει νεκρός….
 ( ο παππούς γελούσε δυνατά) ναι γέλα καημένε, φτου, φτου μακριά από εμάς (έκανε η γιαγιά και μπήκε με ένα μπόγο ρούχα βιαστικά μέσα).
-Μην ξεχάσεις τα παράθυρα να κλείσεις και τις πόρτες μην βρει την ευκαιρία ο χάρος….(Πριν τελειώσει την κουβέντα του η γιαγιά είχε αρχίσει να κλείνει πόρτες και παράθυρα.)
 
*Η ιστορία είναι φανταστική αλλά ο συμμαθητής μου ο Βαγγέλης όταν πήγε να ανάψει το καντήλι της νεκρής θείας έριξε κονιάκ αντί για λάδι και λαμπάδιασε για λίγο η λογική του.