ΠολιτικήΑρχείο

Τοπική Αυτοδιοίκηση και Πολιτισμός

Στα «χρόνια της ευκολίας» και της κυριαρχίας του λαϊκισμού στη χώρα μας, όπου τα πάντα αντιμετωπίζονταν ισοπεδωτικά και προσεγγίζονταν με το πνεύμα μιας «χοντροκομμένης» εντυπωσιοθηρίας, ένας από τους τομείς που κυριολεκτικά δεινοπάθησαν ήταν αυτός της πολιτιστικής πολιτικής, τόσο σε επίπεδο κεντρικού κράτους και αυτοδιοίκησης, όσο και σε επίπεδο ιδιωτικών φορέων. Με λίγες φωτεινές εξαιρέσεις, όλη αυτή την περίοδο, ο χώρος των πολιτιστικών δραστηριοτήτων απετέλεσε το προνομιακό πεδίο της εμφάνισης παθογενειών και παραμορφωτικών φαινομένων, που διέστρεφαν το χαρακτήρα τους, ακρωτηρίαζαν ή ακύρωναν την (όποια) παιδευτική διάστασή τους και στην πλειονότητα των περιπτώσεων νόθευαν και αλλοίωναν το περιεχόμενό τους. Από τις περιπτώσεις εκδηλώσεων «κουλτουριάρικης» σοβαροφάνειας μέχρι τα «φολκλορικά» (στα όρια του γραφικού) δρώμενα και τις «κιτς» παραστάσεις «αρπαχτής», η διέπουσα «φιλοσοφία» αυτών των δραστηριοτήτων εξηντλείτο στην επιδίωξη του «θόρυβος να γίνεται» και «αν είναι να βγει και κάτι καλό, ας προκύψει».

Αυτή η στρεβλή προσέγγιση των πολιτιστικών δραστηριοτήτων, με έντονο τον «εργαλειακό» χαρακτήρα είτε προς την κατεύθυνση της προώθησης στενά κομματικών και μικροπολιτικών στοχεύσεων, είτε προς την κατεύθυνση της (χωρίς βάθος σχεδιασμού) απόπειρας εκμετάλλευσής τους δήθεν για την τουριστική προβολή της χώρας ή κάποιων περιοχών της, περισσότερο ζημίωσε παρά ωφέλησε την υπόθεση του πολιτισμού. Διαμόρφωσε, ιδιαίτερα κατά τρεις τελευταίες δεκαετίες, μια αρνητική παράδοση προχειρότητας, ποιοτικής υποβάθμισης του προσφερόμενου «πολιτιστικού προϊόντος» και διασπάθισης πόρων. Χωρίς, μάλιστα, ουσιαστικό αντίκρισμα ούτε στο πεδίο της διάχυσης των πολιτιστικών αξιών, ούτε στην προβολή της πολιτιστικής μας κληρονομιάς, ούτε στην ανάδειξη της σύγχρονης πολιτιστικής δημιουργίας, αλλά ούτε καν και στην ενίσχυση του τουρισμού, καθώς η πραγματική επίδραση αυτού του είδους των εκδηλώσεων στην προσέλκυση των τουριστών υπήρξε – σε γενικές γραμμές – οριακή, όταν δεν ήταν μηδαμινή.

Ωστόσο, η οικονομική κρίση που ενέσκυψε με πρωτόγνωρη ένταση τα τελευταία 4 χρόνια στην πατρίδα μας, παρασύροντας στο πέρασμά της στερεότυπα, αποστεωμένες αντιλήψεις και παρωχημένες πια από τα πράγματα πρακτικές, ανάμεσα στις συνολικότερες επαναπροσεγγίσεις και ανατοποθετήσεις που προκάλεσε, ήταν και η επανεξέταση υπό νέο πρίσμα του ζητήματος των πολιτικών πολιτισμού και του ρόλου που αυτές καλούνται να διαδραματίσουν στο νέο τοπίο που έχει διαμορφωθεί. Έτσι, υπό την πίεση των ποικιλόμορφων ηθικών παρενεργειών της κρίσης, έγινε κατ’ αρχήν αντιληπτό ότι οι αξίες του πολιτισμού προσλαμβάνουν μια νέα σημασία για την ανάκτηση της συλλογικής αυτογνωσίας και την αποκατάσταση της κοινωνικής συνοχής και γι’ αυτό πρέπει να καλλιεργηθούν και να ενδυναμωθούν. Κατά δεύτερον, κατέστη εμφανές ότι μέσα στις συνθήκες δημοσιονομικής στενότητας που επικρατούν οι αμφίβολης ποιότητας και αμφισβητούμενης αισθητικής εκδηλώσεις, όχι μόνο δεν συντελούν στην προβολή της πολιτιστικής κληρονομιάς και της λαϊκής μας παράδοσης, αλλά αντίθετα τις φθείρουν και τις υπονομεύουν, συνιστώντας παράλληλα και απαγορευτική σπατάλη σε έναν τομέα στον οποίο κάθε ευρώ που διατίθεται πρέπει να «πιάνει τόπο». Κατά τρίτον, έγινε κατανοητό ότι σε μια περίοδο παρατεταμένης οικονομικής δυσπραγίας, με όλους τους εγγενείς περιορισμούς που αυτή επιβάλλει, η στήριξη και η ενθάρρυνση της σύγχρονης πολιτιστικής δημιουργίας αποτελεί προτεραιότητα που δεν πρέπει να παραβλέπεται αν δεν θέλουμε η πατρίδα μας να μεταβληθεί σε πνευματική έρημο. Τέλος, συνειδητοποιήθηκε ότι η αξιοποίηση του πολιτισμού ως πόλου προσέλκυσης τουριστών, δεν μπορεί να γίνεται όπως μέχρι πρότινος, ασχεδίαστα και αποσπασματικά, αλλά πρέπει να ενταχθεί σε μια ολοκληρωμένη και επεξεργασμένη στρατηγική για ν’ αποφέρει καρπούς.

Μπροστά σε αυτά τα νέα δεδομένα και τις καινούριες ιεραρχήσεις προτεραιοτήτων που υπαγορεύουν είναι προφανές ότι χωρίς ουσιαστικό σχεδιασμό, χωρίς ξεκάθαρη στόχευση, χωρίς ορθολογική αξιοποίηση των χρησιμοποιούμενων πόρων, κυρίως – όμως – χωρίς ένα ελπιδοφόρο όραμα πολιτισμού, που να εκφράζει ιδανικά και να υπηρετεί αξίες, αξιόπιστη πολιτιστική πολιτική δεν μπορεί να υπάρξει ούτε από δημόσιους, ούτε από αυτοδιοικητικούς, ούτε από ιδιωτικούς φορείς. Και είναι πρόδηλο ότι, αντίθετα με ό,τι συνέβαινε στο παρελθόν, σήμερα, η πολιτική για τον πολιτισμό, από όποιον και αν ασκείται, οφείλει να ενσωματώνει στον προγραμματισμό και την υλοποίησή της και να υπηρετεί συγχρόνως και ισόρροπα την αξιακή, την παιδευτική, την ψυχαγωγική και την αναπτυξιακή διάσταση, χωρίς μονομέρειες προς τη μία ή την άλλη πλευρά, αλλά και χωρίς προχειρότητες και «αβαρίες» που υποβαθμίζουν την ποιότητα και αντιστρατεύονται σε τελική ανάλυση της ίδια την ουσία του πολιτισμού.

Σε αυτό το νέο περιβάλλον, ειδικά ο ρόλος της Τοπικής Αυτοδιοίκησης στον πολιτισμό μπορεί να αναδειχθεί καθοριστικός. Απαλλαγμένη από τις γραφειοκρατικές αγκυλώσεις και τις πολυποίκιλες δυσκαμψίες του κεντρικού κράτους, διαθέτοντας το συγκριτικό πλεονέκτημα της επιτόπιας εποπτείας του πεδίου ανάληψης των πολιτιστικών δράσεων, και έχοντας την ευχέρεια ως το εγγύτερο προς τον πολίτη επίπεδο εξουσίας να κινητοποιήσει άμεσα ανθρώπινο δυναμικό και τοπικούς χρηματοδοτικούς πόρους, η Τοπική Αυτοδιοίκηση μπορεί να εκπονήσει και να εφαρμόσει μια ολοκληρωμένη πολιτική πολιτισμού, που να ανταποκρίνεται με επιτυχία στα πολλαπλά ζητούμενα της νέας εποχής και να συμβάλει με πολλαπλασιαστικά θετικά αποτελέσματα ιδιαίτερα στην προσπάθεια για την ώθηση της ανάπτυξης της κάθε περιοχής. Για να μπορέσει, όμως, η Τοπική Αυτοδιοίκηση να κινηθεί προς αυτή την κατεύθυνση, πρέπει οι ίδιοι οι φορείς της να συνειδητοποιήσουν τη νέα πραγματικότητα και τις ευκαιρίες που διανοίγει. Και πρέπει, προπάντων, ο όποιος σχεδιασμός γίνει να έχει ως απαρασάλευτο σημείο αναφοράς την αναγνώριση ότι ο Ελληνικός πολιτισμός αποτελώντας έναν συνδυασμό των αρχών του μέτρου και της ελευθερίας, είναι μια ανεκτίμητη παρακαταθήκη, που η σωστή αξιοποίησή της μπορεί να συντελέσει αποφασιστικά στην έξοδο της χώρας μας από τη σημερινή πολυδιάστατη οικονομική, κοινωνική, αλλά και αξιακή κρίση. Αρκεί να ληφθούν οι σωστές αποφάσεις και να αναληφθούν οι αναγκαίες πρωτοβουλίες.

Στο πλαίσιο αυτό, μια ολοκληρωμένη νέα πολιτική πολιτισμού εκ μέρους της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, προσαρμοσμένη στις νέες συνθήκες και στις νέες ανάγκες της πατρίδας μας, οφείλει να περιλαμβάνει τις ακόλουθες ορίζουσες:
1.    Τη σύνδεση της ανάδειξης της πολιτιστικής κληρονομιάς και της ιστορικής παράδοσης κάθε τόπου με ένα δυναμικό παρόν και ένα δημιουργικό μέλλον, μέσα από το σχεδιασμό παρεμβάσεων και δράσεων που να συνδυάζουν οργανικά και τις τρεις επιδιώξεις.
2.    Τη δημιουργία υποδομών και την παροχή ευκαιριών, που θα επιτρέπουν στις δημιουργικές δυνάμεις κάθε περιοχής να εκφραστούν απρόσκοπτα και να δώσουν το δικό τους θετικό στίγμα.
3.    Την πραγματοποίηση έργων υποδομής, που να εξασφαλίζουν την προσέγγιση, την επισκεψιμότητα και την άρτια ξενάγηση στα υπάρχοντα σε κάθε περιοχή μνημεία, στους αρχαιολογικούς χώρους, κλπ., με επαναπροσδιορισμό του ωραρίου λειτουργίας τους.
4.    Την επένδυση στον πολιτιστικό τουρισμό, που αποτελεί μια δυναμικά ανερχόμενη εναλλακτική μορφή τουρισμού διεθνώς, αφού σύμφωνα με τα στοιχεία του Παγκόσμιου Οργανισμού Τουρισμού αναπτύσσεται με ρυθμό 15 % το χρόνο, ενώ το 37 % όλων των διεθνών ταξιδιών περιλαμβάνει και το πολιτιστικό στοιχείο. Ειδικά στο πεδίο αυτό και με δεδομένο ότι η ιστορία θεωρείται σημαντικός πολιτιστικός πόρος ώστε να προσελκύσει επισκέπτες σε κάθε περιοχή, τα περιθώρια ανάπτυξης στη χώρα μας είναι τεράστια, εφ’ όσον υπάρξει σοβαρός και συνεπής μακροχρόνιος προγραμματισμός.
5.    Τη στήριξη της διάχυσης των έργων του πολιτισμού στην τοπική κοινωνία κάθε περιοχής με τη διοργάνωση πολιτιστικών δράσεων στις γειτονιές και τις δημοτικές ενότητες, την πραγματοποίηση πολιτιστικών και ψυχαγωγικών εκδηλώσεων, την ίδρυση δικτύων παιδικών βιβλιοθηκών, την ψηφιοποίηση των δημοτικών βιβλιοθηκών, την αξιοποίηση στο έπακρο των νέων τεχνολογιών κλπ.
6.    Την ενθάρρυνση του ενδιαφέροντος για τη συστηματική μελέτη και την ανάδειξη συγκεκριμένων στοιχείων της τοπικής λαϊκής πολιτιστικής παράδοσης, με την παροχή κάθε είδους στήριξης στους ενδιαφερόμενους μελετητές, τη θέσπιση βραβείων για τις καλύτερες εργασίες, την έκδοση σχετικών μονογραφιών, κλπ.

Μόνο εφόσον η πολιτική πολιτισμού αντιμετωπιστεί από την Τοπική Αυτοδιοίκηση ως μια μεγάλη πρόκληση και ταυτόχρονα ως ένας καθοριστικός συντελεστής που μπορεί να συμβάλει αποφασιστικά στην προσπάθεια για την έξοδο της πατρίδας μας συνολικά, αλλά και κάθε περιοχής ξεχωριστά, από τη σημερινή πολύπλευρη κρίση, μπορούν να διαμορφωθούν οι προϋποθέσεις για ένα πραγματικό νέο ξεκίνημα στο πεδίο αυτό. Και μόνον εφόσον συνειδητοποιηθεί ότι οι μέχρι σήμερα πρακτικές στον τομέα αυτό στην πλειονότητά τους ήταν αναποτελεσματικές και ατελέσφορες για την ίδια την υπόθεση του πολιτισμού, θα εκτιμηθεί στις σωστές του διαστάσεις ο επείγον χαρακτήρας του προτεινόμενου αναπροσανατολισμού της κατεύθυνσης των πολιτιστικών δραστηριοτήτων από την τωρινή άναρχη και χωρίς προγραμματισμό πρακτική, σε μια περισσότερο συγκροτημένη και ολοκληρωμένη προσέγγιση. Το κρίσιμο αυτό στοίχημα είναι ανοιχτό μπροστά για όλους τους ενασχολούμενους με την Τοπική Αυτοδιοίκηση εν’ όψει των επικείμενων αυτοδιοικητικών εκλογών. Που πρέπει να αναγνωρίσουν οι ίδιοι και να αναδείξουν κατά τρόπο πειστικό στους πολίτες ότι η πολιτική πολιτισμού δεν είναι ένα «πάρεργο» της δραστηριότητας του κάθε Δήμου, αλλά ένας από τους σημαντικότερους πυλώνες της αποστολής του. Στοιχείο, βέβαια, που θα πρέπει έμπρακτα να το επιβεβαιώσουν με τις αποφάσεις και τη στάση τους έναντι του πολιτισμού μετεκλογικά. Οπότε οφείλουν πραγματικά να τον θέσουν στο πρώτο πλάνο των προτεραιοτήτων και των ενδιαφερόντων της πολιτικής του Δήμου τους. Κινητοποιώντας τους πολίτες στην προσπάθεια αυτή, από τα ευεργετικά αποτελέσματα της οποίας θα ωφεληθούν όλοι. Και η Ελληνική κοινωνία στο σύνολό της και ο κάθε τόπος ξεχωριστά, και οι κάτοικοι της κάθε περιοχής.
 
Του Δημήτρη Κρίγγου,
Δημοτικού Συμβούλου Άργους – Μυκηνών