ΆρθροΑρχείο

Στην λαϊκή αγορά…

Η απέναντι όχθη του Βασίλη Καπετάνιου

 

Ο Κώστας πίνοντας την τελευταία γουλιά καφέ, χαράματα Τετάρτης, μπήκε στο βαριά φορτωμένο αγροτικό του αυτοκίνητο και ξεκίνησε για την λαϊκή αγορά στο Αιγάλεω. Με τα φώτα νυσταγμένα και βαριά πήρε την στροφή στην οδό Μεγάλου Αλεξάνδρου. Ακολουθώντας μια ιεροτελεστία χρόνων, οι λαϊκατζήδες έστηναν την λαϊκή αγορά. Αντάλλασσαν βουβές καλημέρες και αφού τέλειωναν το στήσιμο των πάγκων τότε καλημερίζονταν κανονικά.

 

Στο δεξί  χέρι του  Κώστα  ήταν ο πάγκος του Πέτρου του Αυγορουφήχτρα. Το παρατσούκλι του βγήκε όχι γιατί πουλούσε αυγά αλλά γιατί πριν πάρει τον πρωινό του καφέ στην λαϊκή, ρουφούσε με απίστευτη δεξιοτεχνία τρία αυγά. Αυτό ήταν το πρωινό του και τον κράταγε ολόκληρη την ημέρα.  Ο αυγουλάς από τα Μέγαρα  ήταν  η χαρά της λαϊκής αγοράς, παιδί έξω καρδιά.

 

Στο αριστερό χέρι του Κώστα, έστηνε τον πάγκο του ο Γιάννης, ο Σφιχτοπίκρης. Το παρατσούκλι του βγήκε γιατί ήταν ιδιαίτερα τσιγκούνης και κακιασμένος. Καφέ δεν παράγγειλε ποτέ από το καφενείο τόσα χρόνια , ακόμα και αν είχε ξεπουλήσει όλο τον πάγκο του δεν ήταν ποτέ ευχαριστημένος. Λαχανικά από την Θήβα το βασικό του προϊόν.

-Έλα ρε Γιάννη, χαμογέλα λίγο, αφού ξεπούλησες σήμερα. (Του είπε ο Κώστας πριν από χρόνια.)

-Ναι αλλά ο παρακάτω, ο γείτονας μου πούλησε περισσότερα!

-Αφού έφερε περισσότερα λογικό είναι!

 

Βέβαια οι καλές εποχές είχαν τελειώσει εδώ και τέσσερα χρόνια. Δύσκολα έβγαινε το μεροκάματο. Ο κόσμος αργούσε να βγει στην αγορά, η χρονοκαθυστέρηση μείωνε τις αρχικές τιμές τον προϊόντων. Ο χρόνος μπορεί να είναι σχετικός αλλά στον κόσμο της λαϊκής αγοράς ήταν αντιστρόφως ανάλογα τιμολογιακός. Όσο μεγάλωνε ο χρόνος παραμονής των προϊόντων στους πάγκους τόσο μειώνονταν οι τιμές τους.

Οι πάγκοι είχαν στρωθεί ο καφετζής έφερε τους καφέδες, ο Γιάννης έπινε από τον δικό του, μέσα από το πλαστικό μπουκάλι και άρχισε την μουρμούρα. 

-Πάει δεν βγαίνει με τίποτα. Ούτε τα πετρέλαια δεν θα βγάλουμε σήμερα. Την ατυχία μου μέσα!

Τόσα χρόνια τον ήξεραν, τον άφησαν να συνεχίσει τον μονόλογο του. Στην άκρη του δρόμου, στην αρχή της λαϊκής αγοράς φάνηκε μια όμορφη κοπέλα.

-Σταμάτα ρε Γκρινιάρη έρχεται η  Χιονάτη, από κάποιον κάτι θα ψωνίσει. (Του φώναξε ο Πέτρος.)

 

Η κοπέλα κατευθύνθηκε στον Γιάννη που ήταν και ο πρώτος πάγκος. Ο Σφιχτοπίκρης πήρε το πιο καλό του χαμόγελο για τον σεφτέ της ημέρας αλλά του κόπηκε απότομα.

-Καλημέρα κύριε, κάνουμε ένα έρανο – λαχειοφόρο αγορά για το ίδρυμα ατόμων με ειδικές ανάγκες …

-Άσε μας ρε κοπέλα μου, σεφτέ δεν κάναμε ακόμα, θα βάλουμε και από την τσέπη μας. Άντε σε παρακαλώ πρωί – πρωί… άντε σε παρακαλώ.

 

Η κοπέλα αιφνιδιάστηκε από το λεκτικό ηλεκτροσόκ του Γιάννη, κατευθύνθηκε προς την άλλη πλευρά της λαϊκής αγοράς.

-Δεσποινίς ( της φώναξε ο Κώστας).

-Θα περάσω στο τέλος κύριε.

 

Η κοπέλα έφυγε σε μια προσπάθεια να μειώσει την ταραχή της. Ο Σφιχτοπίκρης γύρισε την πλάτη στον Κώστα. Ήξερε ότι με χίλιους κόπους και βάσανα μεγάλωνε ένα τετραπληγικό αγόρι.

 

Η ώρα πέρασε σιγά – σιγά άρχισε να μπαίνει ο κόσμος στην αγορά. Στην άκρη του δρόμου φάνηκε η κυρά Ντίνα, με το χαρακτηριστικό υφασμάτινο καρότσι και την μαύρη μαντίλα στο κεφάλι. Πελάτισσα του αυγουλά από την εποχή που φόραγε κοντά παντελόνια και βοηθούσε τον πατέρα του στην αγορά.

-Καλώς την κυρά Ντίνα. Τι να ετοιμάσω για σήμερα; ( Ο Πέτρος πρόσεξε ότι η κυρά Ντίνα δεν του έδινε βλέμμα σήμερα, ήταν πολύ σφιγμένη.)

-Πέτρο ..

-Ναι κυρά Ντίνα

-Να, βάλε όσα αυγά μπορώ να πάρω πάνω στην καρτέλα. (Του έβαλε στο χέρι πέντε ευρώ ποσό λιγότερο από την αξία μια καρτέλας αυγών. Η οικονομική κρίση είχε φτάσει και στην πόρτα της κυρά Ντίνας. Ο Πέτρος πήρε τα λεφτά και της δίνει δυο καρτέλες με αυγά!)

-Μα Πέτρο !

-Δεν μου είπες να σου βάλω όσο κάνουν τα λεφτά που μου έδωσες; Πάρ΄ τα σε παρακαλώ.

 

Ο Πέτρος ένοιωσε το δάκρυ ευγνωμοσύνης της κυρά Ντίνας καθώς της έδινε τα αυγά. Ο Σφιχτοπίκρης δυο πάγκους πιο πέρα δεν μπορούσε να χωνέψει ότι σε μια πελάτισσα πούλησε δυο καρτέλες αυγά ο συνάδελφος του! Έβγαλε το θυμό του ρίχνοντας μερικές φάπες σε δυο μεγάλα λάχανα. Ο Κώστας που ήταν πιο κοντά στον πάγκο του αυγουλά κατάλαβε τι έγινε.

-Ρε Πέτρο νομίζω ότι ήσουν λίγο υπερβολικός. Μπορούσες να δώσεις μια καρτέλα στην κυρούλα και όλα θα ήταν εντάξει. Δυο καρτέλες είναι πολύ.

-Λες να το μάθουν οι κότες μου και να αρχίσουν τις απεργίες στο κοτέτσι; Κοίτα κακομοίρη μου, καθώς πηγαίνεις για Άργος,  μην σταματήσεις και με καρφώσεις. Ότι δίνεις με την καρδιά σου δεν πάει χαμένο.

 

Η μέρα ήταν δύσκολη, λίγα προϊόντα είχαν πουλήσει από τους πάγκους τους. Άλλο ένα οριακό μεροκάματο. Μετά από ώρα η κοπέλα με τους λαχνούς φάνηκε να έρχεται από το βάθος. Κρατούσε και μια καρτέλα αυγά. Ο Κώστας της έκανε νόημα να πάει κοντά του.

-Πόσο έχει ο ένα λαχνός ;

-Ένα ευρώ.

-Δώσε μου είκοσι. (Ο Σφιτοπίκρης μαζεύτηκε κουλούρα στον πάγκο του, σαν να έφαγε μαχαιριά στην κοιλιά όταν είδε το εικοσάρικο να το παίρνει η κοπέλα.)

-Ελάτε και από δω δεσποινίς. (Φώναξε ο Πέτρος.)

 

Η κοπέλα πρόσεξε ότι ο Πέτρος πουλούσε αυγά, ένοιωσε λίγο άβολα όταν ακούμπησε πάνω στον πάγκο με τα αυγά την καρτέλα αυγοθήκη για να βγάλει ένα νέο μπλοκ με λαχνούς. Ο αγρότες με τα προϊόντα τους έχουν μια σχέση δακτυλικού αποτυπώματος. Ο Πέτρος αναγνώρισε αμέσως ότι τα αυγά ήταν δικά του αλλά ήταν επίσης σίγουρος ότι δεν είχε πουλήσει στην κοπέλα αυγά. Από την απορία τον έβγαλε η ίδια η κοπέλα.

-Ξέρετε, μια γιαγιούλα δεν είχε λεφτά να μου δώσει και μου πρόσφερε αυτή την καρτέλα με αυγά, να την πάω στο ίδρυμα.

-Είχε ένα υφασμάτινο καρότσι και φορούσε μαύρη μαντίλα;

-Μάλιστα κύριε, πως το ξέρετε;

-Στο πα ρε, ότι δίνεις από καρδιάς δεν χάνεται… (η κοπέλα απορούσε, ιδιαίτερα όταν είδε τα βουρκωμένα μάτια του Κώστα) μην δίνεις σημασία κοπέλα μου κάτι δικό μας ήταν. Δώσε μου και μένα άλλα είκοσι.

 

Ο Σφιχτοπίκρης όταν είδε άλλο ένα εικοσάρικο να φεύγει για την κοπέλα κόντεψε να πάθει εγκεφαλικό.

-Δεν είναι δυνατόν από άλλού ψώνισε τα αυγά ετούτη, της δίνει και είκοσι ευρώ, πρέπει να τον έχει πειράξει η κρίση. (Μονολόγησε και ασυναίσθητα έριξε μερικές ακόμα φάπες στα απούλητα λάχανα. )

 

Η μέρα της λαϊκής αγοράς λίγο μετά το μεσημέρι τέλειωνε. Ο χρόνος πια ήταν αμείλικτος. Πελάτες δεν πρόκειται πλέον να περάσουν. Μετά το μεσημέρι ήταν η ώρα των απελπισμένων. Πήγαιναν στους κάδους μήπως είχε απομείνει τίποτα για να χορτάσουν την απελπισία τους. Ο Πέτρος σιγά – σιγά έβαζε μέσα στο φορτηγάκι ψυγείο τα αυγά του. Ο Κώστας δεν είχε πάει πολύ καλά σήμερα. Το μυαλό του όμως ήταν αλλού, τον είχε συγκινήσει ιδιαίτερα η ιστορία με τα αυγά της κυρά Ντίνας. Πάνω στον πάγκο του είχαν μείνει διαλεχτά αργείτικα πορτοκάλια. Να τα γυρίσει και πίσω τι να τα κάνει , να τα πετάξει στον κάδο τα λυπόταν. Με τα χέρια του τα μάζεψε από τα δέντρα του. Ήταν σαν να έφτυνε τον ιδρώτα του, Πήρε στο κινητό τηλέφωνο την γυναίκα του.

-Καλούτσικα πήγαμε και σήμερα Κατερίνα. Αλλά μου έχουν μείνει λίγα πορτοκάλια από τα πολύ καλά.

-Δώστα σε κάποιον πελάτη σου.

-Δεν πατάει ψυχή τέτοια ώρα.

-Βάλτα σε μια γωνιά κάποιος θα τα πάρει.

-Εντάξει… Πέτρο μου δίνεις δυο χαρτοκιβώτια.

-Αμέσως .

 

Ο Κώστας άδειασε τον πάγκο του προσεκτικά τα πορτοκάλια μέσα στα κιβώτια. Και τα άφησε στην άκρη του πεζοδρομίου.

-Ότι δίνεις από καρδιάς δεν πάει χαμένο. ( Είπε στον Πέτρο που τον κοιτούσε.) 

-Αν δεν με καρφώσεις στις κότες μου, δεν θα πω τίποτα στις πορτοκαλιές σου.

-Μα καλά τους αφήνεις τα πορτοκάλια; (Ρώτησε απογοητευμένος ο Γιάννης.)

-Και τι να τα κάνω, και να τα πάω πίσω παραπάνω πετρέλαιο θα κάψω.

 

Το παραπάνω κόστος πετρελαίου λειτούργησε καταλυτικά στο μυαλό του Γιάννη.

-Πέτρο δώσε μου και μένα δυο κουτιά.

 

Οι δύο γείτονες κοιτούσαν απορημένοι τον Γιάννη που δεν έδινε στον άγγελο του νερό να γεμίζει λάχανα τα δυο χαρτοκιβώτια.  Ο Κώστας άρχισε να βάζει τα τελάρα του στο αγροτικό αυτοκίνητο.

-Τελικά κακώς λένε ότι ο άνθρωπος δεν αλλάζει. Ορίστε από μια τυχαία κουβέντα και ο Σφιχτοπίκρης προσφέρει, δίνει τα λάχανα του. ( Δεν πρόλαβε να τελειώσει την σκέψη του όταν άκουσε καυγά πίσω του. Ο Πέτρος  είχε εκσφενδονίσει ένα αυγό στην πλάτη του Γιάννη. Ήταν έτοιμος να του χιμήξει.)

-΄Ήρεμα, Πέτρο.

-Καλά δεν είδες τι κάνει ο βρομιάρης;

-΄Ε όχι, και βρομιάρης…. Σήμερα είναι άλλος άνθρωπος.

-Καλά δεν είδες τίποτα.

-Όχι.

-Κατούρησε μέσα στα λάχανα που θα αφήσει.

-Και εγώ πιο ελαφρύς θα είμαι, λιγότερο πετρέλαιο θα κάψω…

Ανταπάντησε ο  Σφιχτοπίκρης μπήκε «ανακουφισμένος» στο αμάξι του και έφυγε.

 

*Η ιστορία στηρίχτηκε σε πραγματικά γεγονότα, άλλο ένα δείγμα του μεσογειακού μας ταμπεραμέντου. Ένας λαός που δεν μπορεί ακόμα να διαχειριστεί τα συναισθήματα του. Υπερβολική η προσφορά του Αυγουλά, αηδιαστική η πράξη του Σφιχτοπίκρη, ευτυχώς στο ενδιάμεσο υπάρχει κάποια κυρά Ντίνα λογικά σκεφτόμενη αξιοποιεί κατάλληλα τα αυγά που δεν θα μπορούσε να καταναλώσει σε μια εβδομάδα.