ΆρθροΑρχείο

Για 300 ευρώ ρουφιάνος;

Η απέναντι όχθη του Βασίλη Καπετάνιου
Ο Τέλης ο Ένα, ύψωσε το μικρό τσιπουροπότηρο στον λαμπερό ήλιο του απομεσήμερου χαιρετώντας τον από την πλατεία του λιμανιού. Μέσα από τις γωνίες του γυαλιού μια μικρή λουρίδα ουράνιου τόξου απλώθηκε πάνω στο μικρό μαρμάρινο τραπέζι. Ο Τέλης ο Ένα ήταν σίγουρος ότι ο ήλιος επικοινώνησε μαζί του. Κατεβάζει μονορούφι το ποτό του. Το κάψιμο στο λαιμό του εξατμίζεται με μια γλυκιά ζάλη στο νου του. Η ατμομηχανή της ονειροπόλησης ξεκίνησε ένα ακόμα ταξίδι καταργώντας το χώρο και τον χρόνο. Κατεβάζει το κασκέτο μέχρι το ύψος των ματιών του αποκλείοντας τον έξω κόσμο. Βυθίζεται σε μια ιδιωτική μελλοντική ενδο- προβολή.
 
Βλέπει τον εαυτό του κοντά στα εξήντα πέντε του χρόνια, λεύτερος από υποχρεώσεις και τα αναγκαστικά  κουστούμια της υποκρισίας που χρειάστηκε να φορέσει για την καθημερινή βιοπάλη. Πάνω στο γαϊδουράκι που τον πήγαινε βόλτα ο παππούς του, κατεβαίνει αργά τετράποδα στην ίδια πλατεία. Στα χέρια του το μπαγλαμαδάκι που ξεκουράζεται στην διπλανή καρέκλα. Τραγουδά κομμάτια του  Νίκου Παπάζογλου, λέει λεύτερα ότι θέλει και όπως θέλει, ο  «γέρο τρελός» του χωριού. Ένα γαλήνιο χαμόγελο ζωγραφίζεται στα χείλη του. Αλκοόλ, ήλιος  και ονειροπόληση έφεραν την πλήρη χαλάρωση. Αλλά, ένα φιλικό χτύπημα στον ώμο τον προσγείωσε απότομα στον παρόντα χρόνο. Ένας κουστουμάτος είχε σταθεί απέναντι του, ένα τεχνητό χαμόγελο στο πρόσωπο του.
-Μπορώ να σας απασχολήσω για λίγο;
-Αφού με γύρισες πίσω, λέγε.
-Από πού γυρίσατε;
-Ξέχνα το, λέγε…
-Να σας συστηθώ Γιώργος Πανταβούτας, υποψήφιος στις εκλογές, θέλω να προσφέρω στον τόπο, ζητώ την ψήφο σας. Αξίζουμε ένα καλύτερο αύριο σε αυτόν τον τόπο.
 
-Από την γνωστή οικογένεια τον Πανταβουταίων είσαι; ( Ο υποψήφιος κούνησε καταφατικά το κεφάλι του, σαν ντροπαλή κορασίδα που της κάνουν κόρτε .) Τώρα μάλιστα! ( Σκέφτηκε ο Τέλης ο Ένα, η οικογένεια των Πανταβουταίων ήταν γνωστό ότι από την εποχή του 1821 μέχρι σήμερα με καταχρήσεις δημοσίου χρήματος έκανε τεράστια περιουσία. Το επίθετο δεν ήταν τυχαίο.) Άκου ρε φίλε για να τελειώνουμε ( ασυνείδητα ο υποψήφιος έκανε ένα βήμα πίσω). Αυτό το τσίρκο που λέγεται αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία των αντιπροσώπων εγώ δεν το πάω. Δεν θα με καταντήσετε βαμμένο κλόουν να πάω να ψηφίσω μαϊμούδες. Δεν θα με ταίσετε εμένα με υποσχέσεις για ληγμένες ευρωπαικές μπανάνες.
 
-Δεν καταλαβαίνω τι λέτε κύριε! ( Η περίπτωση όπου η άγνοια σώζει.)
-Λέτε ότι θα κάνετε το ένα και το άλλο έργο. Με τι λεφτά;
-Με χρηματοδότηση από την ευρωπαική ένωση.
-Όσο πιο πολλά λεφτά μας δίνει η Ευρώπη τόσο μεγαλώνει η εξάρτηση μας και τα δάνεια μας. Μόνοι μας, δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα;
 
Ο υποψήφιος κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να πουλήσει το παραμύθι του στον Τέλη τον Ένα. Βουβός έκανε μεταβολή και χάθηκε για τον κάτω δρόμο της πλατείας. Ο Τέλης ο Ένα έπιασε ξανά το κασκέτο και ετοιμαζόταν για μια νέα απόπειρα ονειρικής χαλάρωσης. Με την άκρη του ματιού του είδε τον ξάδελφο του τον Τέλη τον Δύο να ανταλλάσει θερμές χειραψίες και φιδίσιους εναγκαλισμούς με τον υποψήφιο. Τα δυο πρωτοξάδελφα είχαν γεννηθεί με διαφορά ολίγων λεπτών, για αυτό τους βγήκε το παρατσούκλι Τέλης ο Ένας και Τέλης ο Δύο. Με τον δείκτη των χεριών του τρίβει και ξανατρίβει τα μάτια του, αλλά η εικόνα είναι αμείλικτα επιβεβαιωτική. Ο ξάδελφος ήρθε φουριόζος στο τραπέζι του. Σήκωσε προσεκτικά τον μπαγλαμά και τον έβαλε σε μια διπλανή καρέκλα για κάτσει δίπλα στον Τέλη τον Ένα, πρωτοξάδελφο και αδελφικό φίλο. Ο Δύο σήκωσε το χέρι στον καφετζή κάνοντας το σήμα της νίκης και αμέσως μετά ο δείκτης του χεριού έκανε ένα νοητό κύκλο. Μεταφραζόμενες στην νοηματική του καφενείου αυτές οι κινήσεις σήμαιναν δυο τσίπουρα και μια πλήρη ποικιλία μεζέδια. Πέρασαν λίγες στιγμές σιωπής.
 
-Ρε Δυο που τον ξέρεις τον αγκαλίτσα, τον ψηφάκια;
-Δεν τον ξέρω πολύ καλά αλλά χθες πήγα στο εκλογικό του μαγαζί. ( Ο καφετζής έφερε τα τσίπουρα και τα μεζέδια) Αφεντικό κερασμένα από μένα ετούτα και τα προηγούμενα. ( Ο καφετζής τον κοίταξε με απορία, ο Δύο δεν συνήθιζε τα κεράσματα, το αντίθετο μάλιστα.) Πάρε ένα πενηντάρικο να μας κανονίσεις και τα επόμενα. (Ο καφετζής πήρε το χαρτονόμισμα και το κοιτούσε και από τις δυο πλευρές καθώς πήγαινε το μαγαζί του.)
-Έπιασες δουλειά Δύο;
-Όχι αλλά χθες πήγα στο γραφείο, το μαγαζί του ψηφάκια… να σου πω, ότι πούμε μεταξύ μας, τάφος ε;
-Με τόσα μνημόνια – μνήματα στην πλάτη μου ο τάφος είναι το λιγότερο. Για λέγε..
-Ε στο λέω, λοιπόν, επειδή πήγα στο εκλογικό κέντρο πήρα τριακόσια ευρώ.
 
Ο Τέλης ο Ένα ένοιωσε τους βολβούς των ματιών του να μετεωρίζονται έξω από τους οφθαλμικούς κόγχους, μια να κοιτούν αυτόν μια να κοιτούν τον ξάδελφο.
-Πήρες τριακόσια ευρώ για να ψηφήσεις ετούτον; Ρε τα κόκκαλα του παππού μας θα τρίζουν από οργή και απογοήτευση…
-Δεν μου τα έδωσε αυτός, αλλά ο αντίπαλος του ο Κλεφτόπουλος…
 
Ο Ένα ένοιωσε ότι έχασε τους  βολβούς των ματιών του, κατέβασε το ποτήρι με το τσίπουρο χωρίς να πιεί σταγόνα, με το μικρό δάκτυλο χτύπησε τον μπαγλαμά του, ένα παρατεταμένο νιιιι που ακούστηκε πιστοποιούσε την επαφή του με την πραγματικότητα.
-Άκου Δύο, είπαμε να πιούμε τα τσιπουράκια μας να χαλαρώσουμε, αν έχεις όρεξη για πλάκα εντάξει, ωραία ήτανε…
-Άκου, να σου εξηγήσω, αλλά, είπαμε τάφος. Ο Κλεφτόπουλος, δηλαδή άνθρωποί  του, όχι ο ίδιος, με πλησίασαν και μου έδωσαν τρακόσια ευρώ για να πάω στο εκλογικό κέντρο του άλλου, μόνο που έπρεπε να φοράω το κουμπί.
– Σου έδωσαν τρακόσια ευρώ για να πας εκεί και να φοράς ένας κουμπί; ( Ο Ένα σήκωσε τα μάτια του στον ήλιο, του φάνηκε ότι τα λαμπερό αστέρι φορούσε τα γουρλωμένα μάτια του και τον κοιτούσε με την ίδια απορία.)
 
-Κουμπί ήταν μια ψηφιακή καταγραφική κάμερα, ότι έγινε εκεί μέσα, όσοι ήταν, ότι είπαν καταγράφηκε, δεν ξέφυγε τίποτα. Πήγα πρώτος και έφυγα τελευταίος.
-Καλά ρε έγινες ρουφιάνος για τριακόσια ευρώ;
-Έπρεπε να ζητήσω περισσότερα; (!!!)
-Ρε είσαι με τα καλά σου; Ρουφιάνος ο εγγονός του Τέλη του ανταρτοκαπετάνιου;. Θυμάσαι ρε τι μας έλεγε ο παππούς όταν μας πήγαινε βόλτα στην μεγάλη περβόλα, εμείς πάνω στο γαιδουράκι και αυτός με τα πόδια. «Πούστης κλέφτης και ρουφιάνος να μην γίνεις. Μα ο χειρότερος είναι ο ρουφιάνος γιατί είναι και τα άλλα δυο μαζί»
 
 – Και τι οικονόμησε ο παππούς μας, μόνο φυλακές και εξορίες. Άλλαξαν οι εποχές Ένα, το εύκολο χρήμα είναι γλυκό….
-Έχεις δίκιο όλα ισοπεδώθηκαν. Έχω μούσια, παίζω μπαγλαμά τραγουδάω καλά, αν έβγαζα και βυζιά θα έπαιρνα βραβείο στην γιουροβίζιον και θα ήταν και πράξη αντίστασης στον φασισμό όπως μας έλεγε ο άλλος τις προάλλες. Αν είχα κλέψει πολλά και για πολλά χρόνια θα ήμουν τώρα ένας καθώς πρέπει πολίτης , μπορεί να έβαζα και υποψηφιότητα να προσφέρω και εγώ στον τόπο. Σε τούτο τον τόπο όσο μεγαλύτερο δημόσιο αδίκημα κάνεις τόσο μεγαλύτερο κύρος αποκτάς. Αν γινόμουν και ρουφιάνος θα είχα μεροκάματο όσο ένα μηνιάτικο. Δεν μου λες το φοράς ακόμα το κουμπί; ( Και σκύβει ο Ένα προς το πουκάμισο του Δύο) Ένα…δύο , ένα … δύο κέντρο ακούει; Ένα δύο κέντρο ρουφιανιάς ακούει…
 
-Κάτσε καλά ρε, ακούει ο καφετζής …. Έχει στήσει αυτί …. Μ΄ έκαψες.
-Τέλης ένα δύο … κέντρο ακούει ( οι δύο φίλοι πάγωσαν) ένα… δυο κέντρο ακούει αποστολή τσίπουρα σε εξέλιξη.
 
Τα δυο ξαδέλφια έβαλαν τα γέλια, μισά άκουσε ο καφετζής άλλα κατάλαβε. Ευτυχώς τους έσωσε η συνήθεια του νεοέλληνα από μισόλογα να βγάζει αδιάσειστα συμπεράσματα. Ο Ένα δεν έδωσε συνέχεια στην κουβέντα γιατί στενοχωρήθηκε πολύ. Η αγάπη για τον παιδικό φίλο μείωσε τον θυμό.  Όμως η πίκρα για την κατάντια του, είχε κάτσει βρεγμένος τσιμεντόλιθος πάνω στο στέρνο του. Δεν του έκανε κέφι να πιάσει τον μπαγλαμά.   Ήπιαν και άλλα τσίπουρα, ο Δύο έφυγε πρώτος. Ο Ένα ζαλισμένος σηκώθηκε να φύγει, με το αριστερό χέρι έπιασε τον μπαγλαμά του, ο ήλιος είχε τα κέφια του, ζωγράφιζε ένα από τα καλύτερα ηλιοβασιλέματα του, αλλά δεν είχε τώρα μάτια για να το χαζέψει. Καθώς περνούσε κάτω από ένα μπαλκόνι, κάτι απαλό τον χτύπησε στο κεφάλι και έπεσε στο πεζοδρόμιο. Ένα κόκκινο γαρύφαλλο. Κοίταξε απάνω.
 
-Με συγχωρείς παιδάκι μου. ( Είπε η γιαγιά που φρόντιζε μια κρεμασμένη στα κάγκελα γαρουφαλλιά.) Πέρασαν τα χρόνια, δεν βαστάνε τα χέρια μου όπως παλιά.
-Ευχαριστώ γιαγιά….( πήρε μαζί του το κόκκινο  λουλούδι).
Αντί να πάει σπίτι του έκοψε τον δρόμο για το νεκροταφείο. Άφησε το κόκκινο λουλούδι πάνω στον τάφο του παππού του. Πήρε τον μπαγλαμά αγκαλιά και άρχισε να παίζει μουρμουριστά τραγούδια και ταξίμια. Ξέσπασε σε ένα μακρύ τρίχορδο θρήνο των εννιά όγδοων… Έφυγε λίγο πριν η  επερχόμενη νύχτα βάλει και το τελευταίο μαύρο στίγμα της πάνω στο μικρό κόκκινο γαρούφαλλο.
 
*Ή ιστορία είναι φανταστική… αλλά την βοήθησαν οι κουβέντες με ένα φίλο για την ευρεία χρήση της ψηφιακής τεχνολογίας αυτές τις εκλογές….. και την μεγάλη διαφορά μεταξύ του ήθους του πολιτικού σε σχέση με την προβαλλόμενη ηθική του…. Μια διαφορά η οποία έχει άμεση σχέση με την διαφ(θ)ορά……