ΆρθροΑρχείο

Ονειρεύτηκα τις ήττες μου…

Ο κυρ Αντώνης με το γνωστό νευρώδες βάδισμα του κατέβαινε για το κέντρο της πόλης. Τελευταία μέρα του μήνα, πήγαινε να πάρει την σύνταξη του στην τράπεζα. Σήμερα τον είχε καθυστερήσει ένα όνειρο που δεν μπορούσε να θυμηθεί, ένα όνειρο δροσιάς τον κράτησε στο κρεβάτι μέχρι τις οκτώ, γεγονός σπάνιο και ασυνήθιστο για τον ίδιο. Είχε πολλά χρόνια να ονειρευτεί, τον είχαν ξεχάσει και τα όνειρα. Φτάνοντας στο μεγάλο σταυροδρόμι έκανε την καθιερωμένη στάση ανάγνωσης στην μεγάλη κολόνα του ηλεκτρισμού. Γεμάτη κηδειόσημα και χαρτιά για μνημόσυνα ήταν μια κοινωνική  ανάγνωση, πολύτιμη για τους υπερήλικες, έκλεινε τα 92 ο κυρ Αντώνης. Το βλέμμα του σκοτείνιασε όταν διάβασε τον θάνατο δυο νέων ανθρώπων τριάντα πέντε και σαράντα ετών .
 
-Κυρ Αντώνη καλημέρα, άργησες λίγο σήμερα. ( Του είπε ο Χάρης από το πλαϊνό παράθυρο του περιπτέρου. )
-Με παρέσυρε ένας ύπνος γεμάτος όνειρα, χρωματιστά κόκκινα.
-Πάντως μια χαρά σε βλέπω…
-Μια χαρά είμαι αλλά καλού κακού διάβαζε και τις κολόνες! Εγώ τον μάζεψα τον χρόνο μου.
 
Πήρε βιαστικός τον δρόμο για την τράπεζα, σήμερα θα έχανε την μηνιαία αναφορά του λόχου όπως έλεγε. Οι τράπεζες μια φορά το μήνα με τις πληρωμές των συντάξεων ήταν τόπος συνάντησης της γενιάς του. Αν κάποιος έλειπε σε δυο συνεχόμενες εισπράξεις τότε όλοι έβαζαν το νου τους στο κακό.  Όταν έφτασε οι φίλοι και γνωστοί είχαν φύγει, δεν βρέθηκε κάποιος να του δώσει συνωμοτικά ένα διπλό η τριπλό νούμερο. Είναι χαρακτηριστικό φαινόμενο στις ελληνικές τράπεζες να παίρνει ο κάθε πελάτης τρία και τέσσερα νούμερα από το μηχάνημα.
 
-Άμα τύχει κανένας γνωστός να μην τον εξυπηρετήσω; ( Το εύλογο βαλκανικό επιχείρημα και στην ουρά αναμονής «καθαρίζεις» με τον γνωστό.)
 
Είχαν ακούσει ότι σε μεγάλες πόλεις κάποιοι έβγαζαν μεροκάματο πουλώντας νούμερα της σειράς αναμονής. Στην επαρχία η παροχή του χάρτινου νούμερου προς το παρόν άγγιζε τα όρια της αλληλεγγύης.  Ήταν άτυχος πήρε το νούμερο 214 , είχε μπροστά του πολλά νούμερα.
-Έλα παππού κάτσε ( ένας νεαρός σηκώθηκε) πλησιάζει το δικό μου νούμερο.
 
Ανταπόδωσε με ένα χαμόγελο ευχαρίστησης και πήρε την θέση απέναντι σε εκείνο το μεγάλο κόκκινο πίνακα με τα νούμερα. Πίσω του μια κλιματιστική κάθετη μονάδα έστελνε κύματα χαλαρωτικής δροσιάς στον αυχένα του, ένα δροσερό νανανουριστικό χάδι, κοίταξε τα νούμερα, 39. Τα βλέφαρα του έκλειναν σιγά σιγά, τα νούμερα έγιναν ένα τεράστιο πανό και έγραφε 1939. Ο ίδιος 17 χρονών με την ορμή της νιότης του θέλει να αλλάξει τον κόσμο, διαδηλώνει την επανάσταση γίνονται συμπλοκές με την αστυνομία της εποχής.
-Μικρέ παράτα την σημαία και τρέξε να σωθείς.
 
Δεν παράτησε το λάβαρο της οργάνωσης το τύλιξε στο κοντάρι και τρέχοντας γλίτωσε το ξύλο και την σύλληψη.
Ζήτησε και πήγε εθελοντής στο Αλβανικό Μέτωπο, η πατρίδα δεν γνωρίζει από κόμματα. Ο αντιφασιστικός αγώνας ένωσε όλους τους Έλληνες.  Τα ματωμένα χνάρια στο χιόνι από λαβωμένους συμπολεμιστές τον οδηγούσαν, άπειρο φαντάρο, ψηλά στο ύψωμα που έπρεπε να καταλάβουν. Όμως βαριά πλήγωσαν την περηφάνια του τα κόκκινα σημάδια της επιστροφής από το αλβανικό μέτωπο. Δεν  χωρούσε το μυαλό του την ήττα. Πίστευε ότι και τους Γερμανούς θα τους νικούσαν.
-Δεν ήθελαν κάποιοι. Κάποιες σκοτεινές δυνάμεις ήθελαν να στείλουν τον Χίτλερ προς την Σοβιετική Ένωση. Ο αγώνας προδόθηκε από πάνω και δυτικά( έλεγε συνεχώς θυμωμένος κατεβαίνοντας πεζός στην Πελοπόννησο) .
 
Εννοώντας τους Άγγλους και λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις που διακαώς επιθυμούσαν μια σύγκρουση Χίτλερ και Στάλιν με καλύτερο αποτέλεσμα την αποδυνάμωση και των δυο. Ο παλιός μόνιμος εφιάλτης της Δύσης, μεγάλες ρώσικες αρκούδες να πλατσουρίζουν ανεμπόδιστες στα νερά της μεσογείου.
Μια ριπή από «άδεια» νούμερα ακούστηκε, τα χαμένα  διπλά και τριπλά χαρτάκια  που τράβηξαν προηγούμενοι. Ένα μεγάλο κόκκινο 49 πρωταγωνιστούσε στον ηλεκτρονικό πίνακα. Ο κυρ Αντώνης ονειρικά βυθίστηκε στο οδυνηρό 1949.
 
Οριστική ήττα και αναπόφευκτη εξορία από την πατρίδα για την οποία έδωσε το αίμα του.  Μετά την ήττα του μετώπου η καρδιά του φτερούγισε ξανά, ήταν άνοιξη όταν βγήκε στο βουνό με τον καπετάνιο του.  Εκεί στο βουνό ένοιωσε τι σημαίνει άμεση λαϊκή πατριωτική δημοκρατία. Όσο και να φαίνεται παράξενο στο πανεπιστήμιο του βουνού μορφώθηκε. Διάβασε, άκουσε, μίλησε, ψήφισε για πρώτη φορά, αν και νεαρός πήρε μεγάλα πόστα. Ένοιωθε το όνειρο να γίνεται πραγματικότητα για μια καλύτερη κοινωνία. Ήταν συνοδός στις συνομιλίες της Αιγύπτου, εκεί ένοιωσε ότι οι άκαπνοι πολιτικοί και η αλαζονεία τους να κυβερνήσουν ήταν το χειρότερο σενάριο για τον αγωνιζόμενο λαό. Η εξουσιοφρένεια κάποιων και η ανωριμότητα κάποιων άλλων να διαχειριστούν αποφασιστικά και με επαναστατικό πνεύμα την κατάσταση οδήγησαν την χώρα στο χειρότερο σενάριο. Εμφύλιος σπαραγμός, εκείνα τα κόκκινα σημάδια πονέσανε χειρότερα από όλα. Ο εμφύλιος ήταν η μεγαλύτερη ήττα της ζωής του. Εκείνα τα κόκκινα σημάδια τον πονάνε ακόμα….
 
Άλλη μια ριπή από άδεια νούμερα τον ξύπνησε, νούμερο 156, κατάλαβε ότι πρέπει να είχε αποκοιμηθεί για αρκετά λεπτά. Ένα βαρύ εννιάρι  έπεσε ανάμεσα στο ένα και το πέντε και του έκλεισε τα βλέφαρα στο 1956. Άλλη μια μεγάλη ήττα ιδεολογική αυτή τη φορά. Βρισκόταν στην εξορία όταν έμαθε ότι έπρεπε να γίνει ένας ιστορικός συμβιβασμός, ταξική συνύπαρξη και ειρηνική συνεργασία των δυο κόσμων …. Όταν το έμαθε περπατούσε για ώρες σαν χαμένος στην παγωμένη πλατεία της πόλης που τον φιλοξενούσε. Μετά από τρία χρόνια , περπατώντας στην ίδια πλατεία μάτωσε τα χείλη του από χαρά τον χειμώνα του 59 όταν έμαθε ότι οι Κουβανοί αντάρτες νίκησαν οριστικά με τον λαό στο πλάι τους.
 
-Και εκείνος ο Τσε ρε παιδιά , ίδιος ο δικός μας.
-Ποιος δικός μας ρε Αντώνη ; ( Τον πείραζαν οι φίλοι του.)
-Ο λεβέντης ο κλέφτης ο Κατσαντώνης.
-Ασε ρε, ΚαΤΣΕντώνης θα λεγόταν κανονικά ( και από τότε μέσα σε γέλια χαράς και ελπίδας του έμεινε το παρατσούκλι).
 
Με την εικόνα του αναμαλλιασμένου Αντώνη Κατσαντώνη να κρατά το αιματοβαμμένο σπαθί στο χέρι ξύπνησε αντανακλαστικά για λίγο. Τα νούμερα προχωρούσαν κατά ριπάς 174. Άλλο ένα ονειρικό εννιάρι μπήκε ανάμεσα στα δυο πρώτα νούμερα.  1974 η μεταπολίτευση στην Ελλάδα ήταν ένα γεγονός βαμμένο με το αίμα του Κυπριακού λαού. Ήταν από τους πρώτους που επέστρεψε. Πενήντα δυο χρονών, στα καλύτερα του , ώριμος κατασταλαγμένος αλλά και με μια βαθιά πίστη ότι όλα μπορούν να αλλάξουν.
Βαθιά μέσα του πίστευε ότι μπορούσαν να πιάσουν το νήμα ανατροπής από την αρχή, από την ιστορική συνέχεια, από εκεί που είχαν αφήσει τα χνάρια τους οι κλέφτες του 21 και όσοι μετά συνέχισαν την παράδοση τους. Ήταν η τελευταία και οριστική ήττα της ζωής του. Φίλοι, γνωστοί, σύντροφοι συμπολεμιστές, αφέθηκαν στον λικνιστικό χορό της ευζωίας που χόρευε η  Σαλώμη. Η Σαλώμη της εξουσίας χόρευε υπέροχα και ο καθένας πρόσφερε σε γυάλινο πίνακα το δικό του κομμένο κεφάλι στον απύθμενο κουμπαρά της βουλής των αντιπροσώπων.
 
Μετά από χρόνια βούρκωσε όταν άκουσε τους στίχους του Σαββόπουλου
«Τι να φταίει η Bουλή /τι να φταιν οι εκπρόσωποι / έρημοι και απρόσωποι βρε /αν πονάει η κεφαλή / φταίει η απρόσωπη αγάπη που `χε βρει
Mα η δικιά μας έχει όνομα /έχει σώμα και θρησκεία /και παππού σε μέρη αυτόνομα /μέσα στην τουρκοκρατία»
 
Τα επόμενα σχεδόν σαράντα χρόνια έπαψε να βλέπει έγχρωμα όνειρα. Μόνο κάτι ασπρόμαυρες στροβιλιζόμενες εικόνες να ρουφάνε τον ένα μετά τον άλλο τους παλιούς του φίλους. Και δεν ήταν προφητικά όνειρα αλλά  εφιαλτική πραγματικότητα. Ό ένας μετά τον άλλο από τους παλιούς του συντρόφους εξαγόρασε την επαναστατική του δράση με πολιτική εξουσία και βρώμικο χρήμα. Ο ένας μετά τον άλλο θυμόνταν τον Τσε και την Κούβα όταν αντάλλασαν με νόημα μεγάλα κουβανέζικα πούρα, αυτά της επανάστασης! Του πρότειναν διάφορες καλές θέσεις , δεν δέχθηκε καμία. Ούτε σύνταξη εθνικής αντίστασης πήρε.
-Το καθήκον είναι αυτονόητο, δεν συνταξιοδοτείται. Πιάνουν τα χέρια μου ακόμα και κάνω μεροκάματα ( απάντησε στον άνθρωπο που τον προσέγγισε για το θέμα αυτό).
Ξύπνησε από ένα απαλό σκούντημα.
-ΚαΤΣΕντώνη είσαι καλά ; ( Του είπε ο Γιώργης ένας φίλος από τα παλιά,  έφτασε και αυτός αργοπορημένος. Ο κυρ Αντώνης κοίταξε το νούμερο 214).
-Μάλιστα βάλε και ένα μηδενικό στα πρώτα δυο και φτάσαμε στο σήμερα 2014.
-Έχω νούμερα (του είπε ο φίλος με νόημα).  Σε πείρε ο ύπνος;
-Όχι, ονειρεύτηκα το χθεσινό μου όνειρο! Είχα σαράντα χρόνια να δω τόσα όνειρα, ονειρεύτηκα ξανά Γιώργη…
-Τι ονειρεύτηκες;
-Ονειρεύτηκα τις ήττες μας… όλες … και την χειρότερη της μεταπολίτευσης ….λες να με καλεί ο βαρκάρης του Αχέροντα;
-Ρε κουνήσου από την θέση σου μικροί είμαστε ακόμα!
 
Την άλλη μέρα ο Χάρης από το πλαϊνό παράθυρο, έβλεπε σε παράταξη τις μεγάλες μαύρες αμαξάρες. Επιτηδευμένα θλιμμένοι εκπρόσωποι όλων των κομμάτων πήγαιναν στον κοντινό ναό να αποτίσουν φόρο τιμής στον αγωνιστή «ΚαΤΣΕντώνη» όπως ήταν σημειωμένο και το παρατσούκλι του κυρ Αντώνη στο κηδειόχαρτο. 
 
*Η γενιά της μεταπολίτευσης, η δική μας γενιά, θα είναι η πρώτη γενιά νεοελλήνων, η οποία δεν θα μπορεί να ονειρευτεί τις ήττες ή τις νίκες της, μάλλον είμαστε η πρώτη γενιά που δεν έδωσε ότου μια μάχη …. Υποθηκεύσαμε τα οράματα  της συνέχειας μας σε ξένες τράπεζες. Παραδοθήκαμε σε ένα καταναλωτικό ύπνο δίχως όνειρα…. Τελευταία ίσως ελπίδα εκείνα τα κόκκινα σημάδια στο βάθος του συλλογικού και ιστορικού υποσυνείδητου μας….
 
Βασίλης Καπετάνιος